Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (4.1.1-4.1.11)

ΒΙΒΛΙΟ Δ


[4.1.1] [Ὅσα μὲν δὴ ἐν τῇ ἀναβάσει ἐγένετο μέχρι τῆς μάχης, καὶ ὅσα μετὰ τὴν μάχην ἐν ταῖς σπονδαῖς ἃς βασιλεὺς καὶ οἱ σὺν Κύρῳ ἀναβάντες Ἕλληνες ἐποιήσαντο, καὶ ὅσα παραβάντος τὰς σπονδὰς βασιλέως καὶ Τισσαφέρνους ἐπολεμήθη πρὸς τοὺς Ἕλληνας ἐπακολουθοῦντος τοῦ Περσικοῦ στρατεύματος, ἐν τῷ πρόσθεν λόγῳ δεδήλωται. [4.1.2] ἐπεὶ δὲ ἀφίκοντο ἔνθα ὁ μὲν Τίγρης ποταμὸς παντάπασιν ἄπορος ἦν διὰ τὸ βάθος καὶ μέγεθος, πάροδος δὲ οὐκ ἦν, ἀλλὰ τὰ Καρδούχεια ὄρη ἀπότομα ὑπὲρ αὐτοῦ τοῦ ποταμοῦ ἐκρέματο, ἐδόκει δὴ τοῖς στρατηγοῖς διὰ τῶν ὀρέων πορευτέον εἶναι. [4.1.3] ἤκουον γὰρ τῶν ἁλισκομένων ὅτι εἰ διέλθοιεν τὰ Καρδούχεια ὄρη, ἐν τῇ Ἀρμενίᾳ τὰς πηγὰς τοῦ Τίγρητος ποταμοῦ, ἢν μὲν βούλωνται, διαβήσονται, ἢν δὲ μὴ βούλωνται, περιίασι. καὶ τοῦ Εὐφράτου δὲ τὰς πηγὰς ἐλέγετο οὐ πρόσω τοῦ Τίγρητος εἶναι, καὶ ἔστιν οὕτως ἔχον. [4.1.4] τὴν δ᾽ εἰς τοὺς Καρδούχους ἐμβολὴν ὧδε ποιοῦνται, ἅμα μὲν λαθεῖν πειρώμενοι, ἅμα δὲ φθάσαι πρὶν τοὺς πολεμίους καταλαβεῖν τὰ ἄκρα.]
[4.1.5] Ἡνίκα δ᾽ ἦν ἀμφὶ τὴν τελευταίαν φυλακὴν καὶ ἐλείπετο τῆς νυκτὸς ὅσον σκοταίους διελθεῖν τὸ πεδίον, τηνικαῦτα ἀναστάντες ἀπὸ παραγγέλσεως πορευόμενοι ἀφικνοῦνται ἅμα τῇ ἡμέρᾳ πρὸς τὸ ὄρος. [4.1.6] ἔνθα δὴ Χειρίσοφος μὲν ἡγεῖτο τοῦ στρατεύματος λαβὼν τὸ ἀμφ᾽ αὑτὸν καὶ τοὺς γυμνῆτας πάντας, Ξενοφῶν δὲ σὺν τοῖς ὀπισθοφύλαξιν ὁπλίταις εἵπετο οὐδένα ἔχων γυμνῆτα· οὐδεὶς γὰρ κίνδυνος ἐδόκει εἶναι μή τις ἄνω πορευομένων ἐκ τοῦ ὄπισθεν ἐπίσποιτο. [4.1.7] καὶ ἐπὶ μὲν τὸ ἄκρον ἀναβαίνει Χειρίσοφος πρίν τινας αἰσθέσθαι τῶν πολεμίων· ἔπειτα δ᾽ ὑφηγεῖτο· ἐφείπετο δὲ ἀεὶ τὸ ὑπερβάλλον τοῦ στρατεύματος εἰς τὰς κώμας τὰς ἐν τοῖς ἄγκεσί τε καὶ μυχοῖς τῶν ὀρέων. [4.1.8] ἔνθα δὴ οἱ μὲν Καρδοῦχοι ἐκλιπόντες τὰς οἰκίας ἔχοντες καὶ γυναῖκας καὶ παῖδας ἔφευγον ἐπὶ τὰ ὄρη. τὰ δὲ ἐπιτήδεια πολλὰ ἦν λαμβάνειν, ἦσαν δὲ καὶ χαλκώμασι παμπόλλοις κατεσκευασμέναι αἱ οἰκίαι, ὧν οὐδὲν ἔφερον οἱ Ἕλληνες, οὐδὲ τοὺς ἀνθρώπους ἐδίωκον, ὑποφειδόμενοι, εἴ πως ἐθελήσειαν οἱ Καρδοῦχοι διιέναι αὐτοὺς ὡς διὰ φιλίας τῆς χώρας, ἐπείπερ βασιλεῖ πολέμιοι ἦσαν· [4.1.9] τὰ μέντοι