Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (3.2.1-3.2.11)

[3.2.1] Ὁ μὲν δὴ Δερκυλίδας ταῦτα διαπραξάμενος καὶ λαβὼν ἐν ὀκτὼ ἡμέραις ἐννέα πόλεις, ἐβουλεύετο ὅπως ἂν μὴ ἐν τῇ φιλίᾳ χειμάζων βαρὺς εἴη τοῖς συμμάχοις, ὥσπερ Θίβρων, μηδ᾽ αὖ Φαρνάβαζος καταφρονῶν τῇ ἵππῳ κακουργῇ τὰς Ἑλληνίδας πόλεις. πέμπει οὖν πρὸς αὐτὸν καὶ ἐρωτᾷ πότερον βούλεται εἰρήνην ἢ πόλεμον ἔχειν. ὁ μέντοι Φαρνάβαζος νομίσας τὴν Αἰολίδα ἐπιτετειχίσθαι τῇ ἑαυτοῦ οἰκήσει Φρυγίᾳ, σπονδὰς εἵλετο.
[3.2.2] Ὡς δὲ ταῦτα ἐγένετο, ἐλθὼν ὁ Δερκυλίδας εἰς τὴν Βιθυνίδα Θρᾴκην ἐκεῖ διεχείμαζεν, οὐδὲ τοῦ Φαρναβάζου πάνυ τι ἀχθομένου· πολλάκις γὰρ οἱ Βιθυνοὶ αὐτῷ ἐπολέμουν. καὶ τὰ μὲν ἄλλα ὁ Δερκυλίδας ἀσφαλῶς φέρων καὶ ἄγων τὴν Βιθυνίδα καὶ ἄφθονα ἔχων τὰ ἐπιτήδεια διετέλει· ἐπειδὴ δὲ ἦλθον αὐτῷ παρὰ τοῦ Σεύθου πέραθεν σύμμαχοι τῶν Ὀδρυσῶν ἱππεῖς τε ὡς διακόσιοι καὶ πελτασταὶ ὡς τριακόσιοι, οὗτοι στρατοπεδευσάμενοι καὶ περισταυρωσάμενοι ἀπὸ τοῦ Ἑλληνικοῦ ὡς εἴκοσι στάδια, αἰτοῦντες φύλακας τοῦ στρατοπέδου τὸν Δερκυλίδαν τῶν ὁπλιτῶν, ἐξῇσαν ἐπὶ λείαν, καὶ πολλὰ ἐλάμβανον ἀνδράποδά τε καὶ χρήματα. [3.2.3] ἤδη δ᾽ ὄντος μεστοῦ τοῦ στρατοπέδου αὐτοῖς πολλῶν αἰχμαλώτων, καταμαθόντες οἱ Βιθυνοὶ ὅσοι τ᾽ ἐξῇσαν καὶ ὅσους κατέλιπον Ἕλληνας φύλακας, συλλεγέντες παμπλήθεις πελτασταὶ καὶ ἱππεῖς ἅμ᾽ ἡμέρᾳ προσπίπτουσι τοῖς ὁπλίταις ὡς διακοσίοις οὖσιν. ἐπειδὴ δ᾽ ἐγγὺς ἐγένοντο, οἱ μὲν ἔβαλλον, οἱ δ᾽ ἠκόντιζον εἰς αὐτούς. οἱ δ᾽ ἐπεὶ ἐτιτρώσκοντο μὲν καὶ ἀπέθνῃσκον, ἐποίουν δ᾽ οὐδὲν κατειργμένοι ἐν τῷ σταυρώματι ὡς ἀνδρομήκει ὄντι, διασπάσαντες τὸ αὑτῶν ὀχύρωμα ἐφέροντο εἰς αὐτούς· [3.2.4] οἱ δὲ ᾗ μὲν ἐκθέοιεν ὑπεχώρουν, καὶ ῥᾳδίως ἀπέφευγον πελτασταὶ ὁπλίτας, ἔνθεν δὲ καὶ ἔνθεν ἠκόντιζον, καὶ πολλοὺς αὐτῶν ἐφ᾽ ἑκάστῃ ἐκδρομῇ κατέβαλλον· τέλος