ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
(Έρχεται σέρνοντας μαζί του κι ένα μάρτυρα)
Αλιά μου ο κακομοίρης, πάω ο δόλιος,850
και τρεις φορές και τέσσερες και πέντε
και δώδεκα και χίλιες κακομοίρης!
Οϊμένα! οϊμέ! Τί συμφορά με βρήκε!
ΚΑΡ. Απόλλωνα, που διώχνεις το κακό,
και σεις καλοί θεοί, τί να ᾽χει πάθει;
ΣΥΚ. Και λίγη τάχα συφορά με βρήκε,
αφού το σπίτι μου όλο μού το ρήμαξε
ετούτος ο θεός, που πρέπει πάλι
να τυφλωθεί, αν υπάρχει δικιοσύνη;
ΔΙΚ. Καταλαβαίνω κάπως τί συμβαίνει.860
Άνθρωπος είναι κακοπαθημένος,
μα μου φαίνεται κάλπικη μονέδα.
ΚΑΡ. Τότε καλά να πάθει, μά τον Δία.
ΣΥΚ. Πού ᾽ναι τος, πού ᾽ναι εκείνος που μας έταζε
λαγούς με πετραχήλια, να μας κάνει
όλους αράδα πλούσιους μοναχός του,
μόλις ξαναποχτούσε ως πριν το φως του;
Μα κατάστρεψε κόσμο και κοσμάκη.
ΚΑΡ. Ποιόνε λοιπόν κατάστρεψε; ΣΥΚ. Νά, εμένα!
ΚΑΡ. Μην είσαι απατεώνας και διαρρήχτης;
ΣΥΚ. Καθόλου, μά τον Δία. Μα εσείς, θαρρώ,
είστε όλοι του σκοινιού, του παλουκιού·870
σίγουρα εσείς μου πήρατε το «έχει» μου.
ΚΑΡ. Ω Δήμητρα, πολύ αγριεμένος ήρθε
ο καταδότης. Θα ψοφάει της πείνας.
ΣΥΚ. Στην αγορά θα σε τραβάν εσένα
και στον τροχόν απάνου στρεβλωμένος
τα κρίματά σου θαν τα μολογήσεις.
ΚΑΡ. Εσύ, θαρρώ. ΔΙΚ. Μά τον σωτήρα Δία,
πρέπει ο θεός απ᾽ όλους να τιμιέται
τους Έλληνες, αν είναι ν᾽ αφανίσει
κακήν κακώς τον κάθε καταδότη.
ΣΥΚ. Συφορά μου! Και συ με περιπαίζεις,
που πήρες μερτικό στα κλεψιμέικα;880
Γιατί πού το ᾽βρες τούτο εδώ το ρούχο,
που ίσαμε χτες φορούσες μιαν παλιάτσα;
ΔΙΚ. Δε σε φοβάμαι κι έχω φυλαχτό
για τα φίδια το δαχτυλίδι ετούτο
αγορασμένο μια δραχμή απ᾽ τον Εύδαμο.
|