Αφού λοιπόν τον μεταφέραμε σε μια σκηνή, και καθώς δεν είχε πάθει κανένα κακό, παρά μόνο ήταν φανερά εξαντλημένος και κουρασμένος από την ταχύτητα και από τον θόρυβο της μεταφοράς του, τον ακούσαμε να μας διηγείται μια ιστορία απίστευτη για όλους, εκτός από μας που υπήρξαμε θεατές τού τέλους της. Έλεγε λοιπόν ο Αρίονας ότι από καιρό είχε πάρει την απόφαση να φύγει από την Ιταλία, όταν όμως του έστειλε ένα γράμμα ο Περίανδρος, η επιθυμία του αυτή έγινε εντονότερη, και όταν έκανε την παρουσία του ένα εμπορικό καράβι από την Κόρινθο, επιβιβάσθηκε αμέσως σ᾽ αυτό και απέπλευσε. Ύστερα από τρεις μέρες ταξιδιού με μέτριο άνεμο πρόσεξε [161c] ότι οι ναύτες σχεδίαζαν να τον σκοτώσουν· έμαθε μάλιστα στη συνέχεια από τον κυβερνήτη (που του έστειλε ένα κρυφό μήνυμα) ότι είχαν αποφασίσει να το κάνουν εκείνη τη νύχτα. Μη έχοντας λοιπόν καμιά βοήθεια από πουθενά, βρισκόταν σε μεγάλη αμηχανία. Τότε του ήρθε μια θεϊκή έμπνευση: να στολίσει το σώμα του και να φορέσει, ζωντανός ακόμη, ως σάβανο τα ρούχα των μουσικών αγώνων, και ύστερα να τραγουδήσει —κατά τη στιγμή του θανάτου του— το τελευταίο του τραγούδι στη ζωή, ώστε να μη φανεί ως προς αυτό λιγότερο γενναιόψυχος από τους κύκνους. Αφού λοιπόν ετοιμάσθηκε, ανήγγειλε ότι έχει ζωηρή επιθυμία να τραγουδήσει τον Πυθικό νόμο υπέρ της δικής του σωτηρίας και υπέρ της σωτηρίας του πλοίου και των επιβατών. [161d] Ύστερα πήγε και στάθηκε στην πρύμνη, δίπλα στην κουπαστή, και, αφού πρώτα με ένα προανάκρουσμα έκανε μια επίκληση στους θεούς του πελάγους, άρχισε να τραγουδάει τον νόμο. Δεν είχε ακόμη φτάσει στη μέση του, όταν ο ήλιος άρχισε να δύει μέσα στη θάλασσα και να φαίνεται πια η Πελοπόννησος. Όταν λοιπόν οι ναύτες δεν περίμεναν πια να ᾽ρθει η νύχτα, αλλά προχωρούσαν στο φονικό τους έργο, ο Αρίονας, μόλις είδε γυμνά τα ξίφη και τον κυβερνήτη να σκεπάζει πια το πρόσωπό του, ρίχτηκε μ᾽ ένα πήδημα στη θάλασσα, όσο μπορούσε πιο μακριά από το καράβι. Προτού όμως βυθιστεί ολόκληρο το σώμα του, έτρεξαν από κάτω του δελφίνια και τον ξανάβγαλαν στην επιφάνεια. Στην αρχή ο Αρίονας τα έχασε και η ψυχή του γέμισε από ανασφάλεια και ταραχή. Όταν όμως είδε ότι η μεταφορά του γινόταν εύκολα και άνετα και ότι πολλά δελφίνια μαζεύονταν [161e] γύρω του με φιλική διάθεση, αναλαμβάνοντας διαδοχικά το έργο της μεταφοράς του σαν ένα λειτούργημα υποχρεωτικό, σαν ένα καθήκον όλων τους, και, από την άλλη, ότι το πλοίο, έχοντας μείνει πολύ πίσω, τον βοηθούσε να καταλάβει την ταχύτητά τους, γεννήθηκε μέσα του, όπως είπε, όχι τόσο ο φόβος του θανάτου, ούτε η επιθυμία της ζωής, όσο η φιλοδοξία να σωθεί, για να φανεί καθαρά ότι είναι ένας άνθρωπος αγαπητός στους θεούς και, συγχρόνως, να κερδίσει μια σίγουρη γνώμη για τους θεούς. Βλέποντας την ίδια στιγμή τον ουρανό γεμάτο από αστέρια, το φεγγάρι να ανατέλλει λαμπερό και καθαρό, [161f] και ενώ η θάλασσα έμενε ακύμαντη σε όλη της την έκταση, ένας δρόμος να ανοίγεται για την πορεία τους, σκεφτόταν μέσα του ότι το μάτι της Δικαιοσύνης δεν είναι μόνο ένα, αλλ᾽ ότι με όλα αυτά τα μάτια του ο θεός βλέπει γύρω τριγύρω όλα όσα γίνονται σε στεριά και θάλασσα. Με αυτούς τους διαλογισμούς το κουρασμένο και βαρύ πια σώμα του έβρισκε, έλεγε, ανακούφιση. Και όταν στο τέλος βρέθηκε μπροστά τους το απότομο και ψηλό ακρωτήριο, και τα δελφίνια, παρακάμπτοντάς το με πολλή προσοχή, παρέπλεαν ξυστά τη στεριά σαν να οδηγούσαν με ασφάλεια [162a] ένα σκάφος στο λιμάνι, δεν είχε πια καμιά αμφιβολία ότι η μεταφορά του έγινε με οδηγό το θεό.» Και ο Γόργος συνέχισε: «Αφού μας τα διηγήθηκε όλα αυτά ο Αρίονας, εγώ τον ρώτησα πού κατά τη γνώμη του θα έπιανε στεριά το καράβι. Εκείνος απάντησε σίγουρα στην Κόρινθο, μόνο που θα καθυστερούσε πολύ· γιατί κατά τη γνώμη του, από τη στιγμή που ο ίδιος έπεσε το βράδυ στη θάλασσα, τα δελφίνια τον μετέφεραν σε μια απόσταση όχι μικρότερη από πεντακόσια στάδια, και ο αέρας είχε πέσει αμέσως». Ο ίδιος, ωστόσο, ο Γόργος είπε ότι, μόλις έμαθε και του ιδιοκτήτη του πλοίου το όνομα και του κυβερνήτη, καθώς και το έμβλημα του πλοίου, έστειλε πλοία και στρατιώτες [162b] να παραφυλάξουν στις σκάλες όπου πιάνουν τα πλοία, τον Αρίονα όμως τον έφερε μαζί του, κρυμμένον, για να μη προλάβουν οι ναύτες να μάθουν ότι σώθηκε και έτσι να διαφύγουν. Πραγματικά όλα έμοιαζαν, όπως είπε, να γίνονται με θεϊκή βούληση και καθοδήγηση· γιατί μόλις οι ίδιοι έφτασαν εδώ, πληροφορήθηκαν ότι το πλοίο κατασχέθηκε και οι στρατιώτες συνέλαβαν τους εμπόρους και τους ναύτες.
|