ἐπιτήδεια ὅτῳ τις ἐπιτυγχάνοι ἐλάμβανεν· ἀνάγκη γὰρ ἦν. οἱ δὲ Καρδοῦχοι οὔτε καλούντων ὑπήκουον οὔτε ἄλλο φιλικὸν οὐδὲν ἐποίουν. [4.1.10] ἐπεὶ δὲ οἱ τελευταῖοι τῶν Ἑλλήνων κατέβαινον εἰς τὰς κώμας ἀπὸ τοῦ ἄκρου ἤδη σκοταῖοι (διὰ γὰρ τὸ στενὴν εἶναι τὴν ὁδὸν ὅλην τὴν ἡμέραν ἡ ἀνάβασις αὐτοῖς ἐγένετο καὶ κατάβασις), τότε δὴ συλλεγέντες τινὲς τῶν Καρδούχων τοῖς τελευταίοις ἐπετίθεντο, καὶ ἀπέκτεινάν τινας καὶ λίθοις καὶ τοξεύμασι κατέτρωσαν, ὀλίγοι ὄντες· ἐξ ἀπροσδοκήτου γὰρ αὐτοῖς ἐπέπεσε τὸ Ἑλληνικόν. [4.1.11] εἰ μέντοι τότε πλείους συνελέγησαν, ἐκινδύνευσεν ἂν διαφθαρῆναι πολὺ τοῦ στρατεύματος. καὶ ταύτην μὲν τὴν νύκτα οὕτως ἐν ταῖς κώμαις ηὐλίσθησαν· οἱ δὲ Καρδοῦχοι πυρὰ πολλὰ ἔκαιον κύκλῳ ἐπὶ τῶν ὀρέων καὶ συνεώρων ἀλλήλους.

ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ


[4.1.1] [Τα όσα έγιναν τον καιρό που βάδιζαν από τα παράλια στο εσωτερικό της Ασίας ως τη μέρα της μάχης, και όσα ύστερα από τη μάχη στο διάστημα που ίσχυε η ανακωχή ανάμεσα στο βασιλιά και στους Έλληνες, που ακολούθησαν τον Κύρο στην εκστρατεία, και οι πολεμικές ενέργειες ενάντια στους Έλληνες από τότε που παραβίασε τις συνθήκες ο βασιλιάς και ο Τισσαφέρνης, ενώ ακολουθούσε ο περσικός στρατός, όλα αυτά έχουν ειπωθεί στην προηγούμενη διήγηση. [4.1.2] Όταν έφτασαν στο σημείο που ο Τίγρητας ποταμός με κανέναν τρόπο δεν μπορούσε να περαστεί εξαιτίας του βάθους και του πλάτους του, ούτε υπήρχε κανένα πέραμα κοντά, αλλά από πάνω του κρέμονταν απότομα τα βουνά των Καρδούχων, τότε πια αποφάσισαν οι στρατηγοί να περάσουν ανάμεσα από τα βουνά. [4.1.3] Γιατί από τους αιχμάλωτους είχαν την πληροφορία πως, αν περάσουν τα βουνά των Καρδούχων, τότε θα διαβούν και τις πηγές του Τίγρητα ποταμού στην Αρμενία, φτάνει να το θέλουν· αν δεν το θέλουν, μπορούν να τις προσπεράσουν. Είχαν μάθει ακόμα πως και οι πηγές του Ευφράτη δεν ήταν μακριά από τις πηγές του Τίγρητα, και πραγματικά έτσι είναι. [4.1.4] Όσο για την επίθεση στη χώρα των Καρδούχων την κάνουν με τούτο τον τρόπο, από τη μια προσπαθώντας να μείνουν απαρατήρητοι, κι από την άλλη να προλάβουν να πιάσουν τις βουνοκορφές πριν από τους εχθρούς].