δὲ ὥσπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες κατηκοντίσθησαν. ἐσώθησαν μέντοι αὐτῶν ἀμφὶ τοὺς πεντεκαίδεκα εἰς τὸ Ἑλληνικόν, καὶ οὗτοι, ἐπεὶ εὐθέως ᾔσθοντο τὸ πρᾶγμα, ἀποχωρήσαντες, ἐν τῇ μάχῃ διαπεσόντες ἀμελησάντων τῶν Βιθυνῶν. [3.2.5] ταχὺ δὲ ταῦτα διαπραξάμενοι οἱ Βιθυνοὶ καὶ τοὺς σκηνοφύλακας τῶν Ὀδρυσῶν Θρᾳκῶν ἀποκτείναντες, ἀπολαβόντες πάντα τὰ αἰχμάλωτα ἀπῆλθον· ὥστε οἱ Ἕλληνες ἐπεὶ ᾔσθοντο, βοηθοῦντες οὐδὲν ἄλλο ηὗρον ἢ νεκροὺς γυμνοὺς ἐν τῷ στρατοπέδῳ. ἐπεὶ μέντοι ἐπανῆλθον οἱ Ὀδρύσαι, θάψαντες τοὺς ἑαυτῶν καὶ πολὺν οἶνον ἐκπιόντες ἐπ᾽ αὐτοῖς καὶ ἱπποδρομίαν ποιήσαντες, ὁμοῦ δὴ τὸ λοιπὸν τοῖς Ἕλλησι στρατοπεδευσάμενοι ἦγον καὶ ἔκαον τὴν Βιθυνίδα.
[3.2.6] Ἅμα δὲ τῷ ἦρι ἀποπορευόμενος ὁ Δερκυλίδας ἐκ τῶν Βιθυνῶν ἀφικνεῖται εἰς Λάμψακον. ἐνταῦθα δ᾽ ὄντος αὐτοῦ ἔρχονται ἀπὸ τῶν οἴκοι τελῶν Ἄρακός τε καὶ Ναυβάτης καὶ Ἀντισθένης. οὗτοι δ᾽ ἦλθον ἐπισκεψόμενοι τά τε ἄλλα ὅπως ἔχοι τὰ ἐν τῇ Ἀσίᾳ, καὶ Δερκυλίδᾳ ἐροῦντες μένοντι ἄρχειν καὶ τὸν ἐπιόντα ἐνιαυτόν· ἐπιστεῖλαι δὲ σφίσιν αὐτοῖς τοὺς ἐφόρους καὶ συγκαλέσαντας τοὺς στρατιώτας εἰπεῖν ὡς ὧν μὲν πρόσθεν ἐποίουν μέμφοιντο αὐτοῖς, ὅτι δὲ νῦν οὐδὲν ἠδίκουν, ἐπαινοῖεν· καὶ περὶ τοῦ λοιποῦ χρόνου εἰπεῖν ὅτι ἂν μὲν ἀδικῶσιν, οὐκ ἐπιτρέψουσιν, ἂν δὲ δίκαια περὶ τοὺς συμμάχους ποιῶσιν, ἐπαινέσονται αὐτούς. [3.2.7] ἐπεὶ μέντοι συγκαλέσαντες τοὺς στρατιώτας ταῦτ᾽ ἔλεγον, ὁ τῶν Κυρείων προεστηκὼς ἀπεκρίνατο· Ἀλλ᾽, ὦ ἄνδρες Λακεδαιμόνιοι, ἡμεῖς μέν ἐσμεν οἱ αὐτοὶ νῦν τε καὶ πέρυσιν· ἄρχων δὲ ἄλλος μὲν νῦν, ἄλλος δὲ τὸ παρελθόν. τὸ οὖν αἴτιον τοῦ νῦν μὲν μὴ ἐξαμαρτάνειν, τότε δέ, αὐτοὶ ἤδη ἱκανοί ἐστε γιγνώσκειν. [3.2.8] συσκηνούντων δὲ τῶν τε οἴκοθεν πρέσβεων καὶ τοῦ Δερκυλίδα, ἐπεμνήσθη τις τῶν περὶ τὸν Ἄρακον ὅτι καταλελοίποιεν