ΜΥΡ. (Κατεβαίνοντας)
870Τον αγαπώ, τον αγαπώ, μα εκείνος
δε μ᾽ αγαπά. Δεν έρχομαι λοιπόν!
ΚΙΝ. Γλυκό μου Μυρρινάκι, τί ᾽ναι τούτα
τα καμώματα! Χάι, κατέβα κάτου!
ΜΥΡ. Να κατέβω; Για λόγου σου; Ποτές!
ΚΙΝ. Μυρρίνη, σε καλώ κι αρνιέσαι νά ᾽ρτεις;
ΜΥΡ. Δε με χρειάζεσαι. Νά γιατί δεν έρχομαι.
ΚΙΝ. Δε σε χρειάζομαι; Κοίτα, θα κρεπάρω!
ΜΥΡ. Φεύγω! ΚΙΝ. Μη. Για χατίρι του παιδιού μας
κατέβα.
(Στο παιδάκι του, που το βγάζει από τα παρασκήνια)
Γιόκα, κράξε τη μανούλα σου.
ΤΟ ΠΑΙΔΙ
Μανούλα μου, μανούλα μου! ΚΙΝ. Τί κάνεις;
880Δεν πονάς το παιδί σου; Έχει έξι μέρες
να βυζάξει και να λουστεί! ΜΥΡ. Μα εγώ
το πονάω, ο μπαμπάς δεν το φροντίζει.
ΚΙΝ. Για το παιδί σου, αγάπη μου, κατέβα!
ΜΥΡ. Νά τί ᾽ναι οι μάνες! Πρέπει να κατέβω.
Τ᾽ έχω να φοβηθώ; ΚΙΝ. Τώρα μου φαίνεται
πιο νια κι ορεχτική και τρυφερούλα!
Κι όσο μου κάνει ζόρια και τσαλίμια,
τόσο μου ανάβει πιότερη λαχτάρα.
ΜΥΡ. (Στο παιδί)
Έλα, χρυσό μου, τέκνο μου γλυκό,
890στη μαμά σου να σε σφιχταγκαλιάσει.
ΚΙΝ. Γιατί ᾽σαι έτσι κακιά; Σε ξεμυαλίσαν
οι άλλες σκρόφες… Και μένανε με σκας
και συ στεναχωριέσαι.
(Κάνει να την αγκαλιάσει)
ΜΥΡ. Μη μ᾽ αγγίζεις.
ΚΙΝ. Και το νοικοκυριό μας που διαλύθηκε;
ΜΥΡ. Δε με νοιάζει. ΚΙΝ. Και δε σε νοιάζ᾽ οι κότες
να σου τραβολογάνε τ᾽ αργαλειού σου
το φάδι; ΜΥΡ. Δε με νοιάζει, ξαναλέγω.
ΚΙΝ. Τις γιορτάδες της Αφροδίτης είναι
καιρός που τις αμέλησες. Ξανάλα.
900ΜΥΡ. Ποτές, με τους εχτρούς αν δε μονοιάσετε
και σταματήστε τη σφαγή. ΚΙΝ. Θα γίνει!
Ο Λαός θ᾽ αποφασίσει! ΜΥΡ. Κι εγώ τότες
θ᾽ αποφασίσω νά ᾽ρθω. Για την ώρα
είμαι δεμένη μ᾽ όρκο να μη στρέξω.
ΚΙΝ. Μα δεν είμαι κι εγώ δεμένος. Έλα
μαζί μου να πλαγιάσεις λίγην ώρα.
ΜΥΡ. Όχι. Και μολογώ, πως σ᾽ αγαπάω.
ΚΙΝ. Μ᾽ αγαπάς, Μυρρινάκι μου; Άιντε, πέσε.
ΜΥΡ. Αδιάντροπε, μπροστά στο μωρουδέλι;
ΚΙΝ. (Στο Μανή, τον υπηρέτη)
Πάρ᾽ το, Μανή, και πήγαινέ το σπίτι.
(Ο Μανής υπακούει)
Ορίστε! Το παιδί το ξαποστείλαμε.
910Πέσε τώρα. ΜΥΡ. Και πού να πέσω μαύρε;
ΚΙΝ. Πού; ρωτάς! Νά, στο σπήλιο του Πανός.
ΜΥΡ. Κι ύστερα πώς θα εξαγνιστώ, για νά μπω
ξανά στο κάστρο; ΚΙΝ. Πλύσου στην Κλεψύδρα.
ΜΥΡ. Και να πατήσω, δύστυχε, τον όρκο μου;
ΚΙΝ. Απάνου μου να πέσ᾽ η οργή του θεού!
ΜΥΡ. Στάσου λοιπόν να πάω να φέρω στρώμα.
ΚΙΝ. Δεν θέλω στρωματσάδα. Καταγής.
ΜΥΡ. Όχι, μά τον Απόλλωνα, δε σ᾽ έχω
για το χώμα κι ας είσαι τόσο κάλπης.
(Φεύγει)
ΚΙΝ. Φανερό, με λατρεύ᾽ η γυναικούλα μου.
|