ΚΟΡ., προς το Φιλοκλέωνα και το Βδελυκλέωνα, την ώρα που αυτοί φεύγουν.
Όπου θέλετε πια. Στο καλό, στο καλό!
Στους θεατές.
Θα μιλήσουμε τώρα σ᾽ εσάς,
1010τις χιλιάδες που κάθεστ᾽ εδώ,
θα σας πούμε δυο λόγια σωστά,
μα το νου σας, μην πάει και χαθούν
και του κάκου σκορπίσουν στη γη.
Τέτοιο πράμα οι αμόρφωτοι μόνο θεατές
το παθαίνουν· σ᾽ εσάς δεν ταιριάζει.
Όσοι λόγια σταράτα αγαπούνε ν᾽ ακούν,
ας προσέξουν σ᾽ αυτά που τους λέω.
Στους θεατές ο ποιητής λαχταρά πια να πει
το παράπονο που είχε κρυμμένο.
Ενώ τόσα τους είχε προσφέρει καλά,
τ᾽ άδικο είδε απ᾽ αυτούς δίχως λόγο·
άλλους πρώτα βοηθούσε ποιητές στα κρυφά
και χωρίς να το ξέρει κανένας·
ακλουθούσε το σύστημα αυτού του σοφού
του Ευρυκλή, του εγγαστρίμυθου μάντη,
1020μες σε ξένες χωνόταν κοιλιές, κωμικά
τότ᾽ ευρήματα πλήθος σκορπώντας,
αλλ᾽ αργότερα βγήκε κι αυτός φανερά
στο βαρύ κι επικίνδυνο αγώνα
χαλινάρια κρατώντας μουσών σπιτικών
κι όχι ξένων, σαν που έκανε πρώτα.
Κι ενώ πήγε ψηλά κι είδε τόσες τιμές
από σας, που κανένας ώς τότε
δεν τις είδε ποιητής, δεν ξιπάστηκε αυτός,
τα μυαλά του δεν πήραν αέρα·
τις παλαίστρες ποτέ με σκοπούς πονηρούς
δεν τις έφερε βόλτα όπως άλλοι·
και ποτέ του δεν είπε το «ναι» σε εραστή
που είχε πριν μιαν αγάπη και τώρα
του ζητούσε, από μίσος, να γράψει γι᾽ αυτήν
πικρούς στίχους μες στο έργο του· λέει:
«δεν την κάνω μεσίτρα τη μούσα μου εγώ,
τη συντρόφισσα αυτή της ζωής μου·»
από τότε που βγήκε στο θέατρο, ποτέ
δε χτυπούσε κοινούς ανθρωπάκους·
1030με μεγάλη, με ηράκλεια στα στήθη του ορμή,
στα θεριά τα τεράστια ριχνόταν·
στο φριχτό ατσαλοδόντικο απάνω θεριό
πήγε αδείλιαστα κι έπεσε αμέσως,
στο θεριό που απ᾽ τα μάτια του μέσα φωτιές
ξεπετιόνταν αδιάντροπης κούρβας,
που σκασμένων κολάκων κεφάλια εκατό
στο κεφάλι του σάλευαν γύρω
σαν κεφάλια φιδιών, που η φωνή του φωνή
ρεματιάς ξεριζώτρας, που φώκιας
είχε βρόμα, καμήλας φριχτό πισινό,
κι άπλυτα είχε αχαμνά σαν της Λάμιας.
Τέτοιο τέρας αντίκρισε, κι όμως στιγμή
δε φοβήθηκε, μα ούτε και δώρα
δεν τον πλάνεψαν· πάντα για σας πολεμά
κι ως τα σήμερα. Αργότερα πάλι,
πέρσι λέω, καταπιάστηκε μ᾽ άλλα δεινά,
τους γνωστούς πυρετούς, τους βραχνάδες,
που στραγγάλιζαν μέσα στις μαύρες νυχτιές
τους γονιούς σας, που πνίγαν παππούδες,
1040και ξαπλώνοντας πάνω στο στρώμα εκεινών
από σας που δε θέλουν μπελάδες
συγκολλούσαν δικόγραφα, κάτι χαρτιά,
μαρτυριές, γραπτούς όρκους, κλητεύσεις,
που πολλοί απ᾽ την τρομάρα πετιόταν ορθοί
και γραμμή στον πολέμαρχο τρέχαν.
Κι ενώ βρήκατ᾽ εσείς έναν τέτοιο γιατρό,
που τη χώρα απ᾽ αρρώστιες παστρεύει,
τον προδώσατε πέρσι, κι ας είχε σοφά
κι ολοκαίνουρια ευρήματα σπείρει·
δυστυχώς δεν τα νιώσατε εσείς καθαρά
και δε φτούρησαν κι έμειναν στείρα·
κι όμως, όταν προσφέρνει σπονδές ο ποιητής,
χίλιους όρκους στο Διόνυσο κάνει
πως ποτέ, σε καμιά κωμωδία, πιο καλά
δεν ακούστηκαν λόγια ώς τα τότε.
Είναι τούτο ντροπή για κεινούς από σας
που στο νόημα δεν μπήκαν αμέσως·
ο ποιητής μας δεν ξέπεσε διόλου, θαρρώ,
στη συνείδηση εκείνων που νιώθουν,
1050των ελπίδων του αν τ᾽ άρμα τσακίστηκε, ενώ
τους αντίπαλους άφηνε πίσω.
Αλλά τώρα κι εμπρός,
άνθρωποί μου παράξενοι εσείς, τους ποιητές
που πρωτότυπο κάτι ζητούνε να βρουν και να πουν
να τους γνοιάζεστε, να᾽ χετε αγάπη γι᾽ αυτούς πιο πολλή·
τα γεννήματα του άξιου τους νου
στις κασέλες σας μέσα φυλάτε τα, εκεί
που φυλάτε κυδώνια. Αν το κάνετε αυτό, ολοχρονίς
τα σκουτιά σας, ω ναι!,
θα μυρίζουν… ξυπνάδα.
|