Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ρητορική (1368b-1369a)

[1368b] [X] Περὶ δὲ κατηγορίας καὶ ἀπολογίας, ἐκ πόσων καὶ ποίων ποιεῖσθαι δεῖ τοὺς συλλογισμούς, ἐχόμενον ἂν εἴη λέγειν. δεῖ δὴ λαβεῖν τρία, ἓν μὲν τίνων καὶ πόσων ἕνεκα ἀδικοῦσι, δεύτερον δὲ πῶς αὐτοὶ διακείμενοι, τρίτον δὲ τοὺς ποίους καὶ πῶς ἔχοντας. διορισάμενοι οὖν τὸ ἀδικεῖν λέγωμεν ἑξῆς.
Ἔστω δὴ τὸ ἀδικεῖν τὸ βλάπτειν ἑκόντα παρὰ τὸν νόμον. νόμος δ᾽ ἐστὶν ὁ μὲν ἴδιος ὁ δὲ κοινός· λέγω δὲ ἴδιον μὲν καθ᾽ ὃν γεγραμμένον πολιτεύονται, κοινὸν δὲ ὅσα ἄγραφα παρὰ πᾶσιν ὁμολογεῖσθαι δοκεῖ. ἑκόντες δὲ ποιοῦσιν ὅσα εἰδότες καὶ μὴ ἀναγκαζόμενοι. ὅσα μὲν οὖν εἰδότες, οὐ πάντα προαιρούμενοι, ὅσα δὲ προαιρούμενοι, εἰδότες ἅπαντα· οὐδεὶς γὰρ ὃ προαιρεῖται ἀγνοεῖ.
Δι᾽ ἃ δὲ προαιροῦνται βλάπτειν καὶ φαῦλα ποιεῖν παρὰ τὸν νόμον κακία ἐστὶν καὶ ἀκρασία· ἐὰν γάρ τινες ἔχωσιν μοχθηρίαν ἢ μίαν ἢ πλείους, περὶ τοῦτο ὃ μοχθηροὶ τυγχάνουσιν ὄντες καὶ ἄδικοί εἰσιν· οἷον ὁ μὲν ἀνελεύθερος περὶ χρήματα, ὁ δ᾽ ἀκόλαστος περὶ τὰς τοῦ σώματος ἡδονάς, ὁ δὲ μαλακὸς περὶ τὰ ῥάθυμα, ὁ δὲ δειλὸς περὶ τοὺς κινδύνους (τοὺς γὰρ συγκινδυνεύοντας ἐγκαταλιμπάνουσι διὰ τὸν φόβον), ὁ δὲ φιλότιμος διὰ τιμήν, ὁ δ᾽ ὀξύθυμος δι᾽ ὀργήν, ὁ δὲ φιλόνικος διὰ νίκην, ὁ δὲ πικρὸς διὰ τιμωρίαν, ὁ δ᾽ ἄφρων διὰ τὸ ἀπατᾶσθαι περὶ τὸ δίκαιον καὶ ἄδικον, ὁ δ᾽ ἀναίσχυντος δι᾽ ὀλιγωρίαν δόξης· ὁμοίως δὲ καὶ τῶν ἄλλων ἕκαστος περὶ ἕκαστον τῶν ὑποκειμένων.
Ἀλλὰ περὶ μὲν τούτων δῆλον, τὰ μὲν ἐκ τῶν περὶ τὰς ἀρετὰς εἰρημένων, τὰ δ᾽ ἐκ τῶν περὶ τὰ πάθη ῥηθησομένων· λοιπὸν δ᾽ εἰπεῖν τίνος ἕνεκα καὶ πῶς ἔχοντες ἀδικοῦσι καὶ τίνας.
