Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (3.4.44-3.5.6)

[3.4.44] Ἐντεῦθεν ἐπορεύοντο ὡς ἐδύναντο τάχιστα. οἱ δ᾽ ἐπὶ τοῦ λόφου πολέμιοι ὡς ἐνόησαν αὐτῶν τὴν πορείαν ἐπὶ τὸ ἄκρον, εὐθὺς καὶ αὐτοὶ ὥρμησαν ἁμιλλᾶσθαι ἐπὶ τὸ ἄκρον. [3.4.45] καὶ ἐνταῦθα πολλὴ μὲν κραυγὴ ἦν τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατεύματος διακελευομένων τοῖς ἑαυτῶν, πολλὴ δὲ κραυγὴ τῶν ἀμφὶ Τισσαφέρνην τοῖς ἑαυτῶν διακελευομένων. [3.4.46] Ξενοφῶν δὲ παρελαύνων ἐπὶ τοῦ ἵππου παρεκελεύετο· Ἄνδρες, νῦν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα νομίζετε ἁμιλλᾶσθαι, νῦν πρὸς τοὺς παῖδας καὶ τὰς γυναῖκας, νῦν ὀλίγον πονήσαντες ἀμαχεὶ τὴν λοιπὴν πορευσόμεθα. [3.4.47] Σωτηρίδας δὲ ὁ Σικυώνιος εἶπεν· Οὐκ ἐξ ἴσου, ὦ Ξενοφῶν, ἐσμέν· σὺ μὲν γὰρ ἐφ᾽ ἵππου ὀχῇ, ἐγὼ δὲ χαλεπῶς κάμνω τὴν ἀσπίδα φέρων. [3.4.48] καὶ ὃς ἀκούσας ταῦτα καταπηδήσας ἀπὸ τοῦ ἵππου ὠθεῖται αὐτὸν ἐκ τῆς τάξεως καὶ τὴν ἀσπίδα ἀφελόμενος ὡς ἐδύνατο τάχιστα ἔχων ἐπορεύετο· ἐτύγχανε δὲ καὶ θώρακα ἔχων τὸν ἱππικόν· ὥστ᾽ ἐπιέζετο. καὶ τοῖς μὲν ἔμπροσθεν ὑπάγειν παρεκελεύετο, τοῖς δὲ ὄπισθεν παριέναι μόλις ἑπόμενος. [3.4.49] οἱ δ᾽ ἄλλοι στρατιῶται παίουσι καὶ βάλλουσι καὶ λοιδοροῦσι τὸν Σωτηρίδαν, ἔστε ἠνάγκασαν λαβόντα τὴν ἀσπίδα πορεύεσθαι. ὁ δὲ ἀναβάς, ἕως μὲν βάσιμα ἦν, ἐπὶ τοῦ ἵππου ἦγεν, ἐπεὶ δὲ ἄβατα ἦν, καταλιπὼν τὸν ἵππον ἔσπευδε πεζῇ. καὶ φθάνουσιν ἐπὶ τῷ ἄκρῳ γενόμενοι τοὺς πολεμίους.
