Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Περικλῆς (33.1-33.8)


[33.1] Οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι γινώσκοντες ὡς ἐκείνου καταλυθέντος εἰς πάντα μαλακωτέροις χρήσονται τοῖς Ἀθηναίοις, ἐκέλευον αὐτοὺς τὸ ἄγος ἐλαύνειν τὸ Κυλώνειον, ᾧ τὸ μητρόθεν γένος τοῦ Περικλέους ἔνοχον ἦν, ὡς Θουκυδίδης ἱστόρηκεν. [33.2] ἡ δὲ πεῖρα περιέστη τοῖς πέμψασιν εἰς τοὐναντίον· ἀντὶ γὰρ ὑποψίας καὶ διαβολῆς ὁ Περικλῆς ἔτι μείζονα πίστιν ἔσχε καὶ τιμὴν παρὰ τοῖς πολίταις, ὡς μάλιστα μισούντων καὶ φοβουμένων