Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (1044-1095)

ΣΤΑΣΙΜΟΝ Β΄


ΧΟ. εἴην ὅθι δαΐων [στρ. α]
1045 ἀνδρῶν τάχ᾽ ἐπιστροφαὶ
τὸν χαλκοβόαν Ἄρη
μείξουσιν, ἢ πρὸς Πυθίαις
ἢ λαμπάσιν ἀκταῖς,
1050 οὗ πότνιαι σεμνὰ τιθηνοῦνται τέλη
θνατοῖσιν, ὧν καὶ χρυσέα
κλῂς ἐπὶ γλώσσᾳ βέβα-
κε προσπόλων Εὐμολπιδᾶν·
ἔνθ᾽ οἶμαι τὸν ἐγρεμάχαν
1055 Θησέα καὶ τὰς διστόλους
ἀδμῆτας ἀδελφὰς
αὐτάρκει τάχ᾽ ἐμμείξειν βοᾷ
τούσδ᾽ ἀνὰ χώρους·

ἤ που τὸν ἐφέσπερον [αντ. α]
1060 πέτρας νιφάδος πελῶσ᾽
Οἰάτιδος ἐκ νομοῦ,
πώλοισιν ἢ ῥιμφαρμάτοις
φεύγοντες ἁμίλλαις.
1065 ἁλώσεται· δεινὸς ὁ προσχωρῶν Ἄρης,
δεινὰ δὲ Θησειδᾶν ἀκμά.
πᾶς γὰρ ἀστράπτει χαλι-
νός, πᾶσα δ᾽ ὁρμᾶται †κατὰ
ἀμπυκτήρια φάλαρα πώλων†
1070 ἄμβασις, οἳ τὰν ἱππίαν
τιμῶσιν Ἀθάναν
καὶ τὸν πόντιον γαιάοχον
Ῥέας φίλον υἱόν.

ἔρδουσιν ἢ μέλλουσιν; ὡς [στρ. β]
1075 προμνᾶταί τί μοι
γνώμα τάχ᾽ ἐνδώσειν
τᾶν δεινὰ τλασᾶν, δεινὰ δ᾽ εὑ-
ρουσᾶν πρὸς αὐθαίμων πάθη.
τελεῖ, τελεῖ Ζεύς τι κατ᾽ ἆμαρ·
1080 μάντις εἴμ᾽ ἐσθλῶν ἀγώνων.
εἴθ᾽ ἀελλαία ταχύρρωστος πελειὰς
αἰθερίας νεφέλας κύρ-
σαιμ᾽ ἄνωθ᾽ ἀγώνων
ἐωρήσασα τοὐμὸν ὄμμα.

1085 ἰὼ θεῶν πάνταρχε, παν- [αντ. β]
τόπτα Ζεῦ, πόροις
γᾶς τᾶσδε δαμούχοις
σθένει ᾽πινικείῳ τὸν εὔ-
αγρον τελειῶσαι λόχον,
1090 σεμνά τε παῖς Παλλὰς Ἀθάνα.
καὶ τὸν ἀγρευτὰν Ἀπόλλω
καὶ κασιγνήταν πυκνοστίκτων ὀπαδὸν
ὠκυπόδων ἐλάφων, στέρ-
γω διπλᾶς ἀρωγὰς
1095 μολεῖν γᾷ τᾷδε καὶ πολίταις.

ΣΤΑΣΙΜΟ ΔΕΥΤΕΡΟ


Ας ήμουνα κι εγώ εκεί,
1045όπου σε λίγο αντιμέτωποι οι εχθροί
σε πόλεμο χαλκόφωνο θα σμίξουν,
στου Πυθικού θεού την άκρη ή στην ακτή
που τη φωτίζουν ιερές λαμπάδες.
Όπου οι σεβάσμιες θεές μυστήρια
1050συντηρούν σεμνά για τους θνητούς,
που με χρυσό κλειδί τη γλώσσα τους
κλειδώνουν οι ιερείς του Ευμόλπου.
Εκεί κι εγώ φαντάζομαι, έμπειρο
1055τον Θησέα μαχητή, σε μάχη σμίγοντας
που θα κριθεί σ᾽ αυτούς τους τόπους,
τις δυο παρθένες αδελφές να συναντήσει,
αυτές που οι Θηβαίοι τις πήραν,
τη μια μετά την άλλη.