Πρῶτον μὲν οὖν διελώμεθα τίνων ὀρεγόμενοι καὶ ποῖα φεύγοντες ἐγχειροῦσιν ἀδικεῖν· δῆλον γὰρ ὡς τῷ μὲν κατηγοροῦντι πόσα καὶ ποῖα τούτων ὑπάρχει τῷ ἀντιδίκῳ σκεπτέον, ὧν ἐφιέμενοι πάντες τοὺς πλησίον ἀδικοῦσι, τῷ δὲ ἀπολογουμένῳ ποῖα καὶ πόσα τούτων οὐχ ὑπάρχει. πάντες δὴ πάντα πράττουσι τὰ μὲν οὐ δι᾽ αὑτοὺς τὰ δὲ δι᾽ αὑτούς. τῶν μὲν οὖν μὴ δι᾽ αὑτοὺς τὰ μὲν διὰ τύχην πράττουσι τὰ δ᾽ ἐξ ἀνάγκης, τῶν δ᾽ ἐξ ἀνάγκης τὰ μὲν βίᾳ τὰ δὲ φύσει, ὥστε πάντα ὅσα μὴ δι᾽ αὑτοὺς πράττουσι, τὰ μὲν ἀπὸ τύχης τὰ δὲ φύσει τὰ δὲ βίᾳ. ὅσα δὲ δι᾽ αὑτούς, καὶ ὧν [1369a] αὐτοὶ αἴτιοι, τὰ μὲν δι᾽ ἔθος τὰ δὲ δι᾽ ὄρεξιν, τὰ μὲν διὰ λογιστικὴν ὄρεξιν τὰ δὲ δι᾽ ἄλογον· ἔστιν δ᾽ ἡ μὲν βούλησις ἀγαθοῦ ὄρεξις (οὐδεὶς γὰρ βούλεται ἀλλ᾽ ἢ ὅταν οἰηθῇ εἶναι ἀγαθόν), ἄλογοι δ᾽ ὀρέξεις ὀργὴ καὶ ἐπιθυμία· ὥστε πάντα ὅσα πράττουσιν ἀνάγκη πράττειν δι᾽ αἰτίας ἑπτά, διὰ τύχην, διὰ φύσιν, διὰ βίαν, δι᾽ ἔθος, διὰ λογισμόν, διὰ θυμόν, δι᾽ ἐπιθυμίαν. τὸ δὲ προσδιαιρεῖσθαι καθ᾽ ἡλικίαν ἢ ἕξεις ἢ ἀλλ᾽ ἄττα τὰ πραττόμενα περίεργον· εἰ γὰρ συμβέβηκεν τοῖς νέοις ὀργίλοις εἶναι ἢ ἐπιθυμητικοῖς, οὐ διὰ τὴν νεότητα πράττουσι τὰ τοιαῦτα ἀλλὰ δι᾽ ὀργὴν καὶ ἐπιθυμίαν. οὐδὲ διὰ πλοῦτον καὶ πενίαν, ἀλλὰ συμβέβηκε τοῖς μὲν πένησι διὰ τὴν ἔνδειαν ἐπιθυμεῖν χρημάτων, τοῖς δὲ πλουσίοις διὰ τὴν ἐξουσίαν ἐπιθυμεῖν τῶν μὴ ἀναγκαίων ἡδονῶν· ἀλλὰ πράξουσι καὶ οὗτοι οὐ διὰ πλοῦτον καὶ πενίαν ἀλλὰ διὰ τὴν ἐπιθυμίαν. ὁμοίως δὲ καὶ οἱ δίκαιοι καὶ οἱ ἄδικοι, καὶ οἱ ἄλλοι οἱ λεγόμενοι κατὰ τὰς ἕξεις πράττειν, διὰ ταῦτα πράξουσιν· ἢ γὰρ διὰ λογισμὸν ἢ διὰ πάθος· ἀλλ᾽ οἱ μὲν διὰ ἤθη καὶ πάθη χρηστά, οἱ δὲ διὰ τἀναντία. συμβαίνει μέντοι ταῖς μὲν τοιαύταις ἕξεσι τὰ τοιαῦτα ἀκολουθεῖν, ταῖς δὲ τοιαῖσδε τὰ τοιάδε· εὐθὺς γὰρ ἴσως τῷ μὲν σώφρονι διὰ τὸ σώφρονα εἶναι δόξαι τε καὶ ἐπιθυμίαι χρησταὶ ἐπακολουθοῦσι περὶ τῶν ἡδέων, τῷ δ᾽ ἀκολάστῳ αἱ ἐναντίαι περὶ τῶν αὐτῶν τούτων· διὸ τὰς μὲν τοιαύτας διαιρέσεις ἐατέον, σκεπτέον δὲ ποῖα ποίοις εἴωθεν ἕπεσθαι· εἰ μὲν γὰρ λευκὸς ἢ μέλας, ἢ μέγας ἢ μικρός, οὐδὲν τέτακται τῶν τοιούτων ἀκολουθεῖν, εἰ δὲ νέος ἢ πρεσβύτης, ἢ δίκαιος ἢ ἄδικος, ἤδη διαφέρει· καὶ ὅλως ὅσα τῶν συμβαινόντων ποιεῖ διαφέρειν τὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων, οἷον πλουτεῖν δοκῶν ἑαυτῷ ἢ πένεσθαι διοίσει τι, καὶ εὐτυχεῖν ἢ ἀτυχεῖν. ταῦτα μὲν οὖν ὕστερον ἐροῦμεν, νῦν δὲ περὶ τῶν λοιπῶν εἴπωμεν πρῶτον.

