Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Εἰρήνη (819-867)


ΤΡ. ὡς χαλεπὸν ἐλθεῖν ἦν ἄρ᾽ εὐθὺ τῶν θεῶν.
820ἔγωγέ τοι πεπόνηκα κομιδῇ τὼ σκέλει.
μικροὶ δ᾽ ὁρᾶν ἄνωθεν ἦστ᾽. ἔμοιγέ τοι
ἀπὸ τοὐρανοῦ ᾽φαίνεσθε κακοήθεις πάνυ,
ἐντευθενὶ δὲ πολύ τι κακοηθέστεροι.
ΟΙ. ὦ δέσποθ᾽, ἥκεις; ΤΡ. ὡς ἐγὼ ᾽πυθόμην τινός.
825ΟΙ. τί δ᾽ ἔπαθες; ΤΡ. ἤλγουν τὼ σκέλει μακρὰν ὁδὸν
διεληλυθώς. ΟΙ. ἴθι νυν, κάτειπέ μοι— ΤΡ. τὸ τί;
ΟΙ. ἄλλον τιν᾽ εἶδες ἄνδρα κατὰ τὸν ἀέρα
πλανώμενον πλὴν σαυτόν; ΤΡ. οὔκ, εἰ μή γέ που
ψυχὰς δύ᾽ ἢ τρεῖς διθυραμβοδιδασκάλων.
830ΟΙ. τί δ᾽ ἔδρων; ΤΡ. ξυνελέγοντ᾽ ἀναβολὰς ποτώμεναι
τὰς ἐνδιαεριαυρονηχέτους τινάς.
ΟΙ. οὐκ ἦν ἄρ᾽ οὐδ᾽ ἃ λέγουσι, κατὰ τὸν ἀέρα
ὡς ἀστέρες γιγνόμεθ᾽, ὅταν τις ἀποθάνῃ;
ΤΡ. μάλιστα. ΟΙ. καὶ τίς ἐστιν ἀστὴρ νῦν ἐκεῖ
835Ἴων ὁ Χῖος; ΤΡ. ὅνπερ ἐπόησεν πάλαι
ἐνθάδε τὸν Ἀοῖόν ποθ᾽· ὡς δ᾽ ἦλθ᾽, εὐθέως
Ἀοῖον αὐτὸν πάντες ἐκάλουν ἀστέρα.
ΟΙ. τίνες γάρ εἰσ᾽ οἱ διατρέχοντες ἀστέρες,
οἳ καόμενοι θέουσιν; ΤΡ. ἀπὸ δείπνου τινὲς
840τῶν πλουσίων οὗτοι βαδίζουσ᾽ ἀστέρων
ἰπνοὺς ἔχοντες, ἐν δὲ τοῖς ἰπνοῖσι πῦρ.
ἀλλ᾽ εἴσαγ᾽ ὡς τάχιστα ταυτηνὶ λαβών,
καὶ τὴν πύελον κατάκλυζε καὶ θέρμαιν᾽ ὕδωρ,
στόρνυ τ᾽ ἐμοὶ καὶ τῇδε κουρίδιον λέχος.
845καὶ ταῦτα δράσας ἧκε δεῦρ᾽ αὖθις πάλιν·
ἐγὼ δ᾽ ἀποδώσω τήνδε τῇ βουλῇ τέως.
ΟΙ. πόθεν δ᾽ ἔλαβες ταύτας σύ; ΤΡ. πόθεν; ἐκ τοὐρανοῦ.
ΟΙ. οὐκ ἂν ἔτι δοίην τῶν θεῶν τριώβολον,
εἰ πορνοβοσκοῦσ᾽ ὥσπερ ἡμεῖς οἱ βροτοί.
850ΤΡ. οὔκ, ἀλλὰ κἀκεῖ ζῶσιν ἀπὸ τούτων τινές.
ἄγε νυν ἴωμεν. ΟΙ. εἰπέ μοι, δῶ καταφαγεῖν
ταύτῃ τι; ΤΡ. μηδέν· οὐ γὰρ ἐθελήσει φαγεῖν
οὔτ᾽ ἄρτον οὔτε μᾶζαν, εἰωθυῖ᾽ ἀεὶ
παρὰ τοῖς θεοῖσιν ἀμβροσίαν λείχειν ἄνω.
855ΟΙ. λείχειν ἄρ᾽ αὐτῇ κἀνθάδε σκευαστέον.

ΧΟ. εὐδαιμονικῶς γ᾽ ὁ πρε- [στρ.]
σβύτης, ὅσα γ᾽ ὧδ᾽ ἰδεῖν,
τὰ νῦν τάδε πράττει.
ΤΡ. τί δῆτ᾽, ἐπειδὰν νυμφίον μ᾽ ὁρᾶτε λαμπρὸν ὄντα;
860ΧΟ. ζηλωτὸς ἔσει, γέρον,
αὖθις νέος ὢν πάλιν,
μύρῳ κατάλειπτος.
ΤΡ. οἶμαι. τί δῆθ᾽, ὅταν ξυνὼν τῶν τιτθίων ἔχωμαι;
ΧΟ. εὐδαιμονέστερος φανεῖ τῶν Καρκίνου στροβίλων.
ΤΡ. οὔκουν δικαίως; ὅστις εἰς
865ὄχημα κανθάρου ᾽πιβὰς
ἔσωσα τοὺς Ἕλληνας, ὥστ᾽
ἐν τοῖς ἀγροῖς
ἅπαντας ὄντας ἀσφαλῶς
κινεῖν τε καὶ καθεύδειν.


