ΧΟ. Καλός ο ξένος, βασιλιά, οι συμφορές όμως
1015τον ρήμαξαν, γι᾽ αυτό του αξίζει συμπαράσταση.
ΘΗ. Φτάνουν τα λόγια πια. Αυτοί που κάναν το κακό
σπεύδουν να φύγουν, κι εμείς καθόμαστε.
ΚΡ. Και τί προστάζεις ένας άνθρωπος αδύναμος να κάνει;
ΘΗ. Τον δρόμο πάρε τον σωστό, κι ακολουθώ εγώ,
1020θέλω τον τόπο να μου δείξεις μόνος σου, όπου φαντάζομαι
κρατείς τις κόρες. Αν όμως πήραν οι φρουροί τους δρόμο,
εσύ δεν έχεις τίποτε να κάνεις, άλλοι στο μεταξύ τρέχουν
ξωπίσω τους, και δεν υπάρχει ελπίδα να γλιτώσουν,
να ευχαριστήσουν τους θεούς που ξέφυγαν από τη χώρα αυτή.
1025Εμπρός, λοιπόν, οδήγησέ με. Κι έχε τον νου σου·
πρώτα κρατούσες, τώρα κρατιέσαι, η τύχη από θηρευτή
σ᾽ έπιασε θήραμα.
Δεν σώζεται ποτέ ό,τι απόκτησε ο άδικος με δόλο,
κι εσύ δεν πρόκειται σε τούτο να ᾽χεις άλλον βοηθό.
Το ξέρω κι είμαι βέβαιος, γυμνός δεν έφτασες μήτε απαράσκευος
1030ανέβηκες σ᾽ αυτήν την αλαζονική σου τόλμη που δείχνεις τώρα,
κάποιον θα εμπιστεύτηκες κι έκανες ό,τι κάνεις.
Πρέπει λοιπόν κι εγώ να ᾽χω τα μάτια μου ανοιχτά,
να μην αφήσω πόλη ολόκληρη ν᾽ αποδειχτεί κατώτερη
από έναν μόνον άντρα.
Πιάνεις το νόημα; Μήπως τα λόγια μου σου φαίνονται και τώρα
1035ανόητα, όπως και πριν, τότε που έστηνες τη μηχανή σου;
ΚΡ. Μ᾽ εσένα εδώ μπροστά, δεν έχω τίποτε στα λόγια σου να ψέξω·
όταν όμως κι εμείς βρεθούμε στην πατρίδα,
τότε θα ξέρουμε το τί μας πρέπει.
ΘΗ. Προχώρα τώρα, μαζί κι οι απειλές σου. Αλλά κι εσύ
ήρεμος μείνε εδώ, Οιδίποδα,
έχε μου εμπιστοσύνη· εκτός κι αν με προλάβει
1040ο θάνατος· αλλιώς δεν πρόκειται να σταματήσω,
προτού σε καταστήσω κύριο πάλι των δυο σου κοριτσιών.
ΟΙ. Κάθε καλό, Θησέα. Σου πρέπει ευγνωμοσύνη,
γιατί μας χάρισες τη γενναιοφροσύνη σου, κι ακόμη
δίκαιη τη φροντίδα σου.
|