Ο Σωσίας φέρνει δύο πρόσωπα μεταμφιεσμένα σε σκύλους·
ο ένας, ο Λάβης, έχει τη μορφή του Λάχη, ο άλλος του Κλέωνα.
ΒΔΕ. Να μπουν οι δικαστές που είν᾽ έξω· η δίκη
όταν αρχίσει, δε θα μπει κανένας.
ΦΙΛ. Ποιός ο κατηγορούμενος;
ΒΔΕ., δείχνοντας το Λάβη.
Ετούτος.
ΦΙ., μέσα του.
Ε καταδίκη που θα φάει! ΒΔΕ. Ακούστε
το κατηγορητήριο τώρα: «Ο Σκύλος,
Κυδαθηναίος δημότης, καταγγέλλει
τον Αιξωνέα το Λάβη. Το έγκλημά του:
Σικελικό τυρί έχει μόνος φάει.
Ποινή: Χαλκάς από συκιά.» ΦΙΛ. Σκυλίσιος
θάνατος, μόλις δούμε ότ᾽ είναι φταίχτης.
ΒΔΕ. Εδώ, ο κατηγορούμενος ο Λάβης.
900ΦΙΛ. Τί σίχαμα! Και τί όψη κλέφτη! Δείχνει
και τα δόντια του· λέει, θα με γελάσει.
Πού είν᾽ ο Κυδαθηναίος, ο μηνυτής του;
Ο ΚΥΔΑΘΗΝΑΙΟΣ ΣΚΥΛΟΣ
Γαβ γαβ. ΒΔΕ. Εδώ. ΦΙΛ. Άλλος…Λάβης πάλι τούτος.
ΒΔΕ. Για γάβγισμα άξιος… ΦΙΛ. και τσανακογλείφτης.
ΒΔΕ. Σιωπή!
Στο Φιλοκλέωνα, που είχε σηκωθεί για να παρατηρήσει τους σκύλους.
Στην έδρα κάθισε.
Στον Κυδαθηναίο Σκύλο.
Στο βήμα
ανέβα εσύ και πες τη μήνυσή σου.
Ο Σκύλος ανεβαίνει σε μια πέτρα.
ΦΙΛ. Ωστόσο τη φακή μου εγώ ας ρουφάω.
Τρώει αργά αργά.
ΣΚΥ. Δικαστές μου, το ακούσατε τί γράφω
στη μήνυσή γι᾽ αυτόν. Αισχρά σ᾽ εμένα
έχει φερθεί και στο ναυτόκοσμο όλον.
910Σκαστός σε μια γωνιά, μες στο σκοτάδι,
τυρί κατασικέλιζε έναν κόσμο,
την τύλωσε γερά. ΦΙΛ. Ολοφάνερο είναι·
ναι, ρεύτηκε τυρί και μου᾽ ρθε η βρόμα·
ο αχρείος! ΣΚΥ. Κι εγώ του ζήτησα μερίδιο
και τίποτε δε μου ᾽δωσε· μα αν κάτι
δε ρίχνει ο κόσμος και σ᾽ εμέ, το Σκύλο,
καλό από ποιόν προσμένετε να δείτε;
ΦΙΛ. Δεν έδωσε ούτε στο κοινό, σ᾽ εμένα·
είναι σαν τη φακή μου· ζεματάει.
ΒΔΕ. Μην πεις την καταδίκη του, πατέρα,
920μη, να χαρείς, αν δε μιλήσει κι ο άλλος.
Ο Λάβης γαβγίζει κλαψιάρικα.
ΦΙΛ. Μα φανερό ειναι, φίλε μου, το πράγμα·
όπως ακούς, μονάχο του φωνάζει.
ΣΚΥ. Να μην τον αθωώσετε· είναι σκύλος
μοναχοφάης όσο κανένας άλλος·
αρμένισε ένα γύρο στην καυκιά
κι όπου τυρί ᾽ταν, το ξεκόλλησε όλο
από τις πολιτείες. ΦΙΛ. Κι εγώ ούτε γύψο
δεν έχω να κολλήσω το σταμνί μου.
ΣΚΥ. Γι᾽ αυτά όλα τιμωρήστε τον· γιατί ένας
θάμνος δυο…κλέφτες δεν μπορεί να θρέψει·
να μη γαβγίζω δα κι εγώ στο βρόντο·
930αλλιώς, δε θα γαβγίσω πια ποτέ μου.
ΦΙΛ. Μωρέ βρομιές που ᾽χε να πει για δαύτον!
Είν᾽ η κλεψιά μες στο αίμα του· την ίδια
γνώμη κι εσύ, βρε κόκορα, δεν έχεις;
«Ναι» λέει τα μάτια κλειώντας, μά το Δία.
Ε θεσμοθέτη! Πού είσαι; Το κανάτι!
|