ΚΑΡ. Δε σε φυλάει καθόλου από το δάγκωμα
καταδότη. ΣΥΚ. Μα τί ξετσιπωσιά
είναι τούτη να με περιγελάτε!
Μα τί ζητάτ᾽ εδώ δε μολογάτε.
Τι για καλό δεν είστε μαζεμένοι.
ΚΑΡ. Να ξέρεις, όχι για καλό δικό σου!
ΣΥΚ. Ναι μά το Δία, με τα δικά μου πράματα
θα φάτε και θα πιείτε. ΚΑΡ. Μπα να σκάσεις890
και συ κι ο μάρτυράς σου μ᾽ αδειανή
την κοιλιά σας. ΣΥΚ. Αρνιόσαστε λοιπόν;
Νά, μέσα έχετε μπόλικα, ω βρομιάρηδες,
παστόψαρα και κρέας καλοψημένο!
(Οσμίζεται)
Ουμ! ουμ! ουμ! ουμ…
ΔΙΚ. Κακομοίρη, τί ρουθουνίζεις έτσι;
ΚΑΡ. Συνάχωσε, γιατί φοράει κουρέλια.
ΣΥΚ. Ω Δία κι όλ᾽ οι θεοί, δεν υποφέρω
να με περιγελούν. Αλλά, πώς θλίβομαι
να μ᾽ αδικούν εμένα τίμιον άνθρωπο
και πατριώτη. ΔΙΚ. Συ τίμιος και πατριώτης;900
ΣΥΚ. Όσο κανένας άλλος. ΔΙΚ. Άι λοιπόν,
θα σε ρωτώ κι απάντα μου. ΣΥΚ. Τί πράμα;
ΔΙΚ. Είσαι γεωργός; ΣΥΚ. Μα για τρελό με πήρες;
ΔΙΚ. Μήπως έμπορος; ΣΥΚ. Ναι, το προφασίζομαι!
Χρειάζεται να γλιτώσω τα δοσίματα.
ΔΙΚ. Τί τέχνη ξέρεις; ΣΥΚ. Ποιός, εγώ; Καμία!
ΔΙΚ. Λοιπόν, αφού καμιά δουλειά δεν κάνεις,
το ψωμί σου από πού και πώς το βγάζεις;
ΣΥΚ. Εγώ φροντίζω για όλα τα ζητήματα
ατομικά ή δημόσια. ΔΙΚ. Συ; Και πώς;
ΣΥΚ. Κάνω το συμβουλάτορα του κόσμου.
ΔΙΚ. Αλλά πώς θα μπορούσες, λωποδύτη,
να ᾽σαι τίμιος, που πας και ανακατεύεσαι
σ᾽ αλλονώνε δουλειές και σε μισούνε;910
ΣΥΚ. Και δεν είναι δουλειά, ρε κουτορνίθι,
να ευεργετώ την πόλη, όσο μπορώ;
ΔΙΚ. Ευεργεσία το λες, παντού να χώνεις
την ουρά σου; ΣΥΚ. Και πώς, αφού βοηθάω
τους νόμους και κανένα δεν αφήνω
να τους πατά; ΔΙΚ. Μα η πολιτεία δεν έχει
δικαστάδες γι᾽ αυτήνε τη δουλειά;
ΣΥΚ. Και μηνυτής ποιός γίνεται; ΔΙΚ. Που θέλει.
ΣΥΚ. Εγώ το θέλω! Ώστε δικαίωμα έχω
το δημόσιο να προστατεύω εγώ.
ΔΙΚ. Μεγάλη λέρα έχει προστάτη η πόλη.920
Και δε σου αρέσει δα να κάθεσαι ήσυχα
και ξένοιαστα να ζεις; ΣΥΚ. Για αρνί με πήρες
να ζω δίχως φροντίδα στο κεφάλι;
ΔΙΚ. Δεν εννοείς λοιπόν ν᾽ αλλάξεις χούγια;
ΣΥΚ. Ουδ᾽ ακόμα κι αν μου ᾽δινες τον ίδιο
τον Πλούτο και τα μπάρσαμα του Βάττου.
|