Ραψωδία ΩἝκτορος λύτρα.
Διαλύθηκεν η σύναξις κι εσκόρπιζαν τα πλήθη
καθένας εις τες πρύμνες των, τον δείπνον να ετοιμάσουν
και να πλαγιάσουν ύστερα· αλλ᾽ έκλαιγε ο Πηλείδης
τον φίλον του αλησμόνητα, και ο ύπνος οπού όλους
5δαμάζει, αυτόν δεν έπιανε, και ανάπαυσιν δεν είχε·
και του Πατρόκλου του η καλή και ανδράγαθη νεότης,
και όσ᾽ αγωνίσθηκε μ᾽ αυτόν, όσά ᾽παθε μαζί του
και των πολέμων κίνδυνα και της φρικτής θαλάσσης,
όλα τού έρχονταν στον νουν και οδύρετο με πόνον
10δεξιά, ζερβιά, τ᾽ ανάσκελα ή προύμυτα στην κλίνην·
κι έξαφνα εσηκώνονταν και στο ακρογιάλι μόνος
παράδερνε και της αυγής άμ᾽ έβλεπε τα πρώτα
ροδίσματα στην θάλασσαν και στ᾽ ακρογιάλια πέρα,
τους ταχείς ίππους έζευε και οπίσω από τ᾽ αμάξι
15σφικτόδενε τον Έκτορα συρτόν και αφού τρεις γύρες
ολόγυρα τον έσερνε στου φίλου του τον τάφον,
εις την σκηνήν του ησύχαζε, κι επίστομα στο χώμα
τον άφηνεν· αλλ᾽ ασχημιές δεν πάθαινε το σώμα,
ότι τον άνδρα και νεκρόν τον ελυπείτ᾽ ο Φοίβος
20και τον επερισκέπαζε με την χρυσήν αιγίδα
να μη γδαρθεί το σώμα του στα χώματα συρμένο.
Τόσα τον θείον Έκτορα εκάκωνεν εκείνος.
Έβλεπαν οι μακάριοι θεοί και τον λυπούνταν
κι επαρακίναν τον Ερμήν τον Έκτορα να κλέψει.
25Όλ᾽ οι θεοί το ήθελαν, αλλ᾽ όχ᾽ η Ήρα, μήτε
ο Ποσειδών, μήτ᾽ η Αθηνά που πάντοτ᾽ εμισούσαν
την Ίλιον, τον Πρίαμον και όλον τον λαόν του,
αφού ο Πάρις τες θεές, στην στάνην του όταν ήλθαν,
ο ασεβής, αδίκησε κι επαίνεσεν εκείνην,
30οπού σ᾽ ολέθριον έρωτα του εγίνη προξενήτρα.
Και όταν στον κόσμον έφεξεν η δωδεκάτ᾽ ημέρα
ο Φοίβος τότε ομίλησεν εκεί των αθανάτων:
«Είσθε κακόπραχτοι, ω θεοί· ποτέ του ενόσω εζούσε
ο Έκτωρ δεν σας έκαψε βοδιών μεριά κι ερίφων;
35Και δεν σας είπεν η καρδιά μηδέ τον πεθαμένον
να σώσετε να τον ιδούν η χώρα του, οι γονείς του,
το ανήλικό του και ο λαός, που ευθύς θα τον εκαίαν
και θα τον ενταφίαζαν μ᾽ όσες τιμές του πρέπουν,
αλλά χαρίζεσθε, ω θεοί, στον πάγκακον Πηλείδην,
40που μήτε σπλάχνα δίκαια και μήτε πνεύμα πράον
έχει στα στήθη, αλλ᾽ άγρια φρονεί σαν το λεοντάρι
που δυνατό ακράτητο την πείναν να χορτάσει
ορμά στα ποίμνια των θνητών· ομοίως του Αχιλλέως
απ᾽ την ψυχήν το έλεος εχάθη και το σέβας,
45που τους θνητούς πότε ωφελεί και πότε ζημιώνει.
Χάνει αδελφός τον αδελφόν, πατέρας το παιδί του·
τι μεγαλύτερος καημός; Και όμως αφού τον κλάψουν
παύουν από τα δάκρυα στο τέλος, ότ᾽ οι μοίρες
ψυχήν υπομονητικήν εδώκαν των ανθρώπων·
50και αυτός αφού εθανάτωσε τον Έκτορα τον θείον
ολόγυρα στου φίλου του τον τάφον με τους ίππους
τον σέρνει· και όφελος, θαρρώ, και δόξαν δεν θα λάβει·
αν και γενναίος δύναται να πέσει στην οργήν μας
αφού γην άλαλην αυτός κακοποιεί με λύσσαν».
55Και με χολήν του απάντησεν η Ήρα, η λευκοχέρα:
«Θα έστεκε, αργυρότοξε, ο λόγος σου, αν ομοίαν
του Έκτορος θα δώσετε τιμήν και του Αχιλλέως.
Θνητός ο Έκτωρ και θνητής εβύζαξε το γάλα·
Γόνος θεάς ο Αχιλλεύς, που γλυκοαναθρεμμένην
60από εμέ, την έδωκα γυναίκα του Πηλέως
που όλοι αγαπούσαν οι θεοί. Και στες χαρές των γάμων
όλοι καθίζετε, ω θεοί, και αυτού με την κιθάραν
και συ, ω πάντοτ᾽ άπιστε και των αχρείων φίλε».
Και ο Δίας της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης:
65«Ήρα, μη τόσ᾽ οργίζεσαι με τους θεούς, και ομοίως
δεν θα τους δώσομε τιμήν, αλλά και ο Έκτωρ ήταν
εις τους θεούς αγαπητός, όσο κανείς των Τρώων,
καθώς σ᾽ εμέ που μ᾽ εύφραινε με τα καλά του δώρα·
ότι ποτέ δεν έλειψε τραπέζι στον βωμόν μου
70σπονδή και κνίσα, των θεών εξαίρετο μοιράδι.
Και τώρα ιδού· να κλέψομε κρυφά ᾽πό τον Πηλείδην
τον Έκτορα δεν γίνεται· τι νύκτα – ημέρα η Θέτις
δεν λείπει από το πλάγι του· αλλ᾽ ας μου προσκαλέσει
κανένας από τους θεούς την Θέτιδα έμπροσθέν μου
75να την διδάξω εγώ το πώς τον Έκτορα θα λύσει
ο Αχιλλεύς, αφού δεχθεί τα δώρα του Πριάμου».
|