Εκτός κι αν πέρασαν της Οίας το λιβάδι
1060και τώρα προχωρούν στα δυτικά, στον χιονισμένο
βράχο στρίβοντας, κι επήραν δρόμο φεύγοντας,
ποιός θα προφτάσει πρώτος με τ᾽ άλογά τους,
με τα γοργά τους άρματα.
Δεν θα γλιτώσουν όμως, θα τους πιάσουν.
1065Είναι το μένος φοβερό και φοβερή
η παλικαριά των νέων του Θησέα.
Όλα τα χαλινάρια αστράφτουν, οι καβαλάρηδες
1070όλοι μαζί ορμούν τα φάλαρα κρατώντας, πιστοί
στην έφιππη Αθηνά, στον πελαγίσιο Ποσειδώνα, τον γιο
της Ρέας που ζώνει και τη γη.

Δρουν; Αδρανούν;
1075Κάτι μου λέει μέσα μου πως γρήγορα
θα πάψουν τα δεινά που υπέφεραν οι κόρες,
πάθη φριχτά από δικούς — της ίδιας φύτρας.
Ο Δίας θα δώσει τέλος, μέσα στη μέρα αυτή,
θα δώσει εκείνος τέλος.
Γίνομαι μάντης τώρα και προβλέπω
1080ένδοξο τον αγώνα.
Ας ήμουν περιστέρα, πιο γρήγορη
κι απ᾽ τον αγέρα, ψηλά πετώντας στα αιθέρια
νέφη, το μάτι μου το θέαμα να δει
αυτής της μάχης.

1085Ω Δία παντοκράτορα, ω Δία
παντεπόπτη, δώσε στους ενοίκους
αυτής της χώρας με επινίκιο σθένος
να τελειώσουν το κυνήγι αυτό,
κερδίζοντας το θήραμα.
1090Κι εσύ Αθηνά Παλλάδα, κόρη σεμνή
του Δία, άκουσε την ευχή μου.
Εύχομαι ακόμη ο θηρευτής Απόλλων,
μαζί κι η αδελφή του, που ελάφια ωκύποδα,
με δέρμα παρδαλό,
τη συνοδεύουν, ελάτε οι δυο σας
αρωγοί σ᾽ αυτή τη γη
1095και στους πολίτες της.


ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Να ᾽μουν εκεί που σε λίγο οι εχθροί
θα στραφούνε, να σμίξουν
σε μάχη χαλκόβουη,
ή στους Πυθίους κοντά,
ή στων Λαμπάδων κοντά τους γιαλούς,
1050όπου οι Σεβάσμιες θεές παραστέκουν,
για τους θνητούς, τις σεμνές τελετές
και το χρυσό των κλειδί
έχει σφραγίσει τη γλώσσα
των Ευμολπιδών λειτουργών των.
Εκεί, λογιάζω, στους τόπους αυτούς θ᾽ ανταμώσουν
ο αρματολάτης Θησέας κι οι δυο
οι αδερφές οι παρθένες
μέσα στης νίκης τη βουή.

Ή δυτικά μήπως έχουν στραφεί
1060του χιονισμένου βουνού
πέρ᾽ απ᾽ της Οίας τις βοσκές,
παίρνοντας δρόμο και δρόμο με τ᾽ άτια των
και τα γορτότροχα τ᾽ άρματα;
Μα θα τους φτάσουν, γιατ᾽ είναι
τρομάρα η ορμή των δικών μας
και φοβερή των παιδιών του Θησέα η αντρειά.
Γκέμι αστράφτει παντού κι απ᾽ ολούθε
χρυσά φάλαρα σειώντας
1070των καβαλάρηδων η φόρα χιμά, που τιμούν
την Ιππεία Αθηνά και τον πόντιο θεό
που τη γη περιζώνει
της Ρέας το γιο.

