Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Συμπόσιον (206e-208b)


Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη. τί δὴ οὖν τῆς γεννήσεως; ὅτι ἀειγενές ἐστι καὶ ἀθάνατον ὡς θνητῷ ἡ γέννησις. [207a] ἀθανασίας δὲ ἀναγκαῖον ἐπιθυμεῖν μετὰ ἀγαθοῦ ἐκ τῶν ὡμολογημένων, εἴπερ τοῦ ἀγαθοῦ ἑαυτῷ εἶναι ἀεὶ ἔρως ἐστίν. ἀναγκαῖον δὴ ἐκ τούτου τοῦ λόγου καὶ τῆς ἀθανασίας τὸν ἔρωτα εἶναι.
Ταῦτά τε οὖν πάντα ἐδίδασκέ με, ὁπότε περὶ τῶν ἐρωτικῶν λόγους ποιοῖτο, καί ποτε ἤρετο Τί οἴει, ὦ Σώκρατες, αἴτιον εἶναι τούτου τοῦ ἔρωτος καὶ τῆς ἐπιθυμίας; ἢ οὐκ αἰσθάνῃ ὡς δεινῶς διατίθεται πάντα τὰ θηρία ἐπειδὰν γεννᾶν ἐπιθυμήσῃ, καὶ τὰ πεζὰ καὶ τὰ πτηνά, νοσοῦντά τε [207b] πάντα καὶ ἐρωτικῶς διατιθέμενα, πρῶτον μὲν περὶ τὸ συμμιγῆναι ἀλλήλοις, ἔπειτα περὶ τὴν τροφὴν τοῦ γενομένου, καὶ ἕτοιμά ἐστιν ὑπὲρ τούτων καὶ διαμάχεσθαι τὰ ἀσθενέστατα τοῖς ἰσχυροτάτοις καὶ ὑπεραποθνῄσκειν, καὶ αὐτὰ τῷ λιμῷ παρατεινόμενα ὥστ᾽ ἐκεῖνα ἐκτρέφειν, καὶ ἄλλο πᾶν ποιοῦντα. τοὺς μὲν γὰρ ἀνθρώπους, ἔφη, οἴοιτ᾽ ἄν τις ἐκ λογισμοῦ ταῦτα ποιεῖν· τὰ δὲ θηρία τίς αἰτία οὕτως [207c] ἐρωτικῶς διατίθεσθαι; ἔχεις λέγειν;
Καὶ ἐγὼ αὖ ἔλεγον ὅτι οὐκ εἰδείην· ἣ δ᾽ εἶπεν, Διανοῇ οὖν δεινός ποτε γενήσεσθαι τὰ ἐρωτικά, ἐὰν ταῦτα μὴ ἐννοῇς;
Ἀλλὰ διὰ ταῦτά τοι, ὦ Διοτίμα, ὅπερ νυνδὴ εἶπον, παρὰ σὲ ἥκω, γνοὺς ὅτι διδασκάλων δέομαι. ἀλλά μοι λέγε καὶ τούτων τὴν αἰτίαν καὶ τῶν ἄλλων τῶν περὶ τὰ ἐρωτικά.
Εἰ τοίνυν, ἔφη, πιστεύεις ἐκείνου εἶναι φύσει τὸν ἔρωτα, οὗ πολλάκις ὡμολογήκαμεν, μὴ θαύμαζε. ἐνταῦθα γὰρ [207d] τὸν αὐτὸν ἐκείνῳ λόγον ἡ θνητὴ φύσις ζητεῖ κατὰ τὸ δυνατὸν ἀεί τε εἶναι καὶ ἀθάνατος. δύναται δὲ ταύτῃ μόνον, τῇ γενέσει, ὅτι ἀεὶ καταλείπει ἕτερον νέον ἀντὶ τοῦ παλαιοῦ, ἐπεὶ καὶ ἐν ᾧ ἓν ἕκαστον τῶν ζῴων ζῆν καλεῖται καὶ εἶναι τὸ αὐτό — οἷον ἐκ παιδαρίου ὁ αὐτὸς λέγεται ἕως ἂν πρεσβύτης γένηται· οὗτος μέντοι οὐδέποτε τὰ αὐτὰ ἔχων ἐν αὑτῷ ὅμως ὁ αὐτὸς καλεῖται, ἀλλὰ νέος ἀεὶ γιγνόμενος, τὰ δὲ ἀπολλύς, καὶ κατὰ τὰς τρίχας καὶ σάρκα καὶ ὀστᾶ καὶ [207e] αἷμα καὶ σύμπαν τὸ σῶμα. καὶ μὴ ὅτι κατὰ τὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ψυχὴν οἱ τρόποι, τὰ ἤθη, δόξαι, ἐπιθυμίαι, ἡδοναί, λῦπαι, φόβοι, τούτων ἕκαστα οὐδέποτε τὰ αὐτὰ πάρεστιν ἑκάστῳ, ἀλλὰ τὰ μὲν γίγνεται, τὰ δὲ ἀπόλλυται. πολὺ δὲ τούτων ἀτοπώτερον ἔτι, ὅτι καὶ αἱ ἐπιστῆμαι [208a] μὴ ὅτι αἱ μὲν γίγνονται, αἱ δὲ ἀπόλλυνται ἡμῖν, καὶ οὐδέποτε οἱ αὐτοί ἐσμεν οὐδὲ κατὰ τὰς ἐπιστήμας, ἀλλὰ καὶ μία ἑκάστη τῶν ἐπιστημῶν ταὐτὸν πάσχει. ὃ γὰρ καλεῖται μελετᾶν, ὡς ἐξιούσης ἐστὶ τῆς