Ο Τρυγαίος ξαναγυρίζει στη γη· μαζί του η Οπώρα και η Θεωρία.
ΤΡΥ. Βαρύ, να πας γραμμή στων θεών τα σπίτια·
820κουράστηκα, μου κόπηκαν τα σκέλια.
Στους θεατές.
Τί μικροί που φαινόσαστε απ᾽ τα ύψη,
τί παρακατιανοί και τιποτένιοι.
Και τώρα αν πεις, πιο τιποτένιοι ακόμα.
Ένας υπηρέτης του Τρυγαίου βγαίνει από το σπίτι.
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Μπα, γύρισες, αφέντη μου; ΤΡΥ. Έτσι λένε.
ΥΠΗ. Και πώς τα πήγες; ΤΡΥ. Πήρα δρόμο, δρόμο·
μου πόνεσαν τα σκέλια. ΥΠΗ. Πες μου… ΤΡΥ. Μίλα.
ΥΠΗ. Είδες να σεριανάνε στα ύψη και άλλοι
ή μόνο εσύ; ΤΡΥ. Κανείς· δυο τρεις μονάχα
ψυχές ποιητών που γράφουν διθυράμβους.
830ΥΠΗ. Και τί έκαναν; ΤΡΥ. Ωδές κορφολογούσαν
ξαστεροφωτοουράνοαιθεροδρόμες.
ΥΠΗ. Όταν κανείς πεθάνει, λεν πως τάχα
γινόμαστε άστρα· αλήθεια; ΤΡΥ. Ναι. ΥΠΗ. Και τώρα
στερνά ποιός έγινε άστρο εκεί; ΤΡΥ. Ο ποιητής
ο Χιώτης, ο Ίωνας, που ᾽χε εδώ συνθέσει
ένα έργο «Αυγερινός»· ευθύς σαν πήγε
λοιπόν, Αυγερινό τον κράζανε όλοι.
ΥΠΗ. Και τ᾽ άστρα αυτά που ανάβουνε και τρέχουν
τί να ᾽ναι; ΤΡΥ. Αστέρες πλούσιοι, που γυρίζουν
840από δείπνα κρατώντας φαναράκια.
Και τώρα πάρε μέσα την Οπώρα,
βάλε ζεστό νερό μες στην μπανιέρα,
κι αφού ετοιμάσεις νυφικό κρεβάτι
για αυτή κι εμέ, έλα πίσω· εγώ, ώσπου νά ᾽ρθεις,
τούτη δω στη βουλή θα παραδώσω.
Δείχνει τη Θεωρία.
ΥΠΗ. Και πούθε αυτές τις πήρες; ΤΡΥ. Απ᾽ τα ουράνια.
ΥΠΗ. Δυάρα για τους θεούς δε δίνω, αν είναι
πορνοβοσκοί κι αυτοί σαν τους ανθρώπους.
850ΤΡΥ. Όχι, μα κάποιοι ζουν κι εκεί απ᾽ τα τέτοια.
ΥΠΗ., στην Οπώρα.
Πάμε λοιπόν. (Στον Τρυγαίο.) Δε πρέπει να της δώσω
κάτι να φάει; ΤΡΥ. Μπα, τίποτα· δεν τρώει
ούτε μπομπότα ούτε ψωμί· έχει μάθει
μόνο αμβροσία στον Όλυμπο να γλείφει.
ΥΠΗ. Τότε ας της βρω κανένα γλειφιτσούρι.
Παίρνει την Οπώρα στο σπίτι.
ΧΟΡ. Φανερό
πως ο γέροντας τώρα κι εμπρός
καλοπέραση θα ᾽χει.
ΤΡΥ. Κι όταν με δείτε σα γαμπρός να λάμπω, τί θα πείτε;
860ΧΟΡ. Θα σ᾽ αλείψουνε μύρα, που νιο
θα σε κάμουν ξανά·
κι όλοι τότε θα λένε «καλότυχος που είσαι!».
ΤΡΥ. Και τί θα πεις, όταν με δεις στον κόρφο της να γέρνω;
ΧΟΡ. Θα πω: τί αξίζουν μπρος σ᾽ αυτόν οι σβούρες του Καρκίνου;
ΤΡΥ. Και δε μου αξίζει; Ανέβηκα
πάνω σε σκαθαράλογο
και γλίτωσα τους Έλληνες·
κι έτσι μπορούνε ξέγνοιαστοι
στον ύπνο να το ρίχνουνε,
στον ύπνο και στον έρωτα,
μες στα χωράφια.
|