ΧΟΡ. Τον παλιό καλό καιρό
1060τί λεβέντες που ήμασταν!
Λεβεντιά στον πόλεμο,
λεβεντιά και στους Χορούς.
Αντρειοσύνη μια φορά.
Έτσι στον παλιό καιρό·
τώρα πάνε, πάνε, παν·
τώρα πιο άσπρα τα μαλλιά
κι απ᾽ του κύκνου τα φτερά.
Δύναμη όμως νεανική
κι απ᾽ τ᾽ απομεινάρια αυτά
πρέπει εμείς να πάρουμε·
τα δικά μας γερατειά
είναι πιο άξια, εγώ θαρρώ,
από κάποιων νέων σγουρά
1070και παλιοκουνήματα.
ΚΟΡ. Αν κανένας σας, θεατές, βλέποντας την κόψη μου,
που έχω μέση σαν της σφήκας, απορεί τί να ᾽ναι αυτό,
κι άμουσος αν ήταν πρώτα, θα του διδάξω εγώ
εύκολα, να καταλάβει τί σημαίνει το κεντρί.
Όλοι εμείς, που κωλονούρι κρέμεται απ᾽ τη μέση μας,
γέννημα είμαστε και θρέμμα γνήσιο αυτής της Αττικής,
εμείς μόνοι, οι αντρειωμένοι που έκαμαν πολλά καλά
στην Αθήνα, πολεμώντας τότε που ήρθε ο βάρβαρος
κι όλες τις σφηκοφωλιές μας να χαλάσει θέλοντας
1080πυρπολούσε όλη την πόλη και τη γέμιζε καπνό.
Τότε δόρυ εμείς κι ασπίδα πήραμε και τρέξαμε
κι ήπιαμε θυμό ξιδάτο και πιαστήκαμε μ᾽ αυτούς,
σε πυκνή γραμμή, τα χείλια τα δαγκώναμε με οργή,
κι απ᾽ τα σύννεφα τα βέλη δε φαινόταν ο ουρανός.
Μα τους διώξαμε το βράδυ με βοηθούς τους θεούς μας: πριν
απ᾽ τη μάχη, απ᾽ τις γραμμές μας κουκουβάγια είχε διαβεί.
Πώς ψαράς με το καμάκι, τους τρυπούσαμε έτσι εμείς
τα κορμιά μες στις φουφούλες· δρόμο εκείνοι, με κεντιές
μες στα μούτρα, μες στα φρύδια· κι από τότε οι ίδιοι λεν:
1090πρώτο αντρείο στον κόσμο πλάσμα είναι η σφήκα η αττική.
|