[1368b] [10] Σειρά έχει, λέω, τώρα να μιλήσουμε για την κατηγορία και την απολογία, για το πόσοι και ποιοί είναι οι τόποι από τους οποίους πρέπει να αντλούνται οι σχετικοί συλλογισμοί. Τρία πράγματα πρέπει να γίνουν αντικείμενο εξέτασης: πρώτον για ποιούς και για πόσους λόγους αδικούν οι άνθρωποι· δεύτερον σε ποιά κατάσταση βρίσκονται οι άνθρωποι που αδικούν· τρίτον τί είδους ανθρώπους αδικούν και σε ποιά κατάσταση βρίσκονται αυτοί οι (αδικούμενοι) άνθρωποι. Θα μιλήσουμε για όλα αυτά με τη σειρά, αφού πρώτα δώσουμε τον ορισμό της άδικης πράξης.
Ας δεχτούμε λοιπόν ότι άδικη πράξη είναι το να κάνει κανείς κακό σε κάποιον άλλον με τη θέλησή του, παραβαίνοντας τον νόμο. Ο νόμος είναι ή μερικός ή γενικός. «Μερικόν» ονομάζω τον γραπτό νόμο που ρυθμίζει τη ζωή των πολιτών στην πόλη, «γενικόν» αυτόν που, μολονότι άγραφος, φαίνεται ότι έχει καθολική αποδοχή. Λέμε ότι κάνουμε κάτι «με τη θέλησή μας» όταν το κάνουμε εν πλήρει συνειδήσει και δίχως εξαναγκασμό. Όλα όσα κάνουμε με τη θέλησή μας, δεν τα κάνουμε ύστερα από διαδικασία επιλογής και προτίμησης· όσα όμως κάνουμε ύστερα από επιλογή και προτίμηση, τα κάνουμε όλα εν πλήρει συνειδήσει· κανείς, πράγματι, δεν αγνοεί αυτό στο οποίο έχει δείξει την προτίμησή του.
Οι λόγοι που κάνουν τους ανθρώπους να θέλουν —αντίθετα με ό,τι προστάζει ο νόμος— να βλάψουν και να κάνουν το κακό, είναι η κακία και η έλλειψη αυτοελέγχου· γιατί αν ένας άνθρωπος έχει μία ή περισσότερες κακίες, κάνει και αδικίες σχετικές με την κακία που τυχαίνει να έχει· ο ανελεύθερος, π.χ., σχετικές με τα χρήματα, ο ακόλαστος σχετικές με τις σωματικές ηδονές, ο μαλθακός σχετικές με την καλοπέρασή του, ο δειλός σχετικές με τους κινδύνους (εγκαταλείπουν, πράγματι, από φόβο τους συντρόφους τους την ώρα του κινδύνου), ο φιλόδοξος για χάρη των τιμών, ο οξύθυμος πάνω στο θυμό του, ο παθιασμένος με τις νίκες για χάρη της νίκης, ο στυφός για να πάρει εκδίκηση, ο δίχως φρόνηση γιατί μπερδεύει το δίκαιο και το άδικο, ο ξεδιάντροπος από αδιαφορία για τη γνώμη των άλλων — παρόμοια και όλοι οι άλλοι, ο καθένας ενσχέσει με το είδος και το περιεχόμενο της ιδιαίτερης κακίας του.
Όλα όμως αυτά τα πράγματα είναι φανερά, ενμέρει από όσα έχουμε ήδη πει για τις αρετές και ενμέρει από όσα θα πούμε για τα πάθη. Εκείνο που μας μένει είναι να πούμε για ποιό λόγο αδικούν οι άνθρωποι, σε ποιά κατάσταση βρίσκονται τότε οι ίδιοι, και ποιούς αδικούν.
