Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Πλοῦτος (802-849)


ΚΑ. ὡς ἡδὺ πράττειν, ὦνδρές, ἐστ᾽ εὐδαιμόνως,
καὶ ταῦτα μηδὲν ἐξενεγκόντ᾽ οἴκοθεν.
ἡμῖν γὰρ ἀγαθῶν σωρὸς εἰς τὴν οἰκίαν
805aἐπεισπέπαικεν οὐδὲν ἠδικηκόσιν.
805bοὕτω τὸ πλουτεῖν ἐστιν ἡδὺ πρᾶγμα δή.
ἡ μὲν σιπύη μεστή ᾽στι λευκῶν ἀλφίτων,
οἱ δ᾽ ἀμφορῆς οἴνου μέλανος ἀνθοσμίου.
ἅπαντα δ᾽ ἡμῖν ἀργυρίου καὶ χρυσίου
τὰ σκευάρια πλήρη ᾽στίν, ὥστε θαυμάσαι.
810τὸ φρέαρ δ᾽ ἐλαίου μεστόν· αἱ δὲ λήκυθοι
μύρου γέμουσι, τὸ δ᾽ ὑπερῷον ἰσχάδων.
ὀξὶς δὲ πᾶσα καὶ λοπάδιον καὶ χύτρα
χαλκῆ γέγονε· τοὺς δὲ πινακίσκους τοὺς σαπροὺς
τοὺς ἰχθυηροὺς ἀργυροῦς πάρεσθ᾽ ὁρᾶν.
815ὁ δ᾽ ἰπνὸς γέγον᾽ ἡμῖν ἐξαπίνης ἐλεφάντινος.
στατῆρσι δ᾽ οἱ θεράποντες ἀρτιάζομεν
χρυσοῖς· ἀποψώμεσθα δ᾽ οὐ λίθοις ἔτι,
ἀλλὰ σκοροδίοις ὑπὸ τρυφῆς ἑκάστοτε.
καὶ νῦν ὁ δεσπότης μὲν ἔνδον βουθυτεῖ
820ὗν καὶ τράγον καὶ κριὸν ἐστεφανωμένος,
ἐμὲ δ᾽ ἐξέπεμψεν ὁ καπνός· οὐχ οἷός τε γὰρ
ἔνδον μένειν ἦν· ἔδακνε γὰρ τὰ βλέφαρά μου.
ΔΙΚΑΙΟΣ
ἕπου μετ᾽ ἐμοῦ, παιδάριον, ἵνα πρὸς τὸν θεὸν
ἴωμεν. ΚΑ. ἔα, τίς ἐσθ᾽ ὁ προσιὼν οὑτοσί;
825ΔΙ. ἀνὴρ πρότερον μὲν ἄθλιος, νῦν δ᾽ εὐτυχής.
ΚΑ. δῆλον ὅτι τῶν χρηστῶν τις, ὡς ἔοικας, εἶ.
ΔΙ. μάλιστ᾽. ΚΑ. ἔπειτα τοῦ δέει; ΔΙ. πρὸς τὸν θεὸν
ἥκω. μεγάλων γάρ μοὐστὶν ἀγαθῶν αἴτιος.
ἐγὼ γὰρ ἱκανὴν οὐσίαν παρὰ τοῦ πατρὸς
830λαβὼν ἐπήρκουν τοῖς δεομένοις τῶν φίλων,
εἶναι νομίζων χρήσιμον πρὸς τὸν βίον.
ΚΑ. ἦ πού σε ταχέως ἐπέλιπεν τὰ χρήματα.
ΔΙ. κομιδῇ μὲν οὖν. ΚΑ. οὐκοῦν μετὰ ταῦτ᾽ ἦσθ᾽ ἄθλιος.
ΔΙ. κομιδῇ μὲν οὖν. κἀγὼ μὲν ᾤμην οὓς τέως
835εὐεργέτησα δεομένους ἕξειν φίλους
ὄντως βεβαίους, εἰ δεηθείην ποτέ·
οἱ δ᾽ ἐξετρέποντο κοὐκ ἐδόκουν ὁρᾶν μ᾽ ἔτι.
ΚΑ. καὶ κατεγέλων γ᾽ εὖ οἶδ᾽ ὅτι. ΔΙ. κομιδῇ μὲν οὖν·
αὐχμὸς γὰρ ὢν τῶν σκευαρίων μ᾽ ἀπώλεσεν.
840ἀλλ᾽ οὐχὶ νῦν. ἀνθ᾽ ὧν ἐγὼ πρὸς τὸν θεὸν
προσευξόμενος ἥκω δικαίως ἐνθάδε.
ΚΑ. τὸ τριβώνιον δὲ τί δύναται, πρὸς τῶν θεῶν,
ὃ φέρει μετὰ σοῦ τὸ παιδάριον τουτί; φράσον.
ΔΙ. καὶ τοῦτ᾽ ἀναθήσων ἔρχομαι πρὸς τὸν θεόν.
845ΚΑ. μῶν οὖν ἐμυήθης δῆτ᾽ ἐν αὐτῷ τὰ μεγάλα;
ΔΙ. οὔκ, ἀλλ᾽ ἐνερρίγωσ᾽ ἔτη τριακαίδεκα.
ΚΑ. τὰ δ᾽ ἐμβάδια; ΔΙ. καὶ ταῦτα συνεχειμάζετο.
ΚΑ. καὶ ταῦτ᾽ ἀναθήσων ἔφερες οὖν; ΔΙ. νὴ τὸν Δία.
ΚΑ. χαρίεντά γ᾽ ἥκεις δῶρα τῷ θεῷ φέρων.


ΚΑΡ. Τί γλύκα να ευτυχεί κανείς, αδέρφια,
και χωρίς να ξοδεύει απ᾽ τα δικά του.
Σωρός πλακώσαν τ᾽ αγαθά στο σπίτι
κι αυτό χωρίς κανένα ν᾽ αδικήσουμε.
Τ᾽ αμπάρι μας γεμάτο από φαρίνα,
τα πιθάρια κρασί μοσχάτο μαύρο!
Κι είναι φίσκα από μάλαμα κι ασήμι
τα σεντούκια, να χάνεις το μυαλό σου!
Κι η στέρνα μας γεμάτη λάδι ως πάνω810
και μύρα τα ρογιά, η σοφίτα σύκα!
Το κάθε αγγειό, πιατέλα και τσουκάλι
χαλκωματένια γίνανε· και κείνα
των ψαριώνε τα βρόμικα τσανάκια
πήγαινε να τα ιδείς! Είν᾽ ασημένια!
Κι άξαφνα το φανάρι μας εγίνη
φιλντισένιο. Κι εμείς οι δούλοι τώρα
μονά-ζυγά παίζουμε φούχτες χρήμα.
Και πια τον πισινό δεν τον σφουγγίζουμε
με βότσαλα, μονάχα με σκορδόφυλλα
για τη μαλακοσύνη. Ο αφέντης τώρα
είναι μέσα κι αρχοντικά θυσιάζει
γουρούνια και βετούλι και ζυγούρι820
στεφανωμένα. Κι η καπνούρα εμένα
μ᾽ έδιωξε, δεν μπορούσα πια εκεί μέσα
να σταθώ, γιατί τσούζανε τα μάτια μου!

ΔΙΚΑΙΟΣ
Έρχου, παιδί, από πίσω μου, να πάμε
να ιδούμε το θεό. ΚΑΡ. Μωρέ, ποιός είναι
αυτός οπού ζυγώνει; ΔΙΚ. Κάποιος άνθρωπος,
δύστυχος πρώτα, ευτυχισμένος τώρα.
ΚΑΡ. Θα ᾽ναι κανένας τίμιος, καθώς φαίνεται.
ΔΙΚ. Πάρα πολύ. ΚΑΡ. Και τώρα τί γυρεύεις;
ΔΙΚ. Γυρεύω το θεό, τι μου ᾽χει δώσει
πολλά αγαθά. Νά εγώ, που βλέπεις, είχα
πολλά κληρονομήσει απ᾽ τον πατέρα μου
και βόηθαγα όσοι φίλοι είχαν ανάγκη.830
Έλεα πως έτσι πρέπει στη ζωή.
ΚΑΡ. Και σύντομα το χρήμα πήε καλιά του.
ΔΙΚ. Ακριβώς. ΚΑΡ. Και κατάντησες στην ψάθα.
ΔΙΚ. Ακριβώς! Και θαρρούσα εγώ πως κέρδιζα
σίγουρα τη φιλία όλων εκείνων,
που είχαν ανάγκη και τους βοηθούσα εγώ,
να με βοηθήσουν κάποτες κι αυτοί.
Μα κείνοι άλλαζαν δρόμο και καμώνονταν
πως τάχα δε με βλέπουνε. ΚΑΡ. Και βέβαια
σε κοροϊδεύαν κιόλας. ΔΙΚ. Ακριβώς.
Μ᾽ αφάνισεν η στέρηση των όλων.
Αλλ᾽ όχι εδώ κι ομπρός. Ήρθα για τούτο840
να προσκυνήσω δίκια το θεό.
ΚΑΡ. Και τί δουλειά ᾽χει τούτη σου η παλιάτσα,
που το μικρό παιδί την κουβαλάει,
με τον Πλούτο; ΔΙΚ. Τη φέρνω στο θεό
να του την αφιερώσω. ΚΑΡ. Τη φορούσες
στα μεγάλα Ελευσίνια, όταν μυήθηκες;
ΔΙΚ. Όχι! Μ᾽ αυτήνε χρόνια δεκατρία
τουρτουρίζω. ΚΑΡ. Και τα παντόφλια τούτα;
ΔΙΚ. Χειμώνες και με δαύτα έχω περάσει!
ΚΑΡ. Θα τα χαρίσεις του θεού και δαύτα;
ΔΙΚ. Ναι, μά τον Δία! ΚΑΡ. Σπουδαία του φέρνεις δώρα!