Ο Τρυγαίος ξαναγυρίζει στη γη· μαζί του η Οπώρα και η Θεωρία.
ΤΡΥ. Βαρύ, να πας γραμμή στων θεών τα σπίτια·
820κουράστηκα, μου κόπηκαν τα σκέλια.
Στους θεατές.
Τί μικροί που φαινόσαστε απ᾽ τα ύψη,
τί παρακατιανοί και τιποτένιοι.
Και τώρα αν πεις, πιο τιποτένιοι ακόμα.
Ένας υπηρέτης του Τρυγαίου βγαίνει από το σπίτι.
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Μπα, γύρισες, αφέντη μου; ΤΡΥ. Έτσι λένε.
ΥΠΗ. Και πώς τα πήγες; ΤΡΥ. Πήρα δρόμο, δρόμο·
μου πόνεσαν τα σκέλια. ΥΠΗ. Πες μου… ΤΡΥ. Μίλα.
ΥΠΗ. Είδες να σεριανάνε στα ύψη και άλλοι
ή μόνο εσύ; ΤΡΥ. Κανείς· δυο τρεις μονάχα
ψυχές ποιητών που γράφουν διθυράμβους.
830ΥΠΗ. Και τί έκαναν; ΤΡΥ. Ωδές κορφολογούσαν
ξαστεροφωτοουράνοαιθεροδρόμες.
ΥΠΗ. Όταν κανείς πεθάνει, λεν πως τάχα
γινόμαστε άστρα· αλήθεια; ΤΡΥ. Ναι. ΥΠΗ. Και τώρα
στερνά ποιός έγινε άστρο εκεί; ΤΡΥ. Ο ποιητής
ο Χιώτης, ο Ίωνας, που ᾽χε εδώ συνθέσει
ένα έργο «Αυγερινός»· ευθύς σαν πήγε
λοιπόν, Αυγερινό τον κράζανε όλοι.
ΥΠΗ. Και τ᾽ άστρα αυτά που ανάβουνε και τρέχουν
τί να ᾽ναι; ΤΡΥ. Αστέρες πλούσιοι, που γυρίζουν
840από δείπνα κρατώντας φαναράκια.
Και τώρα πάρε μέσα την Οπώρα,
βάλε ζεστό νερό μες στην μπανιέρα,
κι αφού ετοιμάσεις νυφικό κρεβάτι
για αυτή κι εμέ, έλα πίσω· εγώ, ώσπου νά ᾽ρθεις,
τούτη δω στη βουλή θα παραδώσω.
Δείχνει τη Θεωρία.
ΥΠΗ. Και πούθε αυτές τις πήρες; ΤΡΥ. Απ᾽ τα ουράνια.
ΥΠΗ. Δυάρα για τους θεούς δε δίνω, αν είναι
πορνοβοσκοί κι αυτοί σαν τους ανθρώπους.
850ΤΡΥ. Όχι, μα κάποιοι ζουν κι εκεί απ᾽ τα τέτοια.
ΥΠΗ., στην Οπώρα.
Πάμε λοιπόν. (Στον Τρυγαίο.) Δε πρέπει να της δώσω
κάτι να φάει; ΤΡΥ. Μπα, τίποτα· δεν τρώει
ούτε μπομπότα ούτε ψωμί· έχει μάθει
μόνο αμβροσία στον Όλυμπο να γλείφει.
ΥΠΗ. Τότε ας της βρω κανένα γλειφιτσούρι.
Παίρνει την Οπώρα στο σπίτι.

ΧΟΡ. Φανερό
πως ο γέροντας τώρα κι εμπρός
καλοπέραση θα ᾽χει.
ΤΡΥ. Κι όταν με δείτε σα γαμπρός να λάμπω, τί θα πείτε;
860ΧΟΡ. Θα σ᾽ αλείψουνε μύρα, που νιο
θα σε κάμουν ξανά·
κι όλοι τότε θα λένε «καλότυχος που είσαι!».
ΤΡΥ. Και τί θα πεις, όταν με δεις στον κόρφο της να γέρνω;
ΧΟΡ. Θα πω: τί αξίζουν μπρος σ᾽ αυτόν οι σβούρες του Καρκίνου;
ΤΡΥ. Και δε μου αξίζει; Ανέβηκα
πάνω σε σκαθαράλογο
και γλίτωσα τους Έλληνες·
κι έτσι μπορούνε ξέγνοιαστοι
στον ύπνο να το ρίχνουνε,
στον ύπνο και στον έρωτα,
μες στα χωράφια.