ΚΡ. Εγώ, του Αιγέα γιε, μήτε την πόλη αυτήν άνανδρη
940τη λογάριασα μήτε κι αστόχαστα, όπως εσύ το λες,
συντέλεσα το έργο μου. Ποτέ μου δεν φαντάστηκα
πως κάποιους θα τους έπιανε, για συγγενείς δικούς μου,
τόσος και τέτοιος ζήλος, αυτούς να τρέφουν με το έτσι θέλω.
Πίστευα μέσα μου πως ένας πατροκτόνος, αιμομίκτης,
945δεν θα γινότανε εδώ δεκτός, ένας που βρέθηκε χωμένος
σ᾽ ανίερους γάμους, παιδιού με μάνα.
Είχα εξάλλου επίγνωση ότι στα χώματά σας σύμβουλος στέκει
συνετός ο Άρειος Πάγος, κι αυτός δεν επιτρέπει
στην πόλη να κυκλοφορούν τέτοιοι αλήτες.
950Σ᾽ αυτόν στηρίχτηκα κι έβαλα χέρι στο θήραμά μου.
Και μολαταύτα δεν θα το τολμούσα, αν αυτός ο άθλιος
δεν έριχνε βαριές κατάρες πάνω μου, σ᾽ εμένα και στο γένος μου.
Μετά από τόση προσβολή, ένιωσα χρέος
ν᾽ αντιδράσω. Γιατί ο θυμός ποτέ του δεν γερνά·
πεθαίνει με τον θάνατο, και μόνο οι πεθαμένοι
955μένουν αναίσθητοι.
Απέναντι σ᾽ αυτά εσύ θα πράξεις όπως θες.
Όσο για μένα η μοναξιά, κι ας λέω δίκαια πράγματα,
με κάνει αδύναμο. Κι όμως μπροστά σε τέτοιες πράξεις,
παρά τα τόσα χρόνια μου, θα δοκιμάσω κι εγώ ν᾽ αντισταθώ.
960ΟΙ. Γλώσσα αναίσχυντη, ποιόν καθυβρίζεις τώρα;
εμένα που είμαι γέρος; ή τα δικά σου γηρατειά;
Που βρώμισες το στόμα σου μιλώντας για φόνους και για γάμους,
για συμφορές που τις φορτώθηκα ο ταλαίπωρος χωρίς να φταίω;
Μπορεί και να ᾽ταν θέλημα θεού, αν οι θεοί οργίστηκαν
965με τη γενιά μου. Όμως σ᾽ εμένα, πάνω μου, όσο κι αν ψάξεις,
δεν θα βρεις ένοχο στίγμα ανάλογο με τα μεγάλα σφάλματα,
όσα με βάρυναν κι έπληξαν τους δικούς μου.
Πες μου ωστόσο για να μάθω· αν ήταν πεπρωμένο του,
αν στον πατέρα μου έφτασε ο χρησμός πως κάποιο
970απ᾽ τα παιδιά του θα τον σκότωνε, με ποιό δικαίωμα φορτώνεις
πάνω στους ώμους μου αυτό το όνειδος;
Όταν δεν μ᾽ είχε ακόμη σπείρει εκείνος στην κοιλιά της μάνας μου
κι ήμουν αγέννητος; Αλλά, κι όταν γεννήθηκα,
όπως γεννήθηκα, μαύρη μου συμφορά, όταν
975με τον πατέρα μου ήλθα στα χέρια και τον σκότωσα,
δίχως να ξέρω το τί κάνω, σε ποιόν το κάνω, πώς
μια τέτοια πράξη αθέλητη μπορείς εσύ σε βάρος μου
να την καταλογίζεις; Αλλά και για της μάνας μου τους γάμους,
της αδελφής σου άθλιε, δεν ντρέπεσαι να μ᾽ αναγκάζεις
980τώρα να μιλήσω; Γιατί θα πω πώς έγιναν, δεν θα κρατήσω πια
το στόμα μου κλειστό, αφού κι εσύ ξεστόμισες
τ᾽ ανόσια λόγια σου.
Με γέννησε, αυτή με γέννησε, αρχή της συμφοράς μου,
δίχως να ξέρει, δίχως να το ξέρω.
Κι αφού στον κόσμο μ᾽ έφερε, μαζί μου φύτεψε παιδιά,
985όνειδος φοβερό. Απ᾽ όλα αυτά, ένα καλά το ξέρω·
σ᾽ αρέσει να ονειδίζεις τη μάνα μου κι εμένα.
Κι όμως εγώ ζευγάρωσα μαζί της δίχως να το θέλω,
όπως κι αυτά που ομολογώ, άθελα βγαίνουν απ᾽ το στόμα μου.
Γι᾽ αυτό κανείς εδώ δεν θα με κρίνει ένοχο, πιστεύω,
μήτε για τους παλιούς μου γάμους, που εσύ μου ρίχνεις πάντα
κατά πρόσωπο, μήτε και για τον φόνο του πατέρα μου,
990που λίγο πριν γι᾽ αυτόν πικρά με κατηγόρησες.
Σ᾽ άλλο ερώτημά μου αποκρίσου τώρα· αν προς στιγμή
στεκόταν πλάι σου θέλοντας κάποιος, τον δίκαιο εσένα,
να σκοτώσει, μήπως θα γύρευες να μάθεις πρώτα
αν ο φονιάς είναι ο πατέρας σου; Ή θα τον τιμωρούσες πάραυτα;
995Αν τη ζωή σου αγαπάς, πιστεύω πως θα σκότωνες
τον ένοχο, δίχως την ώρα εκείνη να σκεφτείς τί λέει το δίκιο.
Λοιπόν σε τέτοια συμφορά της τύχης βούλιαξα κι εγώ,
μπορεί κάποιος θεός να μ᾽ έσπρωξε. Όμως το αισθάνομαι,
δεν θα ᾽λεγε το αντίθετο και του πατέρα μου η ψυχή, αν ζούσε.
1000Μα τώρα εσύ, άδικος από φυσικού σου, ωραίο νομίζεις είναι
το καθετί να ξεστομίζεις, ρητό κι απόρρητο, κι έτσι μπροστά
σ᾽ αυτούς τολμάς να μ᾽ ονειδίζεις.
Αλλά και του Θησέα τ᾽ όνομα βρίσκεις καλό να κολακέψεις,
και την Αθήνα βέβαια, που πολιτεύεται τόσο σωστά.
1005Ωστόσο μέσα στους πολλούς επαίνους, ένα σου ξέφυγε·
αν κάποια χώρα υπάρχει που ξέρει τους θεούς να σέβεται
και να τιμά, η πόλη αυτή σ᾽ αυτό πολύ υπερέχει.
Κι όμως πήγες εσύ κρυφά έναν ικέτη γέροντα να κλέψεις,
να βάλεις χέρι σ᾽ εμένα και τις κόρες μου, τις πήρες κιόλας
για να φύγεις.
1010Αλλά κι εγώ επικαλούμαι τώρα τις θεές του τόπου,
στα γόνατα προσπέφτω και παρακαλώ, πλάι μου να σταθούν,
να με συντρέξουν, ώστε κι εσύ να μάθεις κάποτε
την πόλη αυτή ποιοί την φρουρούν.
|