Πρώτα λοιπόν ας ξεκαθαρίσουμε τί ακριβώς ποθούν για τον εαυτό τους και τί κοιτάζουν να αποφύγουν οι άνθρωποι που διαπράττουν αδικία· γιατί είναι, βέβαια, φανερό ότι ο μεν κατήγορος πρέπει να ψάξει να βρει πόσα και ποιά από αυτά που όλοι οι άνθρωποι επιθυμούν για τον εαυτό τους όταν αδικούν τον πλησίον τους υπάρχουν στον αντίδικό του, ο δε κατηγορούμενος πρέπει να δείξει στην απολογία του πόσα και ποιά από αυτά δεν υπάρχουν σ᾽ αυτόν. Όλες οι πράξεις των ανθρώπων έχουν την αρχή τους είτε σε λόγους που βρίσκονται έξω από τους ίδιους είτε σε λόγους που βρίσκονται μέσα τους. Στην περίπτωση που η αιτία της πράξης δεν βρίσκεται μέσα στο ίδιο το άτομο, η πράξη οφείλεται είτε στην τύχη είτε στην ανάγκη. Από τις πράξεις που οφείλονται στην ανάγκη άλλες οφείλονται σε άσκηση βίας και άλλες στη φύση. Επομένως όλα όσα κάνουν οι άνθρωποι για λόγους που δεν βρίσκονται μέσα στους ίδιους οφείλονται στην τύχη, στη φύση ή στην άσκηση βίας, ενώ όσα κάνουν για λόγους που βρίσκονται μέσα στους ίδιους, [1369a] όταν δηλαδή η αιτία γι᾽ αυτά είναι τα ίδια τα άτομα, οι πράξεις αυτές οφείλονται είτε σε συνήθεια είτε σε έντονη επιθυμία, η οποία άλλοτε ελέγχεται από τη λογική και άλλοτε όχι. Αυτό που λέμε «βούληση» είναι η επιθυμία για κάτι καλό (κανείς, πράγματι, δεν θέλει κάτι παρά μόνο αν πιστεύει πως είναι καλό)· μη ελεγχόμενες από τη λογική επιθυμίες είναι η οργή και ο πόθος. Όλες λοιπόν τις πράξεις τους οι άνθρωποι δεν μπορεί παρά να τις κάνουν για εφτά λόγους: τύχη, φύση, βία, συνήθεια, λογική, οργή, ζωηρή επιθυμία. Η παραπέρα διαίρεση των ανθρώπινων πράξεων με βάση την ηλικία, τις ιδιότητες του χαρακτήρα ή κάτι άλλο δεν έχει κανένα νόημα· γιατί αν οι νέοι συμβαίνει να είναι οργίλοι ή πλήρεις από επιθυμίες, δεν είναι η νεότητά τους η αιτία γι᾽ αυτού του είδους τις πράξεις τους, αλλά η οργή και η επιθυμία· ούτε είναι αιτία ο πλούτος ή η φτώχεια· στους φτωχούς μπορεί να συμβεί η επιθυμία να αποκτήσουν χρήματα λόγω της φτώχειας τους, στους πλούσιους η επιθυμία για περιττές ηδονές λόγω της δυνατότητας που έχουν να τις εξασφαλίσουν στον εαυτό τους· πάντως και αυτοί δεν θα ενεργήσουν όπως θα ενεργήσουν εξαιτίας του πλούτου και της φτώχειας, αλλά εξαιτίας της μεγάλης επιθυμίας τους. Έτσι και οι δίκαιοι και οι άδικοι, καθώς και όλοι αυτοί που λέμε ότι ενεργούν σύμφωνα με τις ιδιότητες του χαρακτήρα τους, θα πράξουν ό,τι πράξουν για τους λόγους που είπαμε, οδηγημένοι δηλαδή ή από τη λογική ή από το πάθος: οι μεν ξεκινώντας από καλά ήθη και πάθη, οι άλλοι από τα αντίθετα. Συμβαίνει, πάντως, οι έξεις αυτού και αυτού του είδους να έχουν αυτού και αυτού του είδους τα επακόλουθα, και, πάλι, αυτές και αυτές οι άλλες έξεις να έχουν αυτά και αυτά τα άλλα επακόλουθα· στον εγκρατή, επί παραδείγματι, άνθρωπο, ακριβώς γιατί είναι εγκρατής, τα ηδονικά πράγματα γεννούν καλές γνώμες και επιθυμίες, ενώ με τον ίδιο τρόπο στον ακόλαστο τα ίδια αυτά πράγματα γεννούν τις αντίθετες γνώμες και επιθυμίες. Γι᾽ αυτό, το σωστό είναι να αφήσουμε καταμέρος αυτές τις διακρίσεις, δεν πρέπει όμως να παραλείψουμε να εξετάσουμε τί λογής επακόλουθα έχουν κατά κανόνα οι συγκεκριμένες ιδιότητες των επιμέρους προσώπων ή πραγμάτων· γιατί αν κάποιος είναι ανοιχτόχρωμος ή σκουρόχρωμος, ψηλός ή κοντός, δεν υπάρχει κανόνας που να λέει ότι θα ακολουθήσει τότε κάποιο από τα επακόλουθα που είπαμε· αν όμως είναι νέος ή γέρος, δίκαιος ή άδικος, τότε πια υπάρχει διαφορά. Γενικά, πρέπει να εξετάζουμε καθετί που κάνει τους χαρακτήρες των ανθρώπων να διαφέρουν· π.χ., το να θεωρεί κανείς τον εαυτό του πλούσιο ή φτωχό θα προκαλέσει κάποια διαφορά, όπως επίσης το να θεωρεί τον εαυτό του καλότυχο ή κακότυχο. Θα μιλήσουμε για όλα αυτά αργότερα, τώρα όμως ας μιλήσουμε πρώτα για όσα υπολείπονται.