Οικογενειακά ατυχήματα του Περικλή. Η ευψυχία του [36.1] Τα δημόσια ατυχήματά του έμελλαν γρήγορα να τελειώσουν, γιατί ο λαός με το χτύπημα που του έδωσε έβγαλε το άχτι του, όπως η μέλισσα όταν πληγώνει βγάζει το κεντρί της. Αλλά η κατάσταση του σπιτιού του δεν ήταν καθόλου καλή. Πολλοί από τους συγγενείς του είχαν θεριστεί από την επιδημία, ενώ από καιρό τώρα φιλονικίες είχαν ξεσπάσει στην οικογένειά του. [36.2] Ο μεγαλύτερος από τα γνήσια παιδιά του, ο Ξάνθιππος, που ήταν από φύση σπάταλος και είχε παντρευτεί μια νέα και άσωτη γυναίκα, την κόρη του Τεισάνδρου και εγγονή του Επιλύκη, ήταν δυσαρεστημένος από τις αυστηρές οικονομίες του πατέρα του, που του έδινε πάντοτε λίγο και μετρημένα. [36.3] Αυτός λοιπόν έστειλε κάποτε και πήρε από ένα φίλο του χρήματα, από μέρος τάχα του Περικλή. [36.4] Όταν όμως ύστερα ζητούσε τα χρήματά του, ο Περικλής όχι μόνον αρνήθηκε, αλλά και τον κατάγγειλε. Τότε ο νεαρός ο Ξάνθιππος δυσαρεστήθηκε γι᾽ αυτό και κακολογούσε τον πατέρα του. Και πρώτα, για να το γελοιοποιήσει, έλεγε δεξιά και αριστερά τις συναναστροφές που είχε ο πατέρας του στο σπίτι και τις συζητήσεις του με τους σοφιστές. [36.5] Έτσι, λόγου χάρη, διηγήθηκε πως, όταν ένας αθλητής του πεντάθλου χτύπησε με το ακόντιό του, χωρίς να το θέλει, τον Επίτιμο από τα Φάρσαλα και τον σκότωσε, ο πατέρας του πέρασε μια μέρα ολόκληρη συζητώντας με τον Πρωταγόρα, αν, κατά την πιο σωστή λογική, πρέπει να θεωρηθεί υπαίτιος του δυστυχήματος το ακόντιο ή ο ακοντιστής ή οι αθλοθέτες. [36.6] {Επιπλέον, ο Στησίμβροτος λέει ότι ο ίδιος ο Ξάνθιππος διέδωσε στους Αθηναίους την συκοφαντία σε βάρος της ίδιας του της γυναίκας και ότι η έχθρα του νεαρού προς τον πατέρα του έμεινε εντελώς αγιάτρεφτη μέχρι τον θάνατό του.} Γιατί ύστερ᾽ από λίγον καιρό ο Ξάνθιππος πέθανε από την επιδημία. [36.7] Αλλά και την αδερφή του έχασε τότε ο Περικλής και πάρα πολλούς συγγενείς και φίλους, που ήταν πολύ χρήσιμοι στην πολιτική του. [36.8] Και όμως δεν απελπίστηκε και δεν άφησε να λυγίσει από τις συμφορές το φρόνημά του και το μεγαλείο της ψυχής του. Και ποτέ δεν τον είδε κανείς να κλαίει ούτε όταν συνόδευε τους νεκρούς ούτε όταν πήγαινε στον τάφο κανενός από τους δικούς του, ώσπου τέλος έχασε και το παιδί του τον Πάραλο, το μόνο που του είχε απομείνει από τα γνήσια παιδιά του. [36.9] Τότε λύγισε πιά. Προσπαθούσε να συγκρατήσει το συνηθισμένο γαλήνιο ύφος του και να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του, μα, όταν πλησίασε για να αποθέσει πάνω στο νεκρό παιδί του ένα στεφάνι και το αντίκρισε, νικήθηκε από τη συμφορά· ξέσπασε σε λυγμούς και έχυσε άφθονα δάκρυα, πράμα που δεν είχε κάμει ποτέ σε όλη του τη ζωή ώς τότε.
|