Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Πυθιονίκαις (4.139-4.161)


ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι [στρ. ζ]
140 κέρδος αἰνῆσαι πρὸ δίκας δόλιον τρα-
χεῖαν ἑρπόντων πρὸς ἔπιβδαν ὅμως
ἀλλ᾽ ἐμὲ χρὴ καὶ σὲ θεμισσαμένους ὀρ-
γὰς ὑφαίνειν λοιπὸν ὄλβον.
εἰδότι τοι ἐρέω· μία βοῦς Κρηθεῖ τε μάτηρ
καὶ θρασυμήδεϊ Σαλμωνεῖ· τρίταισιν δ᾽ ἐν γοναῖς
ἄμμες αὖ κείνων φυτευθέν-
τες σθένος ἀελίου χρύσεον
145 λεύσσομεν. Μοῖραι δ᾽ ἀφίσταιντ᾽, εἴ τις ἔχθρα πέλει
ὁμογόνοις αἰδῶ καλύψαι.

οὐ πρέπει νῷν χαλκοτόροις ξίφεσιν [αντ. ζ]
οὐδ᾽ ἀκόντεσσιν μεγάλαν προγόνων τι-
μὰν δάσασθαι. μῆλά τε γάρ τοι ἐγώ
καὶ βοῶν ξανθὰς ἀγέλας ἀφίημ᾽ ἀ-
γρούς τε πάντας, τοὺς ἀπούρας
150 ἁμετέρων τοκέων νέμεαι πλοῦτον πιαίνων·
κοὔ με πονεῖ τεὸν οἶκον ταῦτα πορσύνοντ᾽ ἄγαν·
ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον
καὶ θρόνος, ᾧ ποτε Κρηθεΐδας
ἐγκαθίζων ἱππόταις εὔθυνε λαοῖς δίκας—
τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας

155 λῦσον, ἄμμιν μή τι νεώτερον ἐξ αὐ- [επωδ. ζ]
τῶν ἀναστάῃ κακόν.»
ὣς ἄρ᾽ ἔειπεν, ἀκᾷ δ᾽ ἀντ-
αγόρευσεν καὶ Πελίας· «Ἔσομαι
τοῖος· ἀλλ᾽ ἤδη με γηραιὸν μέρος ἁλικίας
ἀμφιπολεῖ· σὸν δ᾽ ἄνθος ἥβας ἄρτι κυ-
μαίνει· δύνασαι δ᾽ ἀφελεῖν
μᾶνιν χθονίων. κέλεται γὰρ ἑὰν ψυχὰν κομίξαι
160 Φρίξος ἐλθόντας πρὸς Αἰήτα θαλάμους
δέρμα τε κριοῦ βαθύμαλλον ἄγειν,
τῷ ποτ᾽ ἐκ πόντου σαώθη


ο νους του ανθρώπου δεν αργεί [στρ. ζ]
140το δίκαιο να θυσιάσει στο δόλιο κέρδος,
αν κι έρχονται πικρά τα μεθεόρτια.
Όμως εγώ και συ πρέπει στα πάθη μας δίκαιο να βάλουμε χαλινάρι
και τη μελλοντική μας να υφάνουμε ευτυχία.
Το ξέρεις δα τί θα σου πω· η ίδια δαμάλα
και του Κρηθέα ήταν μητέρα και του τολμηρού του Σαλμωνέα·
κι εμείς, τρίτη γενιά από κείνους φυτεμένοι,
145βλέπουμε τη χρυσή δύναμη του ήλιου.
Οι Μοίρες μένουνε μακριά,
όταν ανάμεσα στους ομογόνους έχθρα πέσει
που τον σεβασμό αφανίζει.

Εμείς να μοιραστούμε δεν ταιριάζει [αντ. ζ]
με ξίφη χαλκοτόρνευτα κι ακόντια
το αξίωμα το μεγάλο των προγόνων.
Εγώ τα πρόβατα και των βοδιών τα ξανθοκόκκινα κοπάδια,
καθώς και τα χωράφια όλα που απ᾽ τους γονιούς μου τ᾽ άρπαξες
και τα καρπώνεσαι, τον πλούτο σου αυξάνοντας,
150σε σένανε τ᾽ αφήνω· δεν με πονεί
αν αυτά το σπιτικό σου με πλούτο υπερβολικό φορτώνουν.
Αλλά το σκήπτρο του μονάρχη και τον θρόνο,
όπου άλλοτε ο γιος καθόταν του Κρηθέα
και δίκαζε τον καβαλάρη λαό του,
αυτά, χωρίς καμιά και για τους δυο μας θλίψη,

155παράδωσ᾽ τα, μην λάχει [επωδ. ζ]
και μας φέρουνε χειρότερα δεινά».
Έτσι είπε, κι ο Πελίας απάντησε κι αυτός γλυκά:
«Η γνώμη σου θα γίνει· μόνο τώρα πια των γερατειών
με ζώνει η ηλικία,
ενώ εσένα της νιότης σου το άνθος μόλις φουντώνει·
των πεθαμένων την οργή μπορείς να ημερώσεις.
Γιατί προστάζει ο Φρίξος την ψυχή του
160να πάρουμε απ᾽ τα δώματα του Αιήτη
και το βαθύμαλλο το δέρμα
να φέρουμε εδώ πέρα του κριαριού,
που κάποτε τον έσωσε απ᾽ το κύμα