Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (1096-1138)

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ Γ΄


ΧΟ. ὦ ξεῖν᾽ ἀλῆτα, τὸν σκοπὸν μὲν οὐκ ἐρεῖς
ὡς ψευδόμαντις· τὰς κόρας γὰρ εἰσορῶ
τάσδ᾽ ἆσσον αὖθις ὧδε προσπελωμένας.
ΟΙ. ποῦ ποῦ; τί φῄς; πῶς εἶπας; ΑΝ. ὦ πάτερ, πάτερ,
1100 τίς ἂν θεῶν σοι τόνδ᾽ ἄριστον ἄνδρ᾽ ἰδεῖν
δοίη, τὸν ἡμᾶς δεῦρο προσπέμψαντά σοι;
ΟΙ. ὦ τέκνον, ἦ πάρεστον; ΑΝ. αἵδε γὰρ χέρες
Θησέως ἔσωσαν φιλτάτων τ᾽ ὀπαόνων.
ΟΙ. προσέλθετ᾽, ὦ παῖ, πατρί, καὶ τὸ μηδαμὰ
1105 ἐλπισθὲν ἥξειν σῶμα βαστάσαι δότε.
ΑΝ. αἰτεῖς ἃ τεύξῃ· σὺν πόθῳ γὰρ ἡ χάρις.
ΟΙ. ποῦ δῆτα, ποῦ ᾽στον; ΑΝ. αἵδ᾽ ὁμοῦ πελάζομεν.
ΟΙ. ὦ φίλτατ᾽ ἔρνη. ΑΝ. τῷ τεκόντι πᾶν φίλον.
ΟΙ. ὦ σκῆπτρα φωτός … ΑΝ. δυσμόρου γε δύσμορα.
1110 ΟΙ. ἔχω τὰ φίλτατ᾽, οὐδ᾽ ἔτ᾽ ἂν πανάθλιος
θανὼν ἂν εἴην σφῷν παρεστώσαιν ἐμοί.
ἐρείσατ᾽, ὦ παῖ, πλευρὸν ἀμφιδέξιον
ἐμφύντε τῷ φύσαντι, κἀναπαύσατον
τοῦ πρόσθ᾽ ἐρήμου τοῦδε δυστήνου πλάνου.
1115 καί μοι τὰ πραχθέντ᾽ εἴπαθ᾽ ὡς βράχιστ᾽, ἐπεὶ
ταῖς τηλικαῖσδε σμικρὸς ἐξαρκεῖ λόγος.
ΑΝ. ὅδ᾽ ἔσθ᾽ ὁ σώσας· τοῦδε χρὴ κλύειν, πάτερ,
καὶ σοί γε τοὖργον τοὐμὸν εἶτ᾽ ἔσται βραχύ.
ΟΙ. ὦ ξεῖνε, μὴ θαύμαζε πρὸς τὸ λιπαρές,
1120 τέκν᾽ εἰ φανέντ᾽ ἄελπτα μηκύνω λόγον.
ἐπίσταμαι γὰρ τήνδε τὴν ἐς τάσδε μοι
τέρψιν παρ᾽ ἄλλου μηδενὸς πεφασμένην·
σὺ γάρ νιν ἐξέσωσας, οὐκ ἄλλος βροτῶν.
καί σοι θεοὶ πόροιεν ὡς ἐγὼ θέλω,
1125 αὐτῷ τε καὶ γῇ τῇδ᾽· ἐπεὶ τό γ᾽ εὐσεβὲς
μόνοις παρ᾽ ὑμῖν ηὗρον ἀνθρώπων ἐγὼ
καὶ τοὐπιεικὲς καὶ τὸ μὴ ψευδοστομεῖν.
εἰδὼς δ᾽ ἀμύνω τοῖσδε τοῖς λόγοις τάδε·
ἔχω γὰρ ἅχω διὰ σὲ κοὐκ ἄλλον βροτῶν.
1130 καί μοι χέρ᾽, ὦναξ, δεξιὰν ὄρεξον, ὡς
ψαύσω, φιλήσω τ᾽, εἰ θέμις, τὸ σὸν κάρα.
καίτοι τί φωνῶ; πῶς σ᾽ ἂν ἄθλιος γεγὼς
θιγεῖν θελήσαιμ᾽ ἀνδρὸς ᾧ τίς οὐκ ἔνι
κηλὶς κακῶν ξύνοικος; οὐκ ἔγωγέ σε,
1135 οὐδ᾽ οὖν ἐάσω· τοῖς γὰρ ἐμπείροις βροτῶν
μόνοις οἷόν τε συνταλαιπωρεῖν τάδε.
