Και ο Πενθέας ο άμοιρος,
που δεν έβλεπε το πλήθος των γυναικών, είπε:
«Ξένε, από εδώ που στεκόμαστε
1060το βλέμμα μου δεν φτάνει τις ψευτομαινάδες.
Αν όμως ανεβώ πάνω στο ύψωμα,
αν σκαρφαλώσω στον υψηλό αυχένα ενός ελάτου,
θα δω καλά τα αίσχη των μαινάδων.»
Και αμέσως βλέπω το θαύμα του ξένου.
Έπιασε την ουρανομήκη κορυφή ενός ελάτου
1065και την έφερνε, την έφερνε, την έφερνε στο μαύρο χώμα.
Ελύγιζε όπως λυγίζει το τόξο ή όπως ο κυρτός τροχός
παίρνει το σχήμα που χάραξε ο τόρνος.
Έτσι ο ξένος,
οδηγώντας με τα χέρια του το κλωνάρι των βουνών,
το χαμήλωνε στο χώμα
—τα έργα του δεν ήσαν έργα ενός θνητού.
1070Στερέωσε τον Πενθέα πάνω στα ελάτινα κλαδιά
και ανάμεσα στις παλάμες του άφηνε απαλά το βλαστάρι
να πάει ψηλά,
προσέχοντας να μην εκτιναχθεί.
Υψώθη ορθό στον ορθό ουρανό,
με τον αφέντη καθισμένο στη ράχη του.
1075Όμως πιο πολύ τον είδαν παρά που είδε τις μαινάδες.
Γιατί καλά καλά δεν πρόφτασε να φανεί καθισμένος ψηλά,
και άξαφνα ο ξένος είχε γίνει άφαντος.
Μια φωνή —πιστεύω του Διονύσου—
αντήχησε από το βάθος του αιθέρα:
«Γυναίκες, φέρνω εκείνον που χλευάζει εσάς,
1080εμένα και τα όργιά μου.
Τιμωρήστε τον».
Όσο μιλούσε, ανάμεσα στον ουρανό και στη γη
είχε απλωθεί ένα φως ιερού πυρός.
Σίγησε ο αιθέρας,
σίγησαν τα φύλλα στο δασωμένο φαράγγι,
1085φωνή αγριμιού δεν άκουγες.
Οι μαινάδες δεν άκουσαν καθαρά τον ήχο,
σηκώθηκαν ορθές κι έφεραν ένα γύρο το κεφάλι.
Εκείνος τις κάλεσε πάλι.
Όταν οι κόρες του Κάδμου αναγνώρισαν την προσταγή του Βάκχου,
που ήχησε ολοκάθαρη,
1090όρμησαν γρήγορες σαν το περιστέρι
—και μαζί τους οι βάκχες όλες.
Μέσα από την κοίτη του χειμάρρου και από γκρεμούς πηδούσαν,
ξέφρενες από τις πνοές του θεού.
1095Μόλις είδαν τον αφέντη μου καθισμένο επάνω στο έλατο,
ανέβηκαν σ᾽ ένα βράχο που υψωνόταν απέναντι σαν πύργος
και άρχισαν να του ρίχνουν πέτρες με όλη τους τη δύναμη
και να εξακοντίζουν ελάτινους κλώνους.
Άλλες πετούσαν μέσα από τον αιθέρα θύρσους
1100σημαδεύοντας τον Πενθέα —ένα στόχο θλιβερό—
όμως ματαίως.
Πιο ψηλά και από τον ζήλο τους καθόταν ο άμοιρος,
παγιδευμένος και αμήχανος.
Στο τέλος, έσκαβαν τις ρίζες
και με κλάδους δρυός, λοστούς όχι από σίδερο,
πάλευαν να ξεριζώσουν το έλατο.
|