1105Και όταν μοχθούσαν και δεν έφταναν τον στόχο,
είπε η Αγαύη: «Εμπρός, μαινάδες,
κυκλώστε το δέντρο και αδράξτε τον κορμό του,
να πιάσουμε το αγρίμι εκεί ψηλά,
να μην προδώσει τους κρυφούς χορούς του θεού.»
Εκείνες άρπαξαν το έλατο με χίλια χέρια
1110και το σήκωσαν από το χώμα.
Έτσι ψηλά που εκαθόταν, από ψηλά γκρεμίζεται ο Πενθέας,
πέφτει στο χώμα με βογγητό ακατάπαυτο.
Καταλάβαινε ότι βρισκόταν κοντά στο κακό.
Πρώτη άρχισε η μάνα του, ιέρεια του φόνου,
και απάνω του πέφτει.
1115Εκείνος πέταξε από τα μαλλιά του την ταινία,
μήπως η άμοιρη Αγαύη τον αναγνωρίσει και δεν τον σκοτώσει,
αγγίζει το μάγουλό της και λέει:
«Εγώ είμαι, μητέρα, ο γιος σου ο Πενθέας,
που με γέννησες στο σπίτι του Εχίονα.
1120Λυπήσου με, μητέρα·
για το σφάλμα το δικό μου μη σκοτώσεις το παιδί σου.»
Εκείνη έβγαζε αφρούς, εγύριζε τα μάτια της αλλοπαρμένα,
δεν σκεφτόταν όπως έπρεπε να σκέφτεται·
την είχε κυριεύσει ο Βάκχος και ο Πενθέας δεν την έπειθε.
1125Άδραξε με τα δυο της χέρια το αριστερό του χέρι,
πάτησε πάνω στα πλευρά του δύσμοιρου
και του χώρισε τον ώμο.
Δεν ήταν δύναμη δική της — ο θεός εχάριζε στα χέρια της την άνεση.
Από το άλλο μέρος ολοκλήρωνε το έργο η Ινώ,
ξεσκίζοντας τις σάρκες του.
1130Και η Αυτονόη και όλο το πλήθος των βακχών επάνω του.
Οι κραυγές όλων είχαν γίνει ένα·
εκείνος βογκούσε, όσο βαστούσε ακόμα η πνοή του, και αυτές αλάλαζαν.
Άλλη κρατούσε χέρι κι άλλη πόδι με το άρβυλο φορεμένο.
Απόμεναν γυμνά τα πλευρά, καθώς τον σπάραζαν.
1135Και καθεμιά, με χέρια που έσταζαν αίμα,
έπαιζε σφαίρα με τις σάρκες του Πενθέα.
Σκορπισμένο κείται το σώμα του,
άλλο κάτω από σκληρούς βράχους
και άλλο μέσα στα βαθιά φυλλώματα του δάσους
—να βρεθεί δεν είναι εύκολο.
Και το άθλιο κεφάλι του
1140η τύχη το ᾽φερε να το πάρει στα χέρια της η μάνα του·
το κάρφωσε στην κορυφή του θύρσου
—κρατάει, λέει, κεφάλι λιονταριού των βουνών—
και το φέρνει μέσα από τον Κιθαιρώνα,
αφήνοντας τις αδελφές της στους χορούς των μαινάδων.
Όλο καμάρι για το δύσμοιρο κυνήγι,
1145μπαίνει στα τείχη, καλώντας τον Βάκχιο
συγκυνηγό, συνθηρευτή, νικηφόρο·
αυτός της χάρισε νίκη δακρύων.
Εγώ τώρα κάνω τόπο στη συμφορά.
Φεύγω πριν φτάσει στα δώματα η Αγαύη.
1150Να είσαι σώφρων και να σέβεσαι τους θεούς
είναι το ωραιότερο.
Θαρρώ πως αυτό είναι για τους θνητούς, αν το έχουν,
και το απόκτημα το σοφότερο.
|