[4.1.5] Ήταν πια η ώρα της τελευταίας φρουράς και υπολειπόταν τόσο διάστημα της νύχτας, όσο χρειαζόταν για να περάσουν τον κάμπο σκοτεινά. Τότε σηκώθηκαν οι στρατιώτες ύστερα από προφορική διαταγή κι άρχισαν την πορεία, ώσπου φτάνουν κατά τα ξημερώματα στο βουνό. [4.1.6] Επικεφαλής του στρατεύματος ήταν ο Χειρίσοφος, που είχε τους δικούς του στρατιώτες και όλους τους γυμνήτες, ενώ ο Ξενοφώντας ακολουθούσε με τους οπλίτες της οπισθοφυλακής· κανέναν γυμνήτη δεν είχε. Γιατί δεν φαινόταν να υπάρχει κανένας κίνδυνος μήπως τους ακολουθήσει κάποιος από πίσω, την ώρα που θα ανέβαιναν το βουνό. [4.1.7] Ο Χειρίσοφος τότε ανεβαίνει στην κορυφή, προτού τον πάρουν είδηση οι εχθροί. Ύστερα οδηγούσε αργά, κι ακολουθούσαν οι στρατιώτες που περνούσαν κάθε τόσο, με κατεύθυνση τα χωριά που βρίσκονταν στις κοιλάδες και στις χαράδρες των βουνών. [4.1.8] Τότε οι Καρδούχοι άφησαν τα σπίτια κι έβρισκαν καταφύγιο στα βουνά, με τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Όσο για τα τρόφιμα, οι Έλληνες μπορούσαν να τα παίρνουν άφθονα. Και τα σπίτια ήταν γεμάτα από χάλκινα σκεύη, δεν έπαιρναν όμως τίποτε απ᾽ αυτά, ούτε και τον κόσμο κυνηγούσαν. Τα άφηναν απείραχτα, μήπως κι έδειχναν διάθεση οι Καρδούχοι να τους επιτρέψουν να περάσουν από τη χώρα τους φιλικά, μια και ήταν εχθροί με το βασιλιά. [4.1.9] Τρόφιμα όμως έπαιρνε ο καθένας, οσαδήποτε έβρισκε, γιατί τα είχαν ανάγκη. Μα οι Καρδούχοι ούτε απαντούσαν που τους φώναζαν οι Έλληνες, ούτε έκαναν καμιάν άλλη φιλική ενέργεια. [4.1.10] Και όταν οι τελευταίοι από τους Έλληνες κατέβαιναν από τη βουνοκορφή στα χωριά κι ήταν πια σκοτεινά —γιατί το ανέβασμα και το κατέβασμα κράτησε ολόκληρη τη μέρα, επειδή το μονοπάτι ήταν στενό— τότε μαζεύτηκαν μερικοί Καρδούχοι και ρίχτηκαν απάνω τους. Σκότωσαν κάμποσους και πλήγωσαν άλλους θανάσιμα με πέτρες και με βέλη, παρόλο που ήταν λίγοι. Και τούτο, επειδή το ελληνικό στράτευμα τους ρίχτηκε αναπάντεχα. [4.1.11] Αν συγκεντρώνονταν τότε περισσότεροι, θα κινδύνευε να καταστραφεί μεγάλο μέρος του στρατού. Αυτή τη νύχτα λοιπόν έτσι πέρασαν οι Έλληνες στα χωριά, ενώ οι Καρδούχοι άναβαν φωτιές γύρω γύρω, πάνω στα βουνά, κι έτσι δεν έχαναν από τα μάτια τους ο ένας τον άλλο.