Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (3.1.1-3.1.7)

ΒΙΒΛΙΟ Γ


[3.1.1] Ἡ μὲν δὴ Ἀθήνησι στάσις οὕτως ἐτελεύτησεν. ἐκ δὲ τούτου πέμψας Κῦρος ἀγγέλους εἰς Λακεδαίμονα ἠξίου, οἷόσπερ αὐτὸς Λακεδαιμονίοις ἦν ἐν τῷ πρὸς Ἀθηναίους πολέμῳ, τοιούτους καὶ Λακεδαιμονίους αὐτῷ γίγνεσθαι. οἱ δ᾽ ἔφοροι δίκαια νομίσαντες λέγειν αὐτόν, Σαμίῳ τῷ τότε ναυάρχῳ ἐπέστειλαν ὑπηρετεῖν Κύρῳ, εἴ τι δέοιτο. κἀκεῖνος μέντοι προθύμως ὅπερ ἐδεήθη ὁ Κῦρος ἔπραξεν· ἔχων γὰρ τὸ ἑαυτοῦ ναυτικὸν σὺν τῷ Κύρου περιέπλευσεν εἰς Κιλικίαν, καὶ ἐποίησε τὸν τῆς Κιλικίας ἄρχοντα Συέννεσιν μὴ δύνασθαι κατὰ γῆν ἐναντιοῦσθαι Κύρῳ πορευομένῳ ἐπὶ βασιλέα. [3.1.2] ὡς μὲν οὖν Κῦρος στράτευμά τε συνέλεξε καὶ τοῦτ᾽ ἔχων ἀνέβη ἐπὶ τὸν ἀδελφόν, καὶ ὡς ἡ μάχη ἐγένετο, καὶ ὡς ἀπέθανε, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀπεσώθησαν οἱ Ἕλληνες ἐπὶ θάλατταν, Θεμιστογένει τῷ Συρακοσίῳ γέγραπται.
[3.1.3] Ἐπεὶ μέντοι Τισσαφέρνης, πολλοῦ ἄξιος βασιλεῖ δόξας γεγενῆσθαι ἐν τῷ πρὸς τὸν ἀδελφὸν πολέμῳ, σατράπης κατεπέμφθη ὧν τε αὐτὸς πρόσθεν ἦρχε καὶ ὧν Κῦρος, εὐθὺς ἠξίου τὰς Ἰωνικὰς πόλεις ἁπάσας ἑαυτῷ ὑπηκόους εἶναι. αἱ δὲ ἅμα μὲν ἐλεύθεραι βουλόμεναι εἶναι, ἅμα δὲ φοβούμεναι τὸν Τισσαφέρνην, ὅτι Κῦρον, ὅτ᾽ ἔζη, ἀντ᾽ ἐκείνου ᾑρημέναι ἦσαν, εἰς μὲν τὰς πόλεις οὐκ ἐδέχοντο αὐτόν, εἰς Λακεδαίμονα δὲ ἔπεμπον πρέσβεις, καὶ ἠξίουν, ἐπεὶ πάσης τῆς Ἑλλάδος προστάται εἰσίν, ἐπιμεληθῆναι καὶ σφῶν τῶν ἐν τῇ Ἀσίᾳ Ἑλλήνων, ὅπως ἥ τε χώρα μὴ δῃοῖτο αὐτῶν καὶ αὐτοὶ ἐλεύθεροι εἶεν. [3.1.4] οἱ οὖν Λακεδαιμόνιοι πέμπουσιν αὐτοῖς Θίβρωνα ἁρμοστήν, δόντες στρατιώτας τῶν μὲν νεοδαμώδων εἰς χιλίους, τῶν δὲ ἄλλων Πελοποννησίων εἰς τετρακισχιλίους. ᾐτήσατο δ᾽ ὁ Θίβρων καὶ παρ᾽ Ἀθηναίων τριακοσίους ἱππέας, εἰπὼν ὅτι αὐτὸς μισθὸν παρέξει. οἱ δ᾽ ἔπεμψαν τῶν ἐπὶ τῶν τριάκοντα ἱππευσάντων, νομίζοντες κέρδος τῷ δήμῳ, εἰ ἀποδημοῖεν καὶ ἐναπόλοιντο. [3.1.5] ἐπεὶ δ᾽ εἰς τὴν Ἀσίαν ἀφίκοντο, συνήγαγε [μὲν] στρατιώτας καὶ ἐκ τῶν ἐν τῇ ἠπείρῳ Ἑλληνίδων πόλεων· πᾶσαι γὰρ τότε αἱ πόλεις ἐπείθοντο ὅ τι Λακεδαιμόνιος ἀνὴρ ἐπιτάττοι. καὶ σὺν μὲν ταύτῃ τῇ στρατιᾷ ὁρῶν Θίβρων τὸ ἱππικὸν εἰς τὸ πεδίον οὐ κατέβαινεν, ἠγάπα δὲ εἰ ὅπου τυγχάνοι ὤν, δύναιτο ταύτην τὴν χώραν ἀδῄωτον διαφυλάττειν. [3.1.6] ἐπεὶ δὲ σωθέντες οἱ ἀναβάντες μετὰ Κύρου συνέμειξαν αὐτῷ, ἐκ τούτου ἤδη καὶ ἐν τοῖς πεδίοις ἀντετάττετο τῷ Τισσαφέρνει, καὶ πόλεις Πέργαμον μὲν ἑκοῦσαν προσέλαβε καὶ Τευθρανίαν καὶ Ἁλίσαρναν, ὧν Εὐρυσθένης τε καὶ Προκλῆς ἦρχον οἱ ἀπὸ Δαμαράτου τοῦ Λακεδαιμονίου· ἐκείνῳ δ᾽ αὕτη ἡ χώρα δῶρον ἐκ βασιλέως ἐδόθη ἀντὶ τῆς ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα συστρατείας· προσεχώρησαν δὲ αὐτῷ καὶ Γοργίων καὶ Γογγύλος, ἀδελφοὶ ὄντες, ἔχοντες ὁ μὲν Γάμβριον καὶ Παλαιγάμβριον, ὁ δὲ Μύριναν καὶ Γρύνειον· δῶρον δὲ καὶ αὗται αἱ πόλεις ἦσαν παρὰ βασιλέως Γογγύλῳ, ὅτι μόνος Ἐρετριέων μηδίσας ἔφυγεν. [3.1.7] ἦν δὲ ἃς ἀσθενεῖς οὔσας καὶ κατὰ κράτος ὁ Θίβρων ἐλάμβανε· Λάρισάν γε μὴν τὴν Αἰγυπτίαν καλουμένην, ἐπεὶ οὐκ ἐπείθετο, περιστρατοπεδευσάμενος ἐπολιόρκει. ἐπεὶ δὲ ἄλλως οὐκ ἐδύνατο ἑλεῖν, φρεατίαν τεμόμενος ὑπόνομον ὤρυττεν, ὡς ἀφαιρησόμενος τὸ ὕδωρ αὐτῶν. ὡς δ᾽ ἐκ τοῦ τείχους ἐκθέοντες πολλάκις ἐνέβαλον εἰς τὸ ὄρυγμα καὶ ξύλα καὶ λίθους, ποιησάμενος αὖ χελώνην ξυλίνην ἐπέστησεν ἐπὶ τῇ φρεατίᾳ. καὶ ταύτην μέντοι ἐκδραμόντες οἱ Λαρισαῖοι νύκτωρ κατέκαυσαν. δοκοῦντος δ᾽ αὐτοῦ οὐδὲν ποιεῖν, πέμπουσιν οἱ ἔφοροι ἀπολιπόντα Λάρισαν στρατεύεσθαι ἐπὶ Καρίαν.

ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ

[402-401 π.Χ.]
[3.1.1] Μ᾽ αυτόν τον τρόπο τέλειωσε ο εμφύλιος πόλεμος στην Αθήνα. Λίγο αργότερα ο Κύρος έστειλε ανθρώπους του στη Λακεδαίμονα, ζητώντας από τους Λακεδαιμονίους να του ανταποδώσουν τη φιλία που τους είχε δείξει όταν πολεμούσαν τους Αθηναίους. Οι έφοροι βρήκαν εύλογη την αξίωσή του και παρήγγειλαν στον Σάμιο —που ήταν τότε ναύαρχος— να ᾽ναι στη διάθεσή του για ό,τι του ζητήσει. Ο Σάμιος προθυμοποιήθηκε να κάνει αυτό που του ζήτησε ο Κύρος: με τον στόλο τον δικό του και του Κύρου ακολούθησε την παραλία ώς την Κιλικία κι εμπόδισε τον κυβερνήτη της, τον Συέννεσι, ν᾽ αντισταθεί από τη στεριά στην πορεία του Κύρου εναντίον του Βασιλέως. [3.1.2] Το πώς τώρα ο Κύρος οργάνωσε στρατό και τον οδήγησε εναντίον του αδελφού του, το πώς έγινε η μάχη, το πώς σκοτώθηκε και το πώς στη συνέχεια σώθηκαν οι Έλληνες φτάνοντας στη θάλασσα, τα ᾽χει γράψει ο Θεμιστογένης ο Συρακούσιος.
[400 π.Χ.]
[3.1.3] Θεωρώντας ότι ο Τισσαφέρνης του είχε προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες στον πόλεμο με τον αδελφό του, ο Βασιλεύς τον διόρισε σατράπη όχι μόνο στα εδάφη που διοικούσε και πριν, αλλά και σ᾽ εκείνα που διοικούσε πρωτύτερα ο Κύρος. Ο Τισσαφέρνης τότε πρόβαλε ευθύς την αξίωση να του δηλώσουν υποταγή όλες οι ιωνικές πόλεις. Αυτές όμως ήθελαν να μείνουν ελεύθερες, κι εξάλλου τον φοβόνταν επειδή τον καιρό που ζούσε ο Κύρος είχαν πάρει το μέρος του εναντίον του Τισσαφέρνη. Για τούτο δεν δέχτηκαν να του ανοίξουν τις πύλες τους κι έστειλαν πρέσβεις στους Λακεδαιμονίους με το αίτημα, τώρα που είχαν την ηγεμονία όλης της Ελλάδας, να προστατέψουν κι εκείνους, τους Έλληνες της Ασίας, βοηθώντας τους να σώσουν τα εδάφη τους από τη λεηλασία και να μείνουν οι ίδιοι ελεύθεροι.
[3.1.4] Οι Λακεδαιμόνιοι τους έστειλαν αρμοστή τον Θίβρωνα, δίνοντάς του στρατό κάπου χίλιους νεοδαμώδεις και τέσσερις χιλιάδες άλλους Πελοποννησίους. Ο Θίβρων ζήτησε κι από τους Αθηναίους τριακόσιους ιππείς, λέγοντας ότι αναλαμβάνει τη μισθοδοσία τους· εκείνοι του ᾽δωσαν από όσους είχαν υπηρετήσει στο ιππικό τον καιρό των Τριάντα, πιστεύοντας ότι θα ᾽ταν κέρδος για τη δημοκρατική παράταξη αν πήγαιναν να σκοτωθούν σε ξένα μέρη.
[399 π.Χ.]
[3.1.5] Όταν έφτασαν στην Ασία, ο Θίβρων συγκέντρωσε στρατό κι από τις ελληνικές πόλεις της ηπείρου· την εποχή εκείνη όλες οι πόλεις ήταν στις προσταγές του κάθε Λακεδαιμόνιου. Και μ᾽ αυτές τις δυνάμεις ωστόσο ο Θίβρων δεν κατέβαινε στην πεδιάδα, από φόβο του εχθρικού ιππικού, κι ήταν ικανοποιημένος όταν κατόρθωνε να προστατεύει από αρπαγές την περιοχή όπου τύχαινε κάθε φορά να βρίσκεται. [3.1.6] Καθώς όμως σώθηκαν κι ενώθηκαν μαζί του οι Έλληνες μισθοφόροι του Κύρου, άρχισε ν᾽ αντιμετωπίζει τον Τισσαφέρνη και στα πεδινά και να επεκτείνει την εξουσία του και σ᾽ άλλες πόλεις: η Πέργαμος προσχώρησε θεληματικά, καθώς κι η Τευθρανία κι η Αλίσαρνα που κυβερνούσαν ο Ευρυσθένης κι ο Προκλής — απόγονοι του Λακεδαιμονίου Δημαράτου, που είχε πάρει δώρο την περιοχή από τον Βασιλέα σ᾽ αντάλλαγμα της συμμετοχής του στην εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας. Προσχώρησαν ακόμα στον Θίβρωνα ο Γοργίων κι ο Γογγύλος, αδέλφια που κατείχαν ο ένας το Γάμβριο και το Παλαιγάμβριο κι ο άλλος τη Μύρινα και το Γρύνειο (κι αυτές χαρισμένες από τον Βασιλέα στον Γογγύλο, τον μόνο Ερετριέα που είχε πάει με το μέρος των Περσών και γι᾽ αυτό εξορίστηκε).
[3.1.7] Άλλες πόλεις πάλι, πιο αδύναμες, τις υπόταξε ο Θίβρων με τη βία· τη Λάρισα τη λεγόμενη «Αιγυπτιακή», που αρνήθηκε να παραδοθεί, την περικύκλωσε κι άρχισε να την πολιορκεί. Καθώς δεν κατάφερνε να την κυριέψει μ᾽ άλλο τρόπο, άνοιξε πηγάδι και βάλθηκε να σκάβει αποκεί υπόνομο για να της κόψει το νερό. Επειδή όμως οι πολιορκημένοι εξορμούσαν τακτικά κι έριχναν ξύλα και πέτρες στο άνοιγμα, έστησε κι αυτός πάνω από το πηγάδι ένα ξύλινο παράπηγμα· και τούτο ωστόσο βγήκαν μια νύχτα οι Λαρισινοί και το έκαψαν. Τότε, καθώς τίποτε δεν φαινόταν να πετυχαίνει, του μήνυσαν οι έφοροι ν᾽ αφήσει τη Λάρισα και να εκστρατεύσει στην Καρία.