Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Πλοῦτος (850-884)


ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
850οἴμοι κακοδαίμων, ὡς ἀπόλωλα δείλαιος,
καὶ τρισκακοδαίμων καὶ τετράκις καὶ πεντάκις
καὶ δωδεκάκις καὶ μυριάκις· ἰοὺ ἰού.
οὕτω πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι.
ΚΑ. Ἄπολλον ἀποτρόπαιε καὶ θεοὶ φίλοι,
855τί ποτ᾽ ἐστὶν ὅ τι πέπονθεν ἅνθρωπος κακόν;
ΣΥ. οὐ γὰρ σχέτλια πέπονθα νυνὶ πράγματα,
ἀπολωλεκὼς ἅπαντα τἀκ τῆς οἰκίας
διὰ τὸν θεὸν τοῦτον, τὸν ἐσόμενον τυφλὸν
πάλιν αὖθις, ἤνπερ μὴ ᾽πιλίπωσιν αἱ δίκαι;
860ΔΙ. ἐγὼ σχεδὸν τὸ πρᾶγμα γιγνώσκειν δοκῶ.
προσέρχεται γάρ τις κακῶς πράττων ἀνήρ,
ἔοικε δ᾽ εἶναι τοῦ πονηροῦ κόμματος.
ΚΑ. νὴ Δία καλῶς τοίνυν ποιῶν ἀπόλλυται.
ΣΥ. ποῦ, ποῦ ᾽σθ᾽ ὁ μόνος ἅπαντας ἡμᾶς πλουσίους
865ὑποσχόμενος οὗτος ποήσειν εὐθέως,
εἰ πάλιν ἀναβλέψειεν ἐξ ἀρχῆς; ὁ δὲ
πολὺ μᾶλλον ἐνίους ἐστὶν ἐξολωλεκώς.
ΚΑ. καὶ τίνα δέδρακε δῆτα τοῦτ᾽; ΣΥ. ἐμὲ τουτονί.
ΚΑ. ἦ τῶν πονηρῶν ἦσθα καὶ τοιχωρύχων;
870ΣΥ. μὰ Δί᾽, οὐ μὲν οὖν ἐσθ᾽ ὑγιὲς ὑμῶν οὐδενός,
κοὐκ ἔσθ᾽ ὅπως οὐκ ἔχετέ μου τὰ χρήματα.
ΚΑ. ὡς σοβαρός, ὦ Δάματερ, εἰσελήλυθεν
ὁ συκοφάντης. δῆλον ὅτι βουλιμιᾷ.
ΣΥ. σὺ μὲν εἰς ἀγορὰν ἰὼν ταχέως οὐκ ἂν φθάνοις·
875ἐπὶ τοῦ τροχοῦ γὰρ δεῖ σ᾽ ἐκεῖ στρεβλούμενον
εἰπεῖν ἃ πεπανούργηκας. ΚΑ. οἰμώξἄρα σύ.
ΔΙ. νὴ τὸν Δία τὸν σωτῆρα, πολλοῦ γ᾽ ἄξιος
ἅπασι τοῖς Ἕλλησιν ὁ θεὸς οὗτος, εἰ
τοὺς συκοφάντας ἐξολεῖ κακοὺς κακῶς.
880ΣΥ. οἴμοι τάλας· μῶν καὶ σὺ μετέχων καταγελᾷς;
ἐπεὶ πόθεν θοἰμάτιον εἴληφας τοδί;
ἐχθὲς δ᾽ ἔχοντ᾽ εἶδόν σ᾽ ἐγὼ τριβώνιον.
ΔΙ. οὐδὲν προτιμῶ σου· φορῶ γὰρ πριάμενος
τὸν δακτύλιον τονδὶ παρ᾽ Εὐδάμου δραχμῆς.


ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
(Έρχεται σέρνοντας μαζί του κι ένα μάρτυρα)
Αλιά μου ο κακομοίρης, πάω ο δόλιος,850
και τρεις φορές και τέσσερες και πέντε
και δώδεκα και χίλιες κακομοίρης!
Οϊμένα! οϊμέ! Τί συμφορά με βρήκε!
ΚΑΡ. Απόλλωνα, που διώχνεις το κακό,
και σεις καλοί θεοί, τί να ᾽χει πάθει;
ΣΥΚ. Και λίγη τάχα συφορά με βρήκε,
αφού το σπίτι μου όλο μού το ρήμαξε
ετούτος ο θεός, που πρέπει πάλι
να τυφλωθεί, αν υπάρχει δικιοσύνη;
ΔΙΚ. Καταλαβαίνω κάπως τί συμβαίνει.860
Άνθρωπος είναι κακοπαθημένος,
μα μου φαίνεται κάλπικη μονέδα.
ΚΑΡ. Τότε καλά να πάθει, μά τον Δία.
ΣΥΚ. Πού ᾽ναι τος, πού ᾽ναι εκείνος που μας έταζε
λαγούς με πετραχήλια, να μας κάνει
όλους αράδα πλούσιους μοναχός του,
μόλις ξαναποχτούσε ως πριν το φως του;
Μα κατάστρεψε κόσμο και κοσμάκη.
ΚΑΡ. Ποιόνε λοιπόν κατάστρεψε; ΣΥΚ. Νά, εμένα!
ΚΑΡ. Μην είσαι απατεώνας και διαρρήχτης;
ΣΥΚ. Καθόλου, μά τον Δία. Μα εσείς, θαρρώ,
είστε όλοι του σκοινιού, του παλουκιού·870
σίγουρα εσείς μου πήρατε το «έχει» μου.
ΚΑΡ. Ω Δήμητρα, πολύ αγριεμένος ήρθε
ο καταδότης. Θα ψοφάει της πείνας.
ΣΥΚ. Στην αγορά θα σε τραβάν εσένα
και στον τροχόν απάνου στρεβλωμένος
τα κρίματά σου θαν τα μολογήσεις.
ΚΑΡ. Εσύ, θαρρώ. ΔΙΚ. Μά τον σωτήρα Δία,
πρέπει ο θεός απ᾽ όλους να τιμιέται
τους Έλληνες, αν είναι ν᾽ αφανίσει
κακήν κακώς τον κάθε καταδότη.
ΣΥΚ. Συφορά μου! Και συ με περιπαίζεις,
που πήρες μερτικό στα κλεψιμέικα;880
Γιατί πού το ᾽βρες τούτο εδώ το ρούχο,
που ίσαμε χτες φορούσες μιαν παλιάτσα;
ΔΙΚ. Δε σε φοβάμαι κι έχω φυλαχτό
για τα φίδια το δαχτυλίδι ετούτο
αγορασμένο μια δραχμή απ᾽ τον Εύδαμο.