σὺ δ᾽ αὐτόθεν μοι χαῖρε, καὶ τὰ λοιπά μου
μέλου δικαίως, ὥσπερ ἐς τόδ᾽ ἡμέρας.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΤΡΙΤΟ


ΧΟ. Ξένε περιπλανώμενε, για τον φρουρό σου τώρα δεν θα πεις
πως είναι ψευδομάντης· βλέπω τις κόρες γρήγορα
να φτάνουν, γυρίζουν πάλι πίσω.
ΟΙ. Πού; πες μου πού; τί είπες;
1100ΑΝ. Πατέρα μου, πατέρα, να ᾽δινε ο θεός να δεις κι εσύ
τον ήρωα, αυτόν τον άνθρωπο που εδώ μας έφερε κοντά σου.
ΟΙ. Αλήθεια, κόρη μου, είστε κι οι δύο εδώ;
ΑΝ. Αυτά τα χέρια του Θησέα μας έσωσαν
κι οι φίλτατοί του εταίροι.
ΟΙ. Κόρη μου, ελάτε τώρα στον πατέρα σας,
αφήστε με να ψηλαφήσω σώματα που δεν περίμενα
1105ποτέ να ξαναβρώ.
ΑΝ. Εκείνο που ζητάς θα γίνει. Χάρη σου ο πόθος μας.
ΟΙ. Πού είστε επιτέλους; πού;
ΑΝ. Εδώ κι οι δυο, στο πλάι σου.
ΟΙ. Βλαστάρια αγαπημένα μου.
ΑΝ. Κάθε παιδί αγαπημένο του πατέρα του.
ΟΙ. Στηρίγματά μου εσείς.
ΑΝ. Δύσμοιρα όμως, δύσμοιρου γονιού.
1110ΟΙ. Στα χέρια μου κρατώ ό,τι αγάπησε η ψυχή μου περισσότερο.
Μ᾽ εσάς στο πλάι μου, μήτε κι ο θάνατος θα ᾽ναι πανάθλιος.
Εμπρός, στηρίξτε με, καλές μου κόρες, σταθείτε πλάι μου,
δεξιά κι αριστερά, να γίνουμε ένα σώμα.
Βάλτε στα βάσανά μου τέλος,
στην έρημή μου περιπλάνηση.
1115Και τώρα πείτε μου τί έγινε, χωρίς λόγια πολλά.
Τα λίγα λόγια με τα λίγα χρόνια σας ταιριάζουν.
ΑΝ. Εδώ είναι ο σωτήρας μας. Αυτόν πρέπει, πατέρα μου,
ν᾽ ακούσεις, έτσι κι ο λόγος ο δικός μου θα βγει μικρός.
ΟΙ. Φιλόξενε άρχοντα, μην απορείς που υπερβάλλω,
1120αν τράβηξε πολύ ο λόγος μου με τα παιδιά μου,
που ανέλπιστα τα ξαναβλέπω. Ξέρω καλά, σ᾽ εσένα μόνον
την απόλαυση αυτή χρωστώ, σ᾽ άλλον κανένα.
Εσύ τις έσωσες τις κόρες μου, άλλος κανείς.
Είθε οι θεοί, όπως το θέλω, ν᾽ ανταμείψουν εσένα
1125και τη χώρα σου. Γιατί απ᾽ όλους τους ανθρώπους
σ᾽ εσένα μόνο βρήκα ευσέβεια, αλήθεια, επιείκεια.
Δώσ᾽ μου γι᾽ αυτό να σφίξω το δεξί σου χέρι, βασιλιά,
κι αν επιτρέπεται, στο μέτωπο να σε φιλήσω.
Όμως τί λόγος βγήκε από το στόμα μου; Εγώ, ένας άθλιος,
θέλω ν᾽ αγγίξω εσένα, τον αστιγμάτιστο, που το κακό
δεν σ᾽ άγγιξε καθόλου. Όχι, δεν θα το κάνω, μήτε θ᾽ αφήσω
να το δεχτείς κι εσύ. Γιατί μόνον αυτοί που δοκιμάστηκαν 1135
όπως εγώ, μπορούν μαζί μου τώρα να υποφέρουν.
