ΧΟΡ. Μούσα,
διώξε μακριά σου, μακριά τους πολέμους
κι έλα μ᾽ εμένα το φίλο σου εδώ να χορέψεις·
για τους γάμους των θεών να πεις τραγούδια
και για των ηρώων τα φαγοπότια
και για αθάνατων χαρούμενες γιορτές·
780πάντα, Μούσα, αυτά αγαπούσες.
Κι αν ο ποιητής ο Καρκίνος σιμώσει
παρακαλώντας να μπεις στο χορό των παιδιών του,
μην ακούς,
τη συντροφιά τους ποτέ μη θελήσεις·
όλοι τους είναι, να ξέρεις,
ίδιοι με ορτύκια που θρέφουνε μες στα κλουβιά,
νάνοι είν᾽ αυτοί χορευτές μακρολαίμηδες
790και κατσικιών βερβελιές, τερτιπιών κυνηγοί.
Κι ο γονιός τους έλεγε ότι
ένα δράμα, που το βόλεψε χωρίς
να το ελπίζει, πήγε, αλί του,
και του το ᾽πνιξε η νυφίτσα αποβραδίς.
Τέτοιους
των ωριοπλέξουδων πρέπει Χαρίτων
ύμνους λαϊκούς ένας άξιος ποιητής να συνθέτει·
τέτοιους ύμνους, όταν η άνοιξη μυρίζει
800και γλυκολαλεί το χελιδόνι,
όμως δράμα τους να παίξουν δεν μπορούν
με το Μόρσιμο ο Μελάνθιος·
ο ένας, αλήθεια, αδερφός, ο Μελάνθιος,
όταν πια βρήκαν Χορό για να παίξουνε δράμα,
κάτι στριγκλιές
που ᾽βγαζε παίζοντας μέσα στο έργο!
Είναι κι οι δυο τους, να ξέρεις,
Άρπυιες αρπάχτρες πλατιών και μεγάλων ψαριών,
810βρόμιες μασκάλες, Γοργόνες αχόρταγες,
και των μπαμπόγριων άθλιοι κι οι δυο κυνηγοί.
Μούσα, και στα δυο τ᾽ αδέρφια
ένα φτύσιμο μεγάλο και πλατύ
δώσ᾽ τους τώρα μες στα μούτρα
κι έλα γιόρτασε μαζί μου τη γιορτή.
|