Κι εγώ της είπα: «Πολύ ωραία, ξένη μας, γιατί τα λες όμορφα· λοιπόν, όντας τέτοιος ο Έρως, ποιές υπηρεσίες προσφέρει στους ανθρώπους;» [204d] «Ακριβώς αυτά, Σωκράτη, θα δοκιμάσω να σου διδάξω ύστερ᾽ απ᾽ τα προηγούμενα (ότι δηλαδή ο Έρως είναι όπως τον παρέστησα κι αυτή είναι η καταγωγή του, κι είναι έρωτας για τα ωραία, όπως εσύ τονίζεις). Τώρα, αν μας ρωτούσε κανείς: “Σωκράτη και Διοτίμα, τί ακριβώς εννοούμε με το “ο Έρως των ωραίων;” ας το πω σαφέστερα, νά: “ο ερωτευμένος ποθεί τα ωραία”· τί ποθεί;» Κι εγώ απάντησα, «Να τα κάνει κτήμα του». «Όμως η απάντησή σου, είπε, προκαλεί άλλη μια ερώτηση, σαν κι ετούτη: “ποιό το κέρδος εκείνου που θα κάνει κτήμα του τα ωραία;”» «Δε βλέπω να είμαι και τόσο σε θέση, είπα, να δώσω απάντηση σ᾽ αυτή την ερώτηση προχειρολογώντας». [204e] «Υπόθεσε όμως, είπε η Διοτίμα, ότι κάποιος τροποποιούσε την ερώτηση και, στη θέση του “ωραίου” έβαζε “το αγαθό”, και σε ρωτούσε: Έλα, Σωκράτη, αυτός που ποθεί τα αγαθά, ποθεί· τί ποθεί;» «Να γίνουν κτήμα του», αποκρίθηκα. «Και ποιό θα είναι το κέρδος εκείνου που θα κάνει κτήμα του τα αγαθά;» «Σ᾽ αυτό είναι ευκολότερο ν᾽ απαντήσω, είπα: θα γίνει ευτυχισμένος». [205a] «Δηλαδή, είπε, η απόχτηση των αγαθών κάνει τους ευτυχισμένους ευτυχισμένους, και περιττεύει πια άλλη ερώτηση, όπως: “και ποιός ο λόγος που επιθυμεί να είναι ευτυχισμένος αυτός που το επιθυμεί;” Αλλά μου φαίνεται ότι ολοκληρώθηκε η απάντηση». «Λες την αλήθεια», είπα εγώ. «Κι αυτή τη βούληση κι αυτό τον έρωτα, τί φρονείς, τον νιώθουν όλοι οι άνθρωποι —κοινό τους χαρακτηριστικό— και όλοι τους ποθούν να γίνουν κτήμα τους για πάντα τα αγαθά; ή μήπως έχεις άλλη άποψη;» «Ναι, αυτή είναι η άποψή μου, της είπα· είναι κοινός σε όλους». «Τότε λοιπόν, Σωκράτη, για ποιό λόγο δε λέμε ότι όλοι είναι εραστές, [205b] αφού όλοι νιώθουν έρωτα για τα ίδια πράγματα, και πάντοτε, αλλά ορισμένους τους αποκαλούμε εραστές, άλλους όμως όχι;» «Αυτή την απορία έχω κι εγώ», είπα. «Όχι, δεν είναι ν᾽ απορείς, είπε· δηλαδή, από την έννοια “έρωτας”, πήραμε κατά μέρος μια συγκεκριμένη έκφανσή της και, δίνοντάς της το όνομα του συνόλου, την ονομάσαμε “έρωτα”, ενώ για τις υπόλοιπες εκφάνσεις της χρησιμοποιούμε άλλες ονομασίες. «Όπως λόγου χάρη τί;», είπα. «Λόγου χάρη, νά: γνωρίζεις ότι “ποίηση” είναι μια ευρύτερη έννοια· δηλαδή, για κάθε πράμα, που απ᾽ την ανυπαρξία περνά στην ύπαρξη, μοναδική αιτία είναι [205c] η “ποίηση”· κι έτσι, και τα έργα που παράγουν όλα τα επαγγέλματα είναι “ποιήσεις” και οι τεχνίτες που τα παράγουν, όλοι τους, “ποιητές”». «Είναι όπως τα λες». «Αλλά όμως, μου είπε, ξέρεις ότι δεν τους αποκαλούμε “ποιητές”, αλλά έχουν άλλες ονομασίες· κι από τη γενική έννοια “ποίηση” απομονώσαμε ένα είδος, αυτό που έχει να κάνει με τη μουσική και τη στιχουργία, και το προσαγορεύουμε με το συνολικό όνομα. Γιατί μόνο αυτό το είδος ονομάζεται “ποίηση” κι αυτοί που καταγίνονται μ᾽ αυτό το είδος της “ποίησης”, “ποιητές”». «Είναι όπως τα λες», είπα.
|