Δέξου λοιπόν το χαίρε μου από μακριά· αλλά για τα λοιπά
να δείχνεις πάντα δίκαιη τη φροντίδα σου, όπως την έδειξες
μέσα στη μέρα αυτή.


ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Δε θα με πεις, πολυπλάνητε ξένε,
πως βιγλάτορας σού είμαι ψευτομάντης·
γιατί βλέπω τις κόρες σου εδώ, νά τις,
συνοδειά να ξανάρχονται κοντά μας.
ΟΙΔ. Πού, πού; πώς είπες; ΑΝΤ. Ω πατέρα,
πατέρα μου, ένας θεός και να ᾽ταν
1100να σου ᾽δινε να δεις τον άξιον άντρα,
που πίσω μάς ξανάφερε σε σένα.
ΟΙΔ. Εδώ είστε, κόρες μου, κι οι δυο σας;
ΑΝΤ. Εδώ και μας γλιτώσανε τα χέρια
του Θησέα και των άξιων του συντρόφων.
ΟΙΔ. Κοντά μου ελάτε, κόρες μου, και δώστε,
που δεν το ᾽λπιζα πια, στην αγκαλιά μου
να σας κρατήσω. ΑΝΤ. Όπως ζητάς θα γίνει,
και μεις τη χάρη αυτή ποθούμε. ΟΙΔ. Πού είστε,
πού είστε λοιπόν; ΑΝΤ. Νά μας κι οι δυο κοντά σου.
ΟΙΔ. Ω ακριβά μου βλαστάρια! ΑΝΤ. Στο γονιό τους
ακριβά πάντα τα παιδιά. ΟΙΔ. Ω δικά μου
εσείς στηρίγματα. ΑΝΤ. Δυστυχισμένου
δυστυχισμένο στήριγμα. ΟΙΔ. Ό,τι μου είναι
1110στον κόσμο πιο γλυκό κρατάω στα χέρια,
έτσι που πια πανάθλιος δε θα᾽ ταν
κι ο θάνατος, αφού κι οι δυο κοντά μου
θενά ᾽στε. Έλα, ακουμπήσετε, σφιχτείτε
κι απ᾽ τα δυο του πλευρά πάνω στο γέρο
πατέρα σας και κάμετέ τον νά ᾽βρει
ανάπαψη απ᾽ αυτούς πὄχει ως τα τώρα
τους κακούς κι άραχλους παραδαρμούς του.
Μα πείτε μου, όσο σύντομα μπορείτε,
τί γίνηκε· γιατί στις νέες τις κόρες
λίγα λόγια είν᾽ αρκετά. ΑΝΤ. Εδώ είναι
εκείνος που μας έσωσε κι αυτόν
πρέπει ν᾽ ακούσεις κι έτσι και για μένα
δε θα μείνουν πολλά πια να προστέσω.
ΟΙΔ. Μη σε ξαφνίζει, φίλε, αν δε χορταίνω
1120τόση ώρα να μιλώ με τα παιδιά μου,
που ξαναβρήκα ανέλπιστα. Το ξέρω
πως τη χαρά που απ᾽ αυτές δοκιμάζω,
σ᾽ άλλον κανένα δε χρωστώ· γιατί
συ μου τις γλίτωσες και κανείς άλλος.
Κι είθε οι θεοί να σου χαρίζουν όσα
θέλει για σε η καρδιά μου, και στον ίδιο
και στη χώρα σου αυτή, γιατί μονάχα
σε σας απ᾽ όλους τους ανθρώπους βρήκα
κι ευσέβεια στους θεούς κι ισιάδα σ᾽ όλα
κι έχθρα στο ψέμα· το είδα και το ξέρω
και μαρτυρώ τη χάρη, που όσ᾽ αν έχω
τα ᾽χω από σένα κι όχι απ᾽ όποιον άλλο.
1130Δώσε μου να σου σφίξω, βασιλιά μου,
το χέρι σου, κι αν μου το συγχωρείς
να σου φιλήσω το κεφάλι. Μα όχι,
τί λέγω; πώς να θέλω εγώ ο πανάθλιος
ν᾽ αγγίξεις έναν, που ποιό κρίμα υπάρχει
να μη σηκώνει επάνω του το στίγμα;
Δε θα θελήσω· μάλιστα ούτ᾽ εσένα
θ᾽ αφήσω· γιατί μόνο εκείνοι που ᾽ναι
μαθημένοι σ᾽ αυτά, μπορεί μαζί μου
να τα υποφέρουν· συ κι απ᾽ αυτού που είσαι
δέξου μου τις ευχές κι όπως ως τώρα
προστάτευέ με δίκαια και στο μέλλον.


ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΧΟΡ. Ω ξένε κοσμογυριστή, πως είμ᾽ εγώ, ο φρουρός σου,
ψευτοπροφήτης, δε θα πεις· γιατί τις δυο σου κόρες
τις βλέπω πάλι γλήγορα να ᾽ρχουνται εδώ με δούλους.
ΟΙΔ. Πού; πού; τί λες; πώς είπες μου; ΑΝΤ. Πατέρα μου, πατέρα,
1100αχ ποιός θεός να σου ᾽δινε το φως σου για να ιδείς
τον έξοχο αυτόν άνθρωπο, που εδώ σ᾽ εσέ μας στέλνει;
ΟΙΔ. Παιδιά μου, αλήθεια, είσαστ᾽ εδώ; ΑΝΤ. Τα χέρια του Θησέα
και των αγαπημένων του ανθρώπων μάς γλιτώσαν.
ΟΙΔ. Ζυγώστε τον πατέρα σας, παιδιά μου, και να πιάσω
δώστε μου τα κορμάκια σας, που δεν έλπιζα νά ᾽ρθουν.
ΑΝΤ. Ό,τι θα δοθεί ζητάς· γιατί ζητάς ό,τι είναι
και πόθος μας. ΟΙΔ. Πού είσαστε, πού; ΑΝΤ. Κι οι δυο είμαστε κοντά σου.
ΟΙΔ. Πολυακριβά βλαστάρια μου! ΑΝΤ. Πώς ο γονιός λατρεύει!
ΟΙΔ. Στηρίγματά μου. ΑΝΤ. Δύστυχα του κακομοίρη εσένα.
1110ΟΙΔ. Έχω τ᾽ αγαπημένα μου κι ούτε πια θα πεθάνω
σαν τρισκακόμοιρος, αφού βρίσκεστ᾽ εσείς κοντά μου.
Στηρίξτε με, παιδάκια μου, το δόλιο σας πατέρα,
σφιχτοκρατώντας με απ᾽ τα δυο πλευρά, και ξεκουράστε
το δύστυχο τριγυριστή, που πριν μονάχος του ήταν.
Και πέτε μου τά γίνηκαν σύντομα όσο μπορείτε,
γιατί στην ηλικία σας φτάνουν τα λίγα λόγια.
ΑΝΤ. Εδώ είν᾽ ο λυτρωτής· αυτόν πρέπει ν᾽ ακούσεις· κι έτσι
το πράγμα θα ᾽ναι σύντομο για μένα και για σένα.
ΟΙΔ. Να μη θαυμάζεις, φίλε μου, αν ίσως στα παιδιά μου,
1120που ανέλπιστα εδώ φάνηκαν, αδιάκοπα μιλάω.
Ξέρω όμως, ότι τη χαράν αυτή για τούτες μόνο
εσύ μου την προξένησες κι όχι κανένας άλλος,
γιατί τις έσωσες εσύ κι όχι κανένας άλλος.
Και να σου δώσουν οι θεοί καθώς εγώ το θέλω
σ᾽ εσένα και στη χώρα σου· γιατί σ᾽ εσάς μονάχα,
απ᾽ όπου κι αν εγύρισα εγώ ευλάβεια βρήκα
και ψυχοπόνια και να λέει το στόμα την αλήθεια.
Σ᾽ ευχαριστώ με τούτα μου τα λόγια, γιατί ξέρω
και τούτο: όσα έχω δηλαδή τα ᾽χω από σένα μόνο.
1130Και το δεξί το χέρι σου να πιάσω, βασιλιά μου,
δώσ᾽ μου και το κεφάλι σου να το φιλήσω, αν θέλεις.
Κι όμως τί λέω; πώς εγώ, κακόμοιρος, γυρεύω
εσύ ν᾽ αγγίξεις άνθρωπο, που και σαν ποιό δεν έχει
μόλεμα πάνω του; όχι, εγώ δε θέλω· κι αν το θέλεις,
δε θα σ᾽ αφήσω εγώ, γιατί μονάχα αυτοί, που ξέρουν
από κακά, μπορούν αυτά μαζί μου να υποφέρουν.
Κι εσένα αυτού όπου στέκεσαι, σε χαιρετώ και δίκια
να νοιάζεσαι απ᾽ εδώ κι εμπρός για μένα όπως ως τώρα.