Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (3.4.13-3.4.23)

[3.4.13] Ἐντεῦθεν δ᾽ ἐπορεύθησαν σταθμὸν ἕνα παρασάγγας τέτταρας. εἰς τοῦτον δὲ τὸν σταθμὸν Τισσαφέρνης ἐπεφάνη, οὕς τε αὐτὸς ἱππέας ἦλθεν ἔχων καὶ τὴν Ὀρόντα δύναμιν τοῦ τὴν βασιλέως θυγατέρα ἔχοντος καὶ οὓς Κῦρος ἔχων ἀνέβη βαρβάρους καὶ οὓς ὁ βασιλέως ἀδελφὸς ἔχων βασιλεῖ ἐβοήθει, καὶ πρὸς τούτοις ὅσους βασιλεὺς ἔδωκεν αὐτῷ, ὥστε τὸ στράτευμα πάμπολυ ἐφάνη. [3.4.14] ἐπεὶ δ᾽ ἐγγὺς ἐγένετο, τὰς μὲν τῶν τάξεων ὄπισθεν καταστήσας, τὰς δὲ εἰς τὰ πλάγια παραγαγὼν ἐμβαλεῖν μὲν οὐκ ἐτόλμησεν οὐδ᾽ ἐβούλετο διακινδυνεύειν, σφενδονᾶν δὲ παρήγγειλε καὶ τοξεύειν. [3.4.15] ἐπεὶ δὲ διαταχθέντες οἱ Ῥόδιοι ἐσφενδόνησαν καὶ οἱ [Σκύθαι] τοξόται ἐτόξευσαν καὶ οὐδεὶς ἡμάρτανεν ἀνδρός (οὐδὲ γὰρ εἰ πάνυ προυθυμεῖτο ῥᾴδιον ἦν), καὶ ὁ Τισσαφέρνης μάλα ταχέως ἔξω βελῶν ἀπεχώρει καὶ ‹αἱ› ἄλλαι τάξεις ἀπεχώρησαν. [3.4.16] καὶ τὸ λοιπὸν τῆς ἡμέρας οἱ μὲν ἐπορεύοντο, οἱ δ᾽ εἵποντο· καὶ οὐκέτι ἐσίνοντο οἱ βάρβαροι τῇ τότε ἀκροβολίσει· μακρότερον γὰρ οἵ τε Ῥόδιοι τῶν Περσῶν ἐσφενδόνων καὶ† τῶν τοξοτῶν· [3.4.17] μεγάλα δὲ καὶ τόξα τὰ Περσικά ἐστιν· ὥστε χρήσιμα ἦν ὁπόσα ἁλίσκοιτο τῶν τοξευμάτων τοῖς Κρησί, καὶ διετέλουν χρώμενοι τοῖς τῶν πολεμίων τοξεύμασι, καὶ ἐμελέτων τοξεύειν ἄνω ἱέντες μακράν. ηὑρίσκετο δὲ καὶ νεῦρα πολλὰ ἐν ταῖς κώμαις καὶ μόλυβδος, ὥστε χρῆσθαι εἰς τὰς σφενδόνας. [3.4.18] καὶ ταύτῃ μὲν τῇ ἡμέρᾳ, ἐπεὶ κατεστρατοπεδεύοντο οἱ Ἕλληνες κώμαις ἐπιτυχόντες, ἀπῆλθον οἱ βάρβαροι μεῖον ἔχοντες τῇ ἀκροβολίσει· τὴν δ᾽ ἐπιοῦσαν ἡμέραν ἔμειναν οἱ Ἕλληνες καὶ ἐπεσιτίσαντο· ἦν γὰρ πολὺς σῖτος ἐν ταῖς κώμαις. τῇ δὲ ὑστεραίᾳ ἐπορεύοντο διὰ τοῦ πεδίου, καὶ Τισσαφέρνης εἵπετο ἀκροβολιζόμενος.
[3.4.19] Ἔνθα δὲ οἱ Ἕλληνες ἔγνωσαν πλαίσιον ἰσόπλευρον ὅτι πονηρὰ τάξις εἴη πολεμίων ἑπομένων. ἀνάγκη γάρ ἐστιν, ἢν συγκύπτῃ τὰ κέρατα τοῦ πλαισίου ἢ ὁδοῦ στενοτέρας οὔσης ἢ ὀρέων ἀναγκαζόντων ἢ γεφύρας, ἐκθλίβεσθαι τοὺς ὁπλίτας καὶ πορεύεσθαι πονήρως ἅμα μὲν πιεζομένους, ἅμα δὲ καὶ ταραττομένους, ὥστε δυσχρήστους εἶναι [ἀνάγκη] ἀτάκτους ὄντας· [3.4.20] ὅταν δ᾽ αὖ διάσχῃ τὰ κέρατα, ἀνάγκη διασπᾶσθαι τοὺς τότε ἐκθλιβομένους καὶ κενὸν γίγνεσθαι τὸ μέσον τῶν κεράτων, καὶ ἀθυμεῖν τοὺς ταῦτα πάσχοντας πολεμίων ἑπομένων. καὶ ὁπότε δέοι γέφυραν διαβαίνειν ἢ ἄλλην τινὰ διάβασιν, ἔσπευδεν ἕκαστος βουλόμενος φθάσαι πρῶτος· καὶ εὐεπίθετον ἦν ἐνταῦθα τοῖς πολεμίοις. [3.4.21] ἐπεὶ δὲ ταῦτ᾽ ἔγνωσαν οἱ στρατηγοί, ἐποίησαν ἓξ λόχους ἀνὰ ἑκατὸν ἄνδρας, καὶ λοχαγοὺς ἐπέστησαν καὶ ἄλλους πεντηκοντῆρας καὶ ἄλλους ἐνωμοτάρχους. οὗτοι δὲ πορευόμενοι, ὁπότε μὲν συγκύπτοι τὰ κέρατα, ὑπέμενον ὕστεροι [οἱ λοχαγοί], ὥστε μὴ ἐνοχλεῖν τοῖς κέρασι, τότε δὲ παρῆγον ἔξωθεν τῶν κεράτων. [3.4.22] ὁπότε δὲ διάσχοιεν αἱ πλευραὶ τοῦ πλαισίου, τὸ μέσον ἂν ἐξεπίμπλασαν, εἰ μὲν στενότερον εἴη τὸ διέχον, κατὰ λόχους, εἰ δὲ πλατύτερον, κατὰ πεντηκοστῦς, εἰ δὲ πάνυ πλατύ, κατ᾽ ἐνωμοτίας· ὥστε ἀεὶ ἔκπλεων εἶναι τὸ μέσον. [3.4.23] εἰ δὲ καὶ διαβαίνειν τινὰ δέοι διάβασιν ἢ γέφυραν, οὐκ ἐταράττοντο, ἀλλ᾽ ἐν τῷ μέρει οἱ λοχαγοὶ διέβαινον· καὶ εἴ που δέοι τι τῆς φάλαγγος, ἐπιπαρῇσαν οὗτοι. τούτῳ τῷ τρόπῳ ἐπορεύθησαν σταθμοὺς τέτταρας.

[3.4.13] Από κει βάδισαν ένα σταθμό και προχώρησαν τέσσερις παρασάγγες. Σ᾽ αυτόν το σταθμό παρουσιάστηκε ο Τισσαφέρνης έχοντας το δικό του ιππικό και το στρατό του Ορόντα, εκείνου που ήταν άντρας της κόρης του βασιλιά. Είχε και τους βαρβάρους που ακολουθούσαν τον Κύρο στην εκστρατεία του, κι εκείνους που είχε ο αδερφός του βασιλιά και πήγαινε να τον βοηθήσει, κι ακόμα όσους στρατιώτες του έδωσε ο βασιλιάς. Έτσι ο στρατός του φάνταξε πάρα πολύ μεγάλος. [3.4.14] Όταν κοντοζύγωσε, άλλα από τα τάγματά του τα τοποθέτησε απέναντι στην οπισθοφυλακή των Ελλήνων και άλλα τα πήγε προς τα πλάγια. Δεν τόλμησε όμως να κάμει επίθεση ούτε θέλησε να ριψοκινδυνέψει, μονάχα έδωσε διαταγή στους σφεντονήτες και στους τοξότες ν᾽ αρχίσουν να χτυπούν. [3.4.15] Μα όταν πήραν θέσεις οι Ροδίτες κι άρχισαν να ρίχνουν πέτρες με τις σφεντόνες και οι (Σκύθες) τοξότες να χτυπούν με βέλη και κανένας δεν αστοχούσε στο χτύπημα, γιατί και πολύ να ήθελε δεν ήταν εύκολο να το κάμει, ο Τισσαφέρνης μονομιάς έφυγε μακριά από κει που έφταναν τα βέλη, πράγμα που έκαμε και ο στρατός του. [3.4.16] Την υπόλοιπη μέρα οι Έλληνες συνέχισαν την πορεία, ενώ οι Πέρσες τους ακολουθούσαν. Και δεν μπορούσαν πια οι βάρβαροι να βλάψουν τους Έλληνες χτυπώντας τους με τις σφεντόνες και με τα τόξα, γιατί οι Ροδίτες έριχναν μακρύτερα από τους Πέρσες σφεντονήτες και τοξότες. [3.4.17] Καθώς μάλιστα τα περσικά τόξα είναι μεγάλα, όσα εχθρικά βέλη κατόρθωναν οι Έλληνες να πιάσουν από κείνα που ρίχνονταν, τα χρησιμοποιούσαν οι Κρητικοί, που και συνέχεια τα μεταχειρίζονταν και γυμνάζονταν, ώστε ρίχνοντάς τα ψηλά, να τα πηγαίνουν μακριά. Έβρισκαν ακόμα στα χωριά και χορδές πολλές για τα τόξα και μολύβι, που το χρησιμοποιούσαν για τις σφεντόνες. [3.4.18] Έτσι εκείνη τη μέρα, όταν οι Έλληνες συνάντησαν χωριά κι άρχισαν να στρατοπεδεύουν, οι βάρβαροι αποσύρθηκαν, νικημένοι σ᾽ αυτές τις μικρές επιθέσεις. Την άλλη μέρα έμειναν οι Έλληνες εκεί και προμηθεύτηκαν τρόφιμα, γιατί στα χωριά υπήρχε πολύ σιτάρι. Την τρίτη μέρα προχωρούσαν ανάμεσα στον κάμπο, ενώ ο Τισσαφέρνης τους ακολουθούσε χτυπώντας τους από μακριά με σφεντόνες και τόξα.
[3.4.19] Τότε κατάλαβαν οι Έλληνες πως το ισόπλευρο πλαίσιο ήταν ένας κακός σχηματισμός του στρατού, αφού ακολουθούσαν εχθροί. Γιατί αναγκαστικά, όταν οι πλευρές του πλαισίου πλησιάζουν, ή επειδή ο δρόμος είναι πιο στενός ή επειδή τους αναγκάζει κανένα βουνό ή γεφύρι, οι στρατιώτες στριμώχνονται και προχωρούν με κόπο, από τη μια γιατί πιέζει ο ένας τον άλλο, κι από την άλλη γιατί επικρατεί αταξία. Έτσι, με το να βρίσκονται σε κάποια σύγχυση, είναι δύσκολο να χρησιμοποιούνται για μάχη. [3.4.20] Όταν όμως ανάμεσα στις δυο πλευρές ξαναδημιουργείται απόσταση, αναγκαστικά χωρίζονται οι στρατιώτες που στριμώχνονταν πρωτύτερα, και στη μέση μένει ο τόπος άδειος. Τότε στενοχωρούνται εκείνοι που τα παθαίνουν αυτά, γιατί τους ακολουθούν εχθροί. Κι όσες φορές χρειαζόταν να περάσουν κάποιο γεφύρι ή κανένα άλλο στενό, βιαζόταν ο καθένας γιατί ήθελε να περάσει πρώτος. Τότε, φυσικά, ήταν εύκολο στους εχθρούς να επιτεθούν. [3.4.21] Όταν λοιπόν τα είδαν αυτά οι στρατηγοί, έκαναν έξι λόχους από εκατό στρατιώτες τον καθένα, κι έβαλαν επικεφαλής λοχαγούς και άλλους πεντηκοντήρες και ενωμόταρχους. Αυτοί οι λοχαγοί προχωρούσαν μαζί με τους άλλους και όταν οι πλευρές του πλαισίου πλησίαζαν, έμεναν πίσω με τους στρατιώτες τους βαδίζοντας αργά, για να μην ενοχλούν τις πλευρές, κι έφερναν τους άντρες τους έξω από αυτές. [3.4.22] Όταν χωρίζονταν οι δυο πλευρές του πλαισίου, γέμιζαν το άδειο μέρος με στρατιώτες που τους έβαζαν κατά λόχους, αν ήταν κάπως στενό το διάστημα, πενήντα πενήντα αν ήταν πιο πλατύ και σε ενωμοτίες αν ήταν πολύ πλατύ. Έτσι το κέντρο ήταν πάντα γεμάτο. [3.4.23] Αν πάλι χρειαζόταν να περάσουν κάποιο στενό ή κανένα γεφύρι, δεν αναστατώνονταν, παρά οι λοχαγοί περνούσαν με τη σειρά τους. Κι αν η φάλαγγα σε κανένα σημείο είχε ανάγκη από ενίσχυση, αυτοί πήγαιναν να βοηθήσουν.
Με αυτόν τον τρόπο βάδισαν τέσσερις σταθμούς.