ἐπιστήμης· λήθη γὰρ ἐπιστήμης ἔξοδος, μελέτη δὲ πάλιν καινὴν ἐμποιοῦσα ἀντὶ τῆς ἀπιούσης μνήμην σῴζει τὴν ἐπιστήμην, ὥστε τὴν αὐτὴν δοκεῖν εἶναι. τούτῳ γὰρ τῷ τρόπῳ πᾶν τὸ θνητὸν σῴζεται, οὐ τῷ παντάπασιν τὸ αὐτὸ ἀεὶ εἶναι ὥσπερ τὸ [208b] θεῖον, ἀλλὰ τῷ τὸ ἀπιὸν καὶ παλαιούμενον ἕτερον νέον ἐγκαταλείπειν οἷον αὐτὸ ἦν. ταύτῃ τῇ μηχανῇ, ὦ Σώκρατες, ἔφη, θνητὸν ἀθανασίας μετέχει, καὶ σῶμα καὶ τἆλλα πάντα· ἀθάνατον δὲ ἄλλῃ. μὴ οὖν θαύμαζε εἰ τὸ αὑτοῦ ἀποβλάστημα φύσει πᾶν τιμᾷ· ἀθανασίας γὰρ χάριν παντὶ αὕτη ἡ σπουδὴ καὶ ὁ ἔρως ἕπεται.
Καὶ ἐγὼ ἀκούσας τὸν λόγον ἐθαύμασά τε καὶ εἶπον Εἶεν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ σοφωτάτη Διοτίμα, ταῦτα ὡς ἀληθῶς οὕτως ἔχει;


«Πάρα πολύ, βέβαια, είπε. Αλλά, γιατί ποθεί τη γέννα; Επειδή η γέννα είναι, για ένα θνητό πλάσμα, κάτι που αναπαράγεται ατελεύτητα, και αθάνατο. [207a] Λοιπόν, ο άνθρωπος οπωσδήποτε ποθεί την αθανασία, συνοδευόμενη από ευτυχία, σύμφωνα μ᾽ όσα συνομολογήσαμε, αν βέβαια ο έρωτας είναι πόθος της απόχτησης της παντοτινής ευτυχίας. Λοιπόν, απ᾽ αυτό τον συλλογισμό προκύπτει ότι ο έρωτας αναπόφευκτα είναι και πόθος για αθανασία».
Λοιπόν, όλ᾽ αυτά μου δίδασκε η Διοτίμα κάθε φορά που πραγματευόταν το θέμα του έρωτα, και κάποια μέρα με ρώτησε: «Σωκράτη, τί φαντάζεσαι ότι είναι αιτία αυτού του έρωτα κι αυτού του πόθου; Δεν παρατήρησες πόσο εκνευρισμένα δείχνουν όλα τα ζώα, όταν τα κυριεύει η επιθυμία να γεννήσουν, και τα χερσαία και τα πτηνά, αρρωστημένα [207b] όλα και με ερωτικές εξάψεις, πρώτα πρώτα για να σμίξουν ερωτικά μεταξύ τους κι έπειτα για να θρέψουν αυτά που έφεραν στον κόσμο κι είναι πρόθυμα να δώσουν μάχη, τα πιο αδύναμα ενάντια στα πιο δυνατά, για να τα υπερασπιστούν, και να βαδίσουν στο θάνατο γι᾽ αυτά· τα ίδια τους να λιμοκτονούν, για να έχουν να δώσουν τροφή σ᾽ εκείνα, και τα παρόμοια καμώματά τους να μην έχουν τέλος; Βέβαια, είπε, όσο για τους ανθρώπους θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι τα κάνουν αυτά από υπολογισμό· για τα ζώα όμως, ποιά η αιτία μιας τέτοιας [207c] ερωτικής συμπεριφοράς; Μπορείς να μου το εξηγήσεις;»
Κι εγώ πάλι της έλεγα ότι έχω άγνοια. Κι αυτή είπε: «Περνά λοιπόν απ᾽ το μυαλό σου ότι κάποτε θα γίνεις αυθεντία στα θέματα του έρωτα, αν δεν κατανοείς όλ᾽ αυτά;»
«Μα, Διοτίμα, σου το είπα τώρα δα, γι᾽ αυτόν ακριβώς το λόγο επιδίωξα να σε συναντήσω, γιατί κατάλαβα ότι χρειάζομαι δασκάλους. Πες μου λοιπόν, για ποιά αιτία συμβαίνουν τα παραπάνω και τ᾽ άλλα που έχουν να κάνουν με το φαινόμενο έρωτας».