[3.5.1] Ἔνθα δὴ οἱ μὲν βάρβαροι στραφέντες ἔφευγον ᾗ ἕκαστος ἐδύνατο, οἱ δὲ Ἕλληνες εἶχον τὸ ἄκρον. οἱ δὲ ἀμφὶ Τισσαφέρνην καὶ Ἀριαῖον ἀποτραπόμενοι ἄλλην ὁδὸν ᾤχοντο. οἱ δὲ ἀμφὶ Χειρίσοφον καταβάντες ἐστρατοπεδεύοντο ἐν κώμῃ μεστῇ πολλῶν ἀγαθῶν. ἦσαν δὲ καὶ ἄλλαι κῶμαι πολλαὶ πλήρεις πολλῶν ἀγαθῶν ἐν τούτῳ τῷ πεδίῳ παρὰ τὸν Τίγρητα ποταμόν. [3.5.2] ἡνίκα δ᾽ ἦν δείλη ἐξαπίνης οἱ πολέμιοι ἐπιφαίνονται ἐν τῷ πεδίῳ, καὶ τῶν Ἑλλήνων κατέκοψάν τινας τῶν ἐσκεδασμένων ἐν τῷ πεδίῳ καθ᾽ ἁρπαγήν· καὶ γὰρ νομαὶ πολλαὶ βοσκημάτων διαβιβαζόμεναι εἰς τὸ πέραν τοῦ ποταμοῦ κατελήφθησαν. [3.5.3] ἐνταῦθα Τισσαφέρνης καὶ οἱ σὺν αὐτῷ καίειν ἐπεχείρησαν τὰς κώμας. καὶ τῶν Ἑλλήνων μάλα ἠθύμησάν τινες, ἐννοούμενοι μὴ τὰ ἐπιτήδεια, εἰ καίοιεν, οὐκ ἔχοιεν ὁπόθεν λαμβάνοιεν. [3.5.4] καὶ οἱ μὲν ἀμφὶ Χειρίσοφον ἀπῇσαν ἐκ τῆς βοηθείας· ὁ δὲ Ξενοφῶν ἐπεὶ κατέβη, παρελαύνων τὰς τάξεις ἡνίκα ἀπὸ τῆς βοηθείας ἀπήντησαν οἱ Ἕλληνες ἔλεγεν· [3.5.5] Ὁρᾶτε, ὦ ἄνδρες Ἕλληνες, ὑφιέντας τὴν χώραν ἤδη ἡμετέραν εἶναι; ἃ γὰρ ὅτε ἐσπένδοντο διεπράττοντο, μὴ καίειν τὴν βασιλέως χώραν, νῦν αὐτοὶ καίουσιν ὡς ἀλλοτρίαν. ἀλλ᾽ ἐάν που καταλείπωσί γε αὑτοῖς ἐπιτήδεια, ὄψονται καὶ ἡμᾶς ἐνταῦθα πορευομένους. [3.5.6] ἀλλ᾽, ὦ Χειρίσοφε, ἔφη, δοκεῖ μοι βοηθεῖν ἐπὶ τοὺς καίοντας ὡς ὑπὲρ τῆς ἡμετέρας. ὁ δὲ Χειρίσοφος εἶπεν· Οὔκουν ἔμοιγε δοκεῖ· ἀλλὰ καὶ ἡμεῖς, ἔφη, καίωμεν, καὶ οὕτω θᾶττον παύσονται.

[3.4.44] Από κει ξεκίνησαν και προχωρούσαν, όσο μπορούσαν πιο γρήγορα. Μα οι εχθροί που βρίσκονταν στο λόφο, μόλις πήραν είδηση πως οι Έλληνες βάδιζαν για την κορυφή, μονομιάς κι εκείνοι, βάζοντας όλες τις δυνάμεις τους, όρμησαν για να φτάσουν απάνω πρώτοι. [3.4.45] Και τότε άκουε κανείς δυνατές κραυγές από το ελληνικό στράτευμα, καθώς οι Έλληνες έδιναν κουράγιο στους δικούς τους, το ίδιο όμως κι από τους στρατιώτες του Τισσαφέρνη, που φώναζαν στους δικούς τους να έχουν θάρρος. [3.4.46] Ο Ξενοφώντας πάλι περνώντας δίπλα στους στρατιώτες, καβάλα πάνω στ᾽ άλογό του, τους εμψύχωνε μ᾽ αυτά τα λόγια: «Τώρα, στρατιώτες, να σκεφτείτε πως πηγαίνουμε για την Ελλάδα, για τα παιδιά και για τις γυναίκες μας. Αν κοπιάσουμε τώρα λίγο, ύστερα πια θα προχωρούμε χωρίς να κάνουμε μάχη». [3.4.47] Ο Σωτηρίδας όμως ο Σικυώνιος είπε: «Δεν βρισκόμαστε κάτω από τις ίδιες συνθήκες, Ξενοφώντα· γιατί εσύ είσαι καβάλα στο άλογο, ενώ εγώ κουράζομαι πολύ να σηκώνω την ασπίδα».