πρέσβεις τῶν Χερρονησιτῶν ἐν Λακεδαίμονι. τούτους δὲ λέγειν ἔφασαν ὡς νῦν μὲν οὐ δύναιντο τὴν Χερρόνησον ἐργάζεσθαι· φέρεσθαι γὰρ καὶ ἄγεσθαι ὑπὸ τῶν Θρᾳκῶν· εἰ δ᾽ ἀποτειχισθείη ἐκ θαλάττης εἰς θάλατταν, καὶ σφίσιν ἂν γῆν πολλὴν καὶ ἀγαθὴν εἶναι ἐργάζεσθαι καὶ ἄλλοις ὁπόσοι βούλοιντο Λακεδαιμονίων· ὥστ᾽ ἔφασαν οὐκ ἂν θαυμάζειν εἰ καὶ πεμφθείη τις Λακεδαιμονίων ἀπὸ τῆς πόλεως σὺν δυνάμει ταῦτα πράξων. [3.2.9] ὁ οὖν Δερκυλίδας πρὸς μὲν ἐκείνους οὐκ εἶπεν ἣν ἔχοι γνώμην ταῦτ᾽ ἀκούσας, ἀλλ᾽ ἔπεμψεν αὐτοὺς ἐπ᾽ Ἐφέσου διὰ τῶν Ἑλληνίδων πόλεων, ἡδόμενος ὅτι ἔμελλον ὄψεσθαι τὰς πόλεις ἐν εἰρήνῃ εὐδαιμονικῶς διαγούσας. οἱ μὲν δὴ ἐπορεύοντο. ὁ δὲ Δερκυλίδας ἐπειδὴ ἔγνω μενετέον ὄν, πάλιν πέμψας πρὸς τὸν Φαρνάβαζον ἐπήρετο πότερα βούλοιτο σπονδὰς ἔχειν καθάπερ διὰ τοῦ χειμῶνος ἢ πόλεμον. ἑλομένου δὲ τοῦ Φαρναβάζου καὶ τότε σπονδάς, οὕτω καταλιπὼν καὶ τὰς περὶ ἐκεῖνον πόλεις φιλίας ἐν εἰρήνῃ διαβαίνει τὸν Ἑλλήσποντον σὺν τῷ στρατεύματι εἰς τὴν Εὐρώπην, καὶ διὰ φιλίας τῆς Θρᾴκης πορευθεὶς καὶ ξενισθεὶς ὑπὸ Σεύθου ἀφικνεῖται εἰς Χερρόνησον. [3.2.10] ἣν καταμαθὼν πόλεις μὲν ἕνδεκα ἢ δώδεκα ἔχουσαν, χώραν δὲ παμφορωτάτην καὶ ἀρίστην οὖσαν, κεκακωμένην δέ, ὥσπερ ἐλέγετο, ὑπὸ τῶν Θρᾳκῶν, ἐπεὶ μετρῶν ηὗρε τοῦ ἰσθμοῦ ἑπτὰ καὶ τριάκοντα στάδια, οὐκ ἐμέλλησεν, ἀλλὰ θυσάμενος ἐτείχιζε, κατὰ μέρη διελὼν τοῖς στρατιώταις τὸ χωρίον· καὶ ἆθλα ὑποσχόμενος δώσειν τοῖς πρώτοις ἐκτειχίσασι, καὶ τοῖς ἄλλοις ὡς ἕκαστοι ἄξιοι εἶεν, ἀπετέλεσε τὸ τεῖχος ἀρξάμενος ἀπὸ ἠρινοῦ χρόνου πρὸ ὀπώρας. καὶ ἐποίησεν ἐντὸς τοῦ τείχους ἕνδεκα μὲν πόλεις, πολλοὺς δὲ λιμένας, πολλὴν δὲ κἀγαθὴν σπόριμον, πολλὴν δὲ πεφυτευμένην, παμπλήθεις δὲ καὶ παγκάλας νομὰς παντοδαποῖς κτήνεσι. [3.2.11] ταῦτα δὲ πράξας διέβαινε πάλιν εἰς τὴν Ἀσίαν.
