Ραψωδία ΓὍρκοι. Τειχοσκοπία. Ἀλεξάνδρου καὶ Μενελάου μονομαχία.
Και αφού σιμά στους αρχηγούς εσυνταχθήκαν όλοι,
οι Τρώες αλαλάζοντας, σαν τα πτηνά κινούντο·
καθώς διαβαίνουν γερανοί και κρώζουν στον αιθέρα,
ως φεύγουν τες νεροποντές και τον βαρύν χειμώνα
5να φθάσουν στον Ωκεανόν, κι άμα χαράξει αρχίζουν
πόλεμον φονικότατον στο γένος των Πυγμαίων·
κι οι Αχαιοί, μ᾽ ανδρειάς πνοήν, σιωπηλοί κινούντο,
ένας τον άλλον πρόθυμοι στην μάχην να βοηθήσουν,
κι όπως ο Νότος καταχνιά σε κορφοβούνι χύνει,
10που δεν αρέσει του βοσκού, κι είναι χαρά του κλέφτη.
Και της νυκτός καλύτερη, και τόσ᾽ είναι η μαυρίλα
που κει που πέτραν έριξες μόλις το μάτι φθάνει,
έτσι πυκνή σηκώνονταν απ᾽ την ποδοβολή τους
η σκόνη, καθώς έσχιζαν γοργά την πεδιάδα.
15Και οπόταν επροχώρησαν κι εβρέθηκαν αντίκρυ,
ο θεϊκός Αλέξανδρος προμάχιζε των Τρώων·
φορεί στους ώμους παρδαλήν, το ξίφος και το τόξο,
στα χέρια δυο κοντάρια τινάζει χαλκοφόρα
και των Αργείων προκαλεί τους πρώτους πολεμάρχους
20να ᾽λθουν μ΄ αυτόν να μετρηθούν στον φονικόν αγώνα·
κι ως έρχονταν εμπρός εμπρός με διάσκελα μεγάλα,
τον νόησεν ο ψυχερός Μενέλαος κι εχάρη,
σαν πεινασμένος λέοντας μεγάλο σώμ΄ αν έβρει,
ελάφ΄ ή τράγον άγριον, και ολάκερον τον τρώγει,
25αν και του χύνονται σκυλιά κι ανδρειωμέν᾽ αγόρια,
ομοίως ο Μενέλαος εχάρη ως είδ᾽ εμπρός του
τον θεϊκόν Αλέξανδρον, θαρρώντας που ᾽χε φθάσει
η ώρα να εκδικηθεί τον άνομον εχθρόν του
και από τ᾽ αμάξι επήδησε στην γην με τ᾽ άρματά του.
30Και ο θεϊκός Αλέξανδρος άμ᾽ είδε αυτόν που εφάνη
μες στους προμάχους, η καρδιά του εσπάραξε στα στήθη
και να σωθεί εσύρθηκε στην μέση των συντρόφων.
Σαν άνθρωπος που απάντησε φίδι κακό στον λόγγον,
γυρίζει οπίσω, τρέμοντας εις όλα του τα μέλη
35και στρέφει από τον δρόμον του στην όψη κερωμένος,
ομοίως εις τες φάλαγγες εκρύφθηκε των Τρώων
ο θεϊκός Αλέξανδρος να φύγει απ᾽ τον Ατρείδην·
και ο Έκτωρ τον ονείδισε πικρώς άμα τον είδε:
«Δύσπαρι, εξαίσιε στην ειδή, γυναιμανή και πλάνε,
40ποτέ να μη είχες γεννηθεί ή να ᾽χες αποθάνει
άγαμος, κι όχι να σε ιδώ, καθώς σε βλέπω τώρα,
να γίνεσ᾽ εξουθένωμα και μίσος των ανθρώπων·
α! πόσο θα χασκογελούν των Αχαιών τα πλήθη,
που ανδρειωμένον σ᾽ έλεγαν απ᾽ τη λαμπρή θωριά σου·
45και θάρρος συ και δύναμιν στα σπλάχνα σου δεν έχεις·
τέτοιος ως είσαι ετόλμησες με ποντοπόρα πλοία
και με συντρόφους διαλεκτούς τα πέλαγα να σχίσεις
και να πατήσεις ξένων γην, κι από μακρινά μέρη,
να φέρεις ωραιότατην νύφην ανδρών ηρώων
50και του πατρός σου συμφορά και της πατρίδος όλης,
χαρά μεγάλη των εχθρών, δική σου καταισχύνη;
Γιατί δεν στέκεσ᾽ έμπροσθεν του ανδρείου Μενελάου,
τότε να ιδείς τίνος ανδρός την νύφην αγκαλιάζεις;
Κιθάρα, ακόμη κι ομορφιά και όσες χάρες έχεις
55της Αφροδίτης, θα χαθούν, αν κυλιστείς στο χώμα·
αχ! τόσα έπραξες κακά που, αν είχαν αίμα οι Τρώες,
θα εφορούσε πέτρινον χιτώνα το κορμί σου».
Κι ο θεϊκός Αλέξανδρος του απάντησε και είπε:
«Έκτορ᾽, αφού με δίκαιον με ψέγεις κι όχι αδίκως, —
60είναι η καρδιά σου αμάλακτη σαν την σκληρήν αξίνη
που σχίζει δέντρο δυνατό στου ξυλουργού το χέρι
κι είναι στην τέχνην βοηθός και στην ορμήν του ανθρώπου·
ομοίως είναι ατρόμητος στα στήθη μέσα ο νους σου—
τα γλυκά δώρα της χρυσής θεάς μη μου ονειδίζεις
65ποιος θ᾽ αψηφήσει τα λαμπρά των αθανάτων δώρα;
Και στανικώς δεν παίρνονται, τα δίδ᾽ η θέλησίς των
και τώρα εάν επιθυμάς εγώ να πολεμήσω,
τους Τρώας και τους Αχαιούς, συ κάμε να ησυχάσουν
και βάλτε τον Μενέλαον κι εμέ ν᾽ αγωνισθούμε
70για την Ελένην κι όλους της τους θησαυρούς οι δύο·
και αυτός που θά ᾽βγει νικητής, στα γονικά του ας πάρει
την νέαν και τους θησαυρούς, και σεις οι άλλοι ομόστε
ειρήνην και την κάρπιμην Τρωάδα μας χαρείτε.
Κι εκείνοι στην πατρίδα τους, στο ιπποτρόφον Άργος
75και στην ομορφοπάρθενην ας γύρουν Αχαΐαν».
|