«Λοιπόν, μου είπε, αν είσαι πεπεισμένος ότι από τη φύση του ο έρωτας έχει αντικείμενο εκείνο, για το οποίο πολλές φορές μείναμε σύμφωνοι, μην απορείς. Γιατί και στην περίπτωσή τους, [207d] για τον ίδιο λόγο που επικαλεστήκαμε εκεί, η θνητή φύση επιδιώκει να είναι, στο μέτρο του δυνατού, αιώνια και αθάνατη. Κι ο μόνος τρόπος να το πετύχει αυτό είναι η γέννα, γιατί πάντοτε αφήνει στη θέση του παλιού κάτι καινούργιο, παρόμοιο — πράγματι, όταν λέμε ότι κάθε ζωντανό ον βρίσκεται στη ζωή και παραμένει το ίδιο (λόγου χάρη, έναν άνθρωπο, από μικρό παιδί κι ως τα γεράματα, τον φωνάζουμε με το ίδιο όνομα· πράγματι, αυτός δεν παύει ποτέ να θεωρείται το ίδιο πρόσωπο, παρόλο που τα στοιχεία που τον αποτελούν δεν παραμένουν τα ίδια, αλλά ασταμάτητα αποχτά νέα στοιχεία, ενώ άλλα στοιχεία του χάνονται· ο λόγος για το τρίχωμα και για τις σάρκες και για τα οστά και [207e] για το αίμα και για το σώμα στο σύνολό του). Και οι αλλαγές δεν περιορίζονται στη σωματική μας υπόσταση, αλλά και σ᾽ ό,τι φορά στον ψυχικό μας κόσμο: οι διαθέσεις μας, ο χαρακτήρας μας, οι αντιλήψεις και οι επιθυμίες μας, οι ηδονές μας, οι λύπες μας, οι φόβοι μας, τίποτ᾽ απ᾽ αυτά δεν παραμένει αναλλοίωτο στον καθένα μας, αλλά άλλα εμφανίζονται, άλλα χάνονται. Και συμβαίνει και κάτι πολύ πιο παράξενο απ᾽ αυτά, ότι και οι γνώσεις μας, [208a] όχι μόνο άλλες αποχτιένται κι άλλες χάνονται και ουδέποτε στον τομέα των γνώσεων μένουμε στο ίδιο επίπεδο, αλλά και με καθεμιά ξεχωριστά από τις γνώσεις μας το ίδιο συμβαίνει. Γιατί αυτό που αποκαλούμε μελέτη προϋποθέτει ότι η γνώση εγκαταλείπει το πνεύμα μας· γιατί λήθη είναι η αποχώρηση της γνώσης από το πνεύμα μας, ενώ η μελέτη, αντίθετα, δημιουργώντας νέο απόθεμα γνώσης στη θέση εκείνης που αποχώρησε, κρατά ζωντανή τη γνώση, έτσι που να δημιουργείται η εντύπωση ότι παραμένει η ίδια. Γιατί μ᾽ αυτό τον τρόπο συνεχίζει την ύπαρξή του το κάθε θνητό ον, όχι με το να παραμένει αυτό πέρα για πέρα το ίδιο, όπως το [208b] θεϊκό, αλλά με το ότι το κάθε στοιχείο του που αποχωρεί και γερνά αφήνει στη θέση του ένα καινούργιο, παρόμοιο μ᾽ αυτό που το ίδιο του ήταν. Μ᾽ αυτή λοιπόν τη διαδικασία, Σωκράτη, μου είπε, η θνητή φύση αποχτά μερίδιο στην αθανασία, και σ᾽ ό,τι αφορά στο σώμα και σ᾽ όλα τ᾽ άλλα· αλλά η αθάνατη, με άλλη διαδικασία. Λοιπόν, μη σε παραξενεύει το ότι από ένστικτο το κάθε ον θεωρεί πολύτιμο το βλαστάρι του· γιατί αυτό το ενδιαφέρον κι αυτός ο έρωτας συνοδεύει τον καθένα στην επιδίωξη του για αθανασία».
Κι εγώ ακούοντας τα λόγια της παραξενεύτηκα και είπα: «Έλα τώρα, της είπα, πάνσοφη Διοτίμα, ανταποκρίνονται πράγματι στην αλήθεια αυτά;»