185για το καράβι την Αργώ, ώστε κανείς πίσω να μην απομείνει [στρ. θ]
στης μάνας του το πλάι καθισμένος
κι ακίνδυνα τη ζωή του να περνάει,
αλλ᾽ ο καθένας να βρει με τ᾽ άλλα παλικάρια αντάμα,
ακόμα κι αν αυτό στοίχιζε τη ζωή του,
τον τρόπο τον λαμπρότερο να δείξει την αντρειά του.
Όταν κατέβη στην Ιωλκό των ναυτικών το άνθος,
ο Ιάσονας τους μέτρησε και τους επαίνεσε όλους.
190Και τότε ο μάντης που έδινε χρησμούς
απ᾽ τα πουλιά και τους ιερούς κλήρους, ο Μόψος,
πρόθυμα ανέβασα τους άντρες στο καράβι.
Κι όταν επάνω απ᾽ το έμβολο τις άγκυρες κρεμάσαν,
παίρνοντας το χρυσό κύπελλο στα χέρια, [αντ. θ]
εστάθηκε στην πρύμη ο αρχηγός
και στον πατέρα δεήθηκε των Ουρανιδών,
τον Δία τον λογχοκέραυνο, και για των κυμάτων την ορμή,
195και για τους ανέμους να είναι γρήγοροι, και για τις νύχτες,
και για τις στράτες του πελάγου, και για τις μέρες
να είναι πρόσχαρες, και για ωραίο γυρισμό.
Και από τα σύννεφα η βροντή μ᾽ αίσια λαλιά απεκρίθη,
κι οι λαμπερές ξεχύθηκαν της αστραπής αχτίδες,
κι οι ήρωες πήραν βαθιά ανάσα δίνοντας πίστη στα θεϊκά σημάδια.
200Τότε να πιάσουν τα κουπιά τούς πρότρεψε ο μάντης [επωδ. θ]
μιλώντας για γλυκές ελπίδες,
κι αρχίσανε οι γοργές παλάμες τους ακούραστα να λάμνουν.
Με του Νοτιά το φύσημα αρμενίζοντας,
εφτάσανε στο στόμα του Αφιλόξενου του Πόντου,
όπου έστησαν τέμενος ιερό του θαλάσσιου Ποσειδώνα.
205Εκεί βρήκαν κι ένα κοπάδι πυρότριχο ταύρων της Θράκης
και κοίλωμα βωμού νεόχτιστο με πέτρες.
Και σαν θα ξεκινούσανε για τον μεγάλο κίνδυνο,
στον δέσποτα των καραβιών δεηθήκαν
|