Να ᾽χουν αρχίσει ή να στέκουν ακόμα;
μα εμένα κάποια μου λέει από μέσα φωνή,
πως σε λίγο λουφάζουν τα πάθη για κείνες
που τράβηξαν τόσα, και τόσα τους βρήκαν δεινά
από ανθρώπους της ίδιας γενιάς των.
Το θάμα του ο Δίας θα κάμει,
αυτή την ημέρα θα κάμει·
1080μαντεύει η ψυχή μου τα τέλη του αγώνα καλά.
Είθε σα μια γοργοφτέρουγη
περιστέρα να μ᾽ έφερνε ο αγέρας
ως τα νέφη του αιθέρα
κι από ψηλά του πολέμου το θέαμα
να θωρούσε το μάτι μου.

Ω των θεών παντοκράτορα, Δία παντεπόπτη,
κι η κόρη του, δέσποινα εσύ
Παλλάδ᾽ Αθηνά,
δίνετε στους κυβερνήτες της χώρας μας
νίκη τρανή, να τελειώσουν
1090μ᾽ άγρη καλή την παγάνα που στήνουν.
Και σένα οι ευχές μου καλούν,
κυνηγάτορ᾽ Απόλλωνα,
και την αδερφή σου, που παίρνει από πίσω
τα γοργά παρδαλόστιχτα ελάφια,
να ᾽ρθείτε διπλοί βοηθοί
στην πόλην αυτή
και σε μας τους πολίτες.


ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Ας ήμουν εκεί όπου οι εχτροί [στρ. α]
γοργά πίσω γυρνώντας θα στήσουν
το χαλκόφωνο πόλεμο,
ή σιμά στου Πυθίου τους τόπους
ή σιμά στα λαμπρά τ᾽ ακρογιάλια,
όπου οι δυο πολυσέβαστες θεές
1050φροντίζουν τις σεμνές τελετές
για τους ανθρώπους, που με χρυσό
τους σφραγίζουν τη γλώσσα κλειδί
οι λειτουργοί των θεών Ευμολπίδαι·
σε τούτους τους τόπους, νομίζω,
ο τρανός πολεμάρχος Θησέας
και τις δύο παρθένες αδερφάδες
θα συναντήσει με πολέμου φωνή,
που είν᾽ αρκετή να τις σώσει.

Ή μήπως σιμώνουν στον τόπο [αντ. α]
1060το χιονοσκέπαστο, που είναι στη δύση,
απ᾽ το λιβάδι της Οίας,
καβάλα ή με γλήγορ᾽ αμάξια,
φεύγοντας με φόβο απ᾽ τη μάχη;
Θα τους πιάσουν· γιατί είναι οι ντόπιοι
πολεμιστάδες φοβεροί κι η αντρεία
τρομερή των αντρών του Θησέα.
Τα χαλινάρια όλ᾽ αστράφτουν· χιμίζουν
σαν φουρτούνα, όσο αφήνουν τα γκέμια
των αλόγων, οι καβαλάρηδες όλοι,
1070που την αλογαφέντρ᾽ Αθηνά προσκυνάνε
και το θαλασσινό της χώρας προστάτη,
της Ρέας τον αγαπημένο το γιο.

Πολεμούν ή διστάζουν; τι κάπως [στρ. β]
προμαντεύει μου ο νους, πως θα πάψουν
γλήγορα οι συφορές των παρθένων,
που υποφέρανε τόσα κακά
και που τόσες δοκίμασαν πίκρες
από δικούς τους. Θα κάμει, θα κάμει
σήμερα ο Δίας σαν κάτι τρανό.
1080Του πολέμου καλότυχο τέλος μαντεύω.
Μακάρι ας μπορούσα σαν περιστέρι
γληγορόδρομο γοργοπετώντας
απ᾽ τα νέφια ψηλά με τα ίδια μου μάτια
τον πόλεμο τούτο να ιδώ.

Άμποτε, Δία, των θεών κυβερνήτη, [αντ. β]
που όλα τα βλέπεις, να δώσεις
στους κατοίκους της χώρας αυτής
με νίκη μεγάλη σε τέλος να φέρουν
το καλότυχο αυτό τους κυνήγι,
1090κι εσύ σεμνομάτα παρθένα Παλλάδ᾽ Αθηνά.
Και τον Απόλλωνα τον κυνηγάρη
και την παρθέν᾽ αδερφή του, που κυνηγάει
τα παρδαλόμαλλα γληγορόδρομα λάφια,
παρακαλώ τους βοήθεια να ᾽ρθούνε
κι οι δυο τους σε τούτη τη χώρα
και στους κατοίκους.