[3.4.48] Μόλις τ᾽ άκουσε αυτά ο Ξενοφώντας πήδησε κάτω από το άλογο, τον έσπρωξε έξω από τη γραμμή, του πήρε την ασπίδα και κρατώντας την βάδιζε όσο μπορούσε πιο γρήγορα. Έτυχε όμως να φορεί και τον ιππικό θώρακα, πράγμα που τον έκανε να υποφέρει. Σε κείνους που πήγαιναν μπροστά του, έλεγε να προχωρούν, σε κείνους που βρίσκονταν πίσω του, να τον προσπερνούν, κι ο ίδιος ακολουθούσε με κόπο. [3.4.49] Τότε οι άλλοι στρατιώτες χτυπούν από κοντά κι από μακριά το Σωτηρίδα και τον βρίζουν, ώσπου τον ανάγκασαν να ξαναπάρει την ασπίδα και να προχωρήσει. Και ο Ξενοφώντας ανέβηκε στο άλογο και πήγαινε καβάλα, ώσπου μπορούσε να προχωρεί το ζώο· όταν όμως το μέρος ήταν απέραστο, άφησε το άλογο και βάδιζε με τα πόδια. Τέλος προλαβαίνουν και φτάνουν στην κορυφή πριν από τους εχθρούς.
[3.5.1] Τότε οι βάρβαροι γύρισαν τις πλάτες κι άρχισαν να φεύγουν, όπου μπορούσε ο καθένας, ενώ οι Έλληνες κρατούσαν την κορυφή. Οι στρατιώτες πάλι του Τισσαφέρνη και του Αριαίου πήραν άλλο δρόμο κι έφυγαν, ενώ ο Χειρίσοφος με τους άντρες του κατέβηκαν και στρατοπέδεψαν σ᾽ ένα χωριό, που ήταν γεμάτο από πολλά τρόφιμα. Σ᾽ αυτόν τον κάμπο, πλάι στον Τίγρητα ποταμό, υπήρχαν και πολλά άλλα χωριά, που είχαν άφθονα τρόφιμα. [3.5.2] Μα όταν έφτασε το απόγευμα, παρουσιάζονται ξαφνικά οι εχθροί στον κάμπο και σκότωσαν μερικούς από τους Έλληνες, που ήταν σκορπισμένοι εδώ κι εκεί για λεηλασία. Γιατί βρέθηκαν σ᾽ αυτό το μέρος, ακριβώς την ώρα που οι ντόπιοι προσπαθούσαν να περάσουν στην απέναντι όχθη του ποταμού πολλά κοπάδια ζώα. [3.5.3] Τότε ο Τισσαφέρνης με τους στρατιώτες του προσπάθησαν να κάψουν τα χωριά. Και μερικοί από τους Έλληνες στενοχωρήθηκαν πολύ, γιατί σκέφτηκαν πως, αν τα κάψουν, δεν θα έχουν από πού να προμηθευτούν τρόφιμα. [3.5.4] Σε λίγο γύρισαν ο Χειρίσοφος με τους άντρες του, που είχαν πάει να βοηθήσουν τους άλλους. Κι ο Ξενοφώντας που είχε κατέβει από την κορυφή και περνούσε καβάλα στ᾽ άλογο μπροστά στα τάγματα, συνάντησε τους Έλληνες που γύριζαν από τη βοήθεια και τους είπε: [3.5.5] «Βλέπετε, Έλληνες, πως οι εχθροί αφήνουν πια τη χώρα να είναι δική μας. Γιατί εκείνο που προσπαθούσαν να πετύχουν από μας, όταν κάναμε τις συνθήκες, δηλαδή να μην καίμε τη χώρα του βασιλιά, τώρα οι ίδιοι το παραβιάζουν και της βάζουν φωτιά σαν να είναι ξένη. Αλλά αν αφήνουν κάπου τρόφιμα για τον εαυτό τους, θα μας δουν κι εμάς να πηγαίνουμε σ᾽ αυτό το μέρος. [3.5.6] Μου φαίνεται όμως, Χειρίσοφε, είπε, πως πρέπει να υπερασπίζουμε τη χώρα σαν να είναι δική μας βαδίζοντας ενάντια σε κείνους που την καίνε». Μα ο Χειρίσοφος απάντησε: «Εγώ δεν έχω αυτήν τη γνώμη. Αντίθετα είπε, κι εμείς πρέπει να βάζουμε φωτιά, και τότε θα σταματήσουν αυτοί πιο γρήγορα να καίνε».