[17] Όσο ακόμη μιλούσε ο Σόλωνας, μπήκε μέσα ο Γόργος, ο αδερφός του Περίανδρου, που έτυχε [160d] —ύστερα από κάποιους χρησμούς— να έχει αποσταλεί στο Ταίναρο να προσφέρει, ως επικεφαλής μιας ιερής αποστολής, θυσία στον Ποσειδώνα. Αφού τον χαιρετίσαμε εμείς, τον τράβηξε κοντά του ο Περίανδρος και τον φίλησε. Εκείνος κάθισε δίπλα του στο ανάκλιντρο και του είπε κάποια πράγματα ιδιαιτέρως. Ο Περίανδρος τον άκουγε και έμοιαζε να επηρεάζεται πολύ από τη διήγηση: τη μια φαινόταν ταραγμένος, την άλλη θυμωμένος, συχνά δύσπιστος, ύστερα απορημένος και έκπληκτος. Τέλος γύρισε προς το μέρος μας, γέλασε και είπε: «Θα ήθελα αυτή τη στιγμή να σας εκθέσω την είδηση που μόλις μου ήρθε, [160e] όμως διστάζω, γιατί άκουσα κάποτε τον Θαλή να λέει ότι τα πιθανά πράγματα πρέπει κανείς να τα λέει, για τα απίστευτα όμως καλύτερα να σιωπά». Πήρε τότε τον λόγο ο Βίαντας και είπε: «Του Θαλή όμως είναι και αυτός ο σοφός λόγος, ότι στους εχθρούς δεν πρέπει κανείς να δίνει πίστη ακόμη και για πράγματα που είναι πιστευτά, ενώ τους φίλους πρέπει να τους πιστεύει ακόμη και στα απίστευτα πράγματα. Εχθρούς εγώ τουλάχιστο θαρρώ ότι ονομάζει τους κακούς και τους ανόητους ανθρώπους, ενώ φίλους τους καλούς και τους φρόνιμους. Ύστερα από όλα αυτά», είπε, «πρέπει Γόργε, να πεις μπροστά σε όλους ή μάλλον να καταθέσεις σε υψηλό τόνο, με τον τρόπο αυτών των νέων διθυράμβων, την ιστορία που ήρθες και μας μετέφερες». [18] Είπε λοιπόν ο Γόργος ότι η θυσία του κράτησε τρεις μέρες και ότι [160f] την τελευταία μέρα έγινε ολονύκτιος χορός και διασκέδαση στην παραλία. Το φεγγάρι λαμποκοπούσε πάνω στη θάλασσα, και ενώ δεν φυσούσε καθόλου αλλά υπήρχε απόλυτη νηνεμία και γαλήνη, φαινόταν να κατεβαίνει από μακριά προς το ακρωτήριο μια ανατριχίλα της θάλασσας συνοδευμένη με αφρό και μεγάλο θόρυβο, καθώς τα κύματα χτυπιούνταν γύρω του, με αποτέλεσμα όλοι έκπληκτοι να τρέξουμε προς το μέρος όπου το κύμα χτυπούσε στη στεριά. Και πριν προλάβουμε, λόγω της μεγάλης ταχύτητας, να αντιληφθούμε τί ήταν αυτό που πλησίαζε, φάνηκαν δελφίνια: μερικά από αυτά, δίπλα δίπλα το ένα στο άλλο, σχημάτιζαν κύκλο, άλλα προηγούνταν και προχωρούσαν προς το πιο ομαλό μέρος της ακτής, και άλλα έρχονταν από πίσω, σαν ένα είδος τιμητικής συνοδείας. [161a] Στη μέση εξείχε από τη θάλασσα ο ασαφής και απροσδιόριστος όγκος ενός μεταφερόμενου σώματος, ώσπου τα δελφίνια μαζεύτηκαν, όλα μαζί, στο ίδιο σημείο και, πλησιάζοντας προς την ακτή, απέθεσαν πάνω στην στεριά έναν άνθρωπο που ανέπνεε και μπορούσε να κινείται· ύστερα αυτά ανοίχτηκαν πάλι στη θάλασσα τραβώντας προς το ακρωτήριο. Τώρα τα δελφίνια πηδούσαν περισσότερο από ό,τι πρωτύτερα, και έπαιζαν και σκιρτούσαν από κάποια ξεχωριστή, καθώς φαινόταν, ευχαρίστηση. «Πολλοί από μας», είπε ο Γόργος, «αναστατωμένοι απομακρύνθηκαν από τη θάλασσα, κάποιοι λίγοι όμως —ένας από αυτούς και εγώ— βρήκαν το θάρρος να πλησιάσουν και αναγνώρισαν τον κιθαρωδό Αρίονα, [161b] που και ο ίδιος μάς είπε το όνομά του, έγινε όμως κατάδηλος και από τα ρούχα που φορούσε· συνέβαινε, πράγματι, να φοράει τα ρούχα των μουσικών αγώνων, αυτά που φορούσε όταν έπαιζε τη λύρα του και τραγουδούσε.
|