Ἐπισκοπῶν δὲ τὰς πόλεις ἑώρα τὰ μὲν ἄλλα καλῶς ἐχούσας, Χίων δὲ φυγάδας ηὗρεν Ἀταρνέα ἔχοντας χωρίον ἰσχυρόν, καὶ ἐκ τούτου ὁρμωμένους φέροντας καὶ ἄγοντας τὴν Ἰωνίαν, καὶ ζῶντας ἀπὸ τούτου. πυθόμενος δὲ ὅτι πολὺς σῖτος ἐνῆν αὐτοῖς, περιστρατοπεδευσάμενος ἐπολιόρκει· καὶ ἐν ὀκτὼ μησὶ παραστησάμενος αὐτούς, καταστήσας ἐν αὐτῷ Δράκοντα Πελληνέα ἐπιμελητήν, καὶ κατασκευάσας ἐν τῷ χωρίῳ ἔκπλεω πάντα τὰ ἐπιτήδεια, ἵνα εἴη αὐτῷ καταγωγή, ὁπότε ἀφικνοῖτο, ἀπῆλθεν εἰς Ἔφεσον, ἣ ἀπέχει ἀπὸ Σάρδεων τριῶν ἡμερῶν ὁδόν. ]

[3.2.1] Ύστερα από τις επιτυχίες του —είχε καταλάβει εννιά πόλεις σ᾽ οχτώ μέρες— ο Δερκυλίδας έψαχνε τρόπο ώστε μήτε να περάσει τον χειμώνα σε φιλικό έδαφος και να γίνει βάρος στους συμμάχους όπως ο Θίβρων, μήτε όμως και ν᾽ αφήσει τον Φαρνάβαζο, με τη σιγουριά που του ᾽δινε η υπεροχή του ιππικού του, να λεηλατεί τις ελληνικές πόλεις. Έστειλε λοιπόν να τον ρωτήσει τί προτιμάει — ειρήνη ή πόλεμο; Ο Φαρνάβαζος, πιστεύοντας ότι η Αιολίδα αποτελούσε πια οχυρό ορμητήριο κι απειλούσε τη Φρυγία, όπου είχε ο ίδιος την έδρα του, διάλεξε ανακωχή.
[3.2.2] Μετά απ᾽ αυτά ο Δερκυλίδας πήγε να περάσει τον χειμώνα στη Θράκη της Βιθυνίας· τούτο δεν πολυστενοχώρησε τον Φαρνάβαζο, που βρισκόταν συχνά σε πόλεμο με τους Βιθυνούς. Το μεγαλύτερο διάστημα ο Δερκυλίδας λεηλατούσε ανενόχλητος τη Βιθυνία κι είχε άφθονα τα εφόδια. Αργότερα ωστόσο του ήρθαν σύμμαχοι από την αντικρινή όχθη, σταλμένοι από τον Σεύθη, κάπου διακόσιοι Οδρύσες ιππείς και τριακόσιοι πελταστές· αυτοί έστησαν περιφραγμένο στρατόπεδο περίπου είκοσι στάδια μακριά από το ελληνικό, ζήτησαν από τον Δερκυλίδα οπλίτες για να το φυλάνε κι άρχισαν να βγαίνουν για πλιάτσικο και να μαζεύουν πολλούς αιχμαλώτους και λάφυρα. [3.2.3] Είχε κιόλας γεμίσει το στρατόπεδό τους από δαύτα, όταν οι Βιθυνοί, μαθαίνοντας πόσοι έλειπαν έξω απ᾽ αυτό και πόσους Έλληνες είχαν αφήσει να το φρουρούν, συγκέντρωσαν πολλούς πελταστές κι ιππείς και τα ξημερώματα έκαναν επίθεση εναντίον των οπλιτών, που ήταν καμιά διακοσαριά. Σαν έφτασαν κοντά άρχισαν να τους χτυπάνε, άλλοι με δόρατα κι άλλοι μ᾽ ακόντια. Οι οπλίτες πάλι πληγώνονταν και σκοτώνονταν δίχως να μπορούν ν᾽ αμυνθούν, κλεισμένοι καθώς ήταν στο περίφραγμα που είχε ύψος ανθρώπου· γκρέμισαν λοιπόν την ίδια τους την οχύρωση κι έκαναν αντεπίθεση. [3.2.4] Όπου όμως εξορμούσαν, οι άλλοι οπισθοχωρούσαν —εύκολο ήταν σε πελταστές ν᾽ αποφεύγουν οπλίτες— και τους χτυπούσαν μ᾽ ακόντια από τα δύο πλάγια, σκοτώνοντας πολλούς σε κάθε έξοδό τους· τους υπόλοιπους τους αποτέλειωσαν μ᾽ ακόντια σαν μαντρωμένα ζώα. Σώθηκαν, είν᾽ αλήθεια, καμιά δεκαπενταριά κι έφτασαν στο ελληνικό στρατόπεδο — κι αυτοί όμως μονάχα επειδή το ᾽σκασαν μόλις κατάλαβαν τί γινόταν και ξεγλίστρησαν την ώρα της μάχης χωρίς να τους δώσουν σημασία οι Βιθυνοί. [3.2.5] Τούτοι τέλειωσαν γρήγορα ό,τι είχαν να κάνουν: σκότωσαν τους Οδρύσες που φύλαγαν τις σκηνές, πήραν όλα τα λάφυρα κι έφυγαν· μόλις το ᾽μαθαν οι Έλληνες κι έτρεξαν να βοηθήσουν, δεν βρήκαν στο στρατόπεδο παρά μόνο γυμνά πτώματα. Όταν πάλι γύρισαν οι Οδρύσες, έθαψαν τους νεκρούς τους, ήπιαν πολύ κρασί στη μνήμη τους κι οργάνωσαν ιπποδρομία· κατόπιν, στρατοπεδευμένοι αυτή τη φορά με τους Έλληνες, βάλθηκαν ξανά να ρημάζουν τη Βιθυνία με φωτιά και σίδερο.
[398 π.Χ.]
[3.2.6] Με την αρχή της άνοιξης ο Δερκυλίδας άφησε τη Βιθυνία και πήγε στη Λάμψακο. Εκεί τον συνάντησαν ο Άρακος, ο Ναυβάτης κι ο Αντισθένης, σταλμένοι από τις αρχές της Λακεδαίμονος για να μελετήσουν γενικά την κατάσταση στην Ασία και για να πουν του Δερκυλίδα να μείνει αρχηγός και τον επόμενο χρόνο. Είχαν κι εντολή από τους εφόρους, είπαν, να συνάξουν τους στρατιώτες και να τους διαβιβάσουν αποδοκιμασία για όσα έκαναν πρωτύτερα, αλλά και συγχαρητήρια γιατί τώρα δεν κάνουν καμιά παρανομία· είχαν ακόμη να τους ανακοινώσουν ότι μελλοντικά δεν θα τους επιτραπεί να παρανομούν, ενώ αν φερθούν δίκαια προς τους συμμάχους θα τους επαινέσουν. [3.2.7] Όταν τα ᾽παν αυτά στη σύναξη των στρατιωτών, τους αποκρίθηκε ο αρχηγός των αλλοτινών μισθοφόρων του Κύρου: «Μα εμείς, Λακεδαιμόνιοι, είμαστε οι ίδιοι με πέρσι — άλλον αρχηγό όμως είχαμε τότε κι άλλον έχουμε τώρα. Μόνοι σας λοιπόν μπορείτε να κρίνετε για ποιό λόγο άλλοτε κάναμε παραπτώματα και τώρα δεν κάνουμε».
[3.2.8] Την ώρα που οι απεσταλμένοι της Σπάρτης βρίσκονταν στην ίδια σκηνή με τον Δερκυλίδα, κάποιος από την ακολουθία του Αράκου θύμισε ότι είχαν αφήσει στη Λακεδαίμονα πρέσβεις των Χερσονησιωτών, που δήλωναν ότι δεν μπορούσαν πια να καλλιεργήσουν τη Χερσόνησο επειδή την καταλήστευαν οι Θράκες — ενώ αν χτιζόταν ένα προστατευτικό τείχος από τη μια θάλασσα ώς την άλλη θα υπήρχε άφθονη κι εύφορη γη να καλλιεργήσουν κι αυτοί κι όσοι Λακεδαιμόνιοι ήθελαν. Για τούτο, είπαν οι απεσταλμένοι, δεν θα τους παραξένευε αν η πόλη έστελνε κάποιον Λακεδαιμόνιο, με στρατό, γι᾽ αυτόν τον σκοπό.
[3.2.9] Ακούγοντάς τα αυτά ο Δερκυλίδας δεν τους είπε τί είχε στον νου του, παρά τους έστειλε να πάνε στην Έφεσο περνώντας από τις ελληνικές πόλεις: τον ευχαριστούσε ότι θα τις έβλεπαν να απολαμβάνουν ειρήνη κι ευημερία. Όταν αυτοί ξεκίνησαν, ο Δερκυλίδας, ξέροντας τώρα ότι θα ᾽μενε αρχηγός, έστειλε ξανά να ρωτήσει τον Φαρνάβαζο αν προτιμούσε να ᾽χουν ειρήνη, όπως τον χειμώνα, ή πόλεμο. Ο Φαρνάβαζος διάλεξε και πάλι ανακωχή. Τότε ο Δερκυλίδας, που μ᾽ αυτόν τον τρόπο εξασφάλιζε ειρήνη και για τις τριγύρω πόλεις, πέρασε με τον στρατό του από τον Ελλήσποντο στην ευρωπαϊκή όχθη και διασχίζοντας τις φιλικές περιοχές της Θράκης —τον φιλοξένησε ο Σεύθης— έφτασε στη Χερσόνησο.
[3.2.10] Εκεί διαπίστωσε πως υπήρχαν έντεκα δώδεκα πόλεις και πρώτης τάξεως γη, που τη ρήμαζαν όμως —όπως ακριβώς του ᾽χαν πει— οι Θράκες. Μετρώντας τον ισθμό βρήκε πως είχε πλάτος τριάντα εφτά στάδια· τότε, χωρίς να χάσει καιρό, έκανε θυσία κι άρχισε να κατασκευάζει τείχος, μοιράζοντας τη δουλειά στις μονάδες με την υπόσχεση ότι θα ᾽δινε βραβεία σ᾽ εκείνους που πρώτοι θα τέλειωναν το κομμάτι τους, και στους άλλους ανάλογα με την επίδοσή τους. Μ᾽ αυτόν τον τρόπο ολοκλήρωσε το τείχος —που ᾽χε αρχίσει μόλις την άνοιξη— πριν τελειώσει το καλοκαίρι· το ᾽χτισε έτσι που να κλείνει μέσα του έντεκα πόλεις, πολλά λιμάνια, πολλή και καλή γη για σπορά και πολλές φυτείες, καθώς και πάμπολλους θαυμάσιους βοσκότοπους για κάθε λογής ζώα. [3.2.11] Αφού τα ᾽κανε όλ᾽ αυτά, ξαναπέρασε αντίκρυ στην Ασία.
[397 π.Χ.]
Καθώς επισκοπούσε την κατάσταση των πόλεων, ο Δερκυλίδας είδε ότι όλα πήγαιναν καλά, με μιαν εξαίρεση: εξόριστοι από τη Χίο κατείχαν τον Αταρνέα, οχυρή τοποθεσία απ᾽ όπου έκαναν εξορμήσεις και καταλήστευαν την Ιωνία, ζώντας από τη λεηλασία. Σαν έμαθε πως είχαν πολύ στάρι, στρατοπέδευσε τριγύρω τους και τους πολιόρκησε. Σ᾽ οχτώ μήνες τους ανάγκασε να συνθηκολογήσουν· τότε διόρισε τον Δράκοντα τον Πελληνέα διοικητή του φρουρίου, το γέμισε με κάθε λογής εφόδια για να το ᾽χει ως βάση όποτε ερχόταν εκεί, και στη συνέχεια πήγε στην Έφεσο, που απέχει τρεις μέρες από τις Σάρδεις.