ΚΑΡ. Τί γλύκα να ευτυχεί κανείς, αδέρφια,
και χωρίς να ξοδεύει απ᾽ τα δικά του.
Σωρός πλακώσαν τ᾽ αγαθά στο σπίτι
κι αυτό χωρίς κανένα ν᾽ αδικήσουμε.
Τ᾽ αμπάρι μας γεμάτο από φαρίνα,
τα πιθάρια κρασί μοσχάτο μαύρο!
Κι είναι φίσκα από μάλαμα κι ασήμι
τα σεντούκια, να χάνεις το μυαλό σου!
Κι η στέρνα μας γεμάτη λάδι ως πάνω810
και μύρα τα ρογιά, η σοφίτα σύκα!
Το κάθε αγγειό, πιατέλα και τσουκάλι
χαλκωματένια γίνανε· και κείνα
των ψαριώνε τα βρόμικα τσανάκια
πήγαινε να τα ιδείς! Είν᾽ ασημένια!
Κι άξαφνα το φανάρι μας εγίνη
φιλντισένιο. Κι εμείς οι δούλοι τώρα
μονά-ζυγά παίζουμε φούχτες χρήμα.
Και πια τον πισινό δεν τον σφουγγίζουμε
με βότσαλα, μονάχα με σκορδόφυλλα
για τη μαλακοσύνη. Ο αφέντης τώρα
είναι μέσα κι αρχοντικά θυσιάζει
γουρούνια και βετούλι και ζυγούρι820
στεφανωμένα. Κι η καπνούρα εμένα
μ᾽ έδιωξε, δεν μπορούσα πια εκεί μέσα
να σταθώ, γιατί τσούζανε τα μάτια μου!
ΔΙΚΑΙΟΣ
Έρχου, παιδί, από πίσω μου, να πάμε
να ιδούμε το θεό. ΚΑΡ. Μωρέ, ποιός είναι
αυτός οπού ζυγώνει; ΔΙΚ. Κάποιος άνθρωπος,
δύστυχος πρώτα, ευτυχισμένος τώρα.
ΚΑΡ. Θα ᾽ναι κανένας τίμιος, καθώς φαίνεται.
ΔΙΚ. Πάρα πολύ. ΚΑΡ. Και τώρα τί γυρεύεις;
ΔΙΚ. Γυρεύω το θεό, τι μου ᾽χει δώσει
πολλά αγαθά. Νά εγώ, που βλέπεις, είχα
πολλά κληρονομήσει απ᾽ τον πατέρα μου
και βόηθαγα όσοι φίλοι είχαν ανάγκη.830
Έλεα πως έτσι πρέπει στη ζωή.
ΚΑΡ. Και σύντομα το χρήμα πήε καλιά του.
ΔΙΚ. Ακριβώς. ΚΑΡ. Και κατάντησες στην ψάθα.
ΔΙΚ. Ακριβώς! Και θαρρούσα εγώ πως κέρδιζα
σίγουρα τη φιλία όλων εκείνων,
που είχαν ανάγκη και τους βοηθούσα εγώ,
να με βοηθήσουν κάποτες κι αυτοί.
Μα κείνοι άλλαζαν δρόμο και καμώνονταν
πως τάχα δε με βλέπουνε. ΚΑΡ. Και βέβαια
σε κοροϊδεύαν κιόλας. ΔΙΚ. Ακριβώς.
Μ᾽ αφάνισεν η στέρηση των όλων.
Αλλ᾽ όχι εδώ κι ομπρός. Ήρθα για τούτο840
να προσκυνήσω δίκια το θεό.
ΚΑΡ. Και τί δουλειά ᾽χει τούτη σου η παλιάτσα,
που το μικρό παιδί την κουβαλάει,
με τον Πλούτο; ΔΙΚ. Τη φέρνω στο θεό
να του την αφιερώσω. ΚΑΡ. Τη φορούσες
στα μεγάλα Ελευσίνια, όταν μυήθηκες;
ΔΙΚ. Όχι! Μ᾽ αυτήνε χρόνια δεκατρία
τουρτουρίζω. ΚΑΡ. Και τα παντόφλια τούτα;
ΔΙΚ. Χειμώνες και με δαύτα έχω περάσει!
ΚΑΡ. Θα τα χαρίσεις του θεού και δαύτα;
ΔΙΚ. Ναι, μά τον Δία! ΚΑΡ. Σπουδαία του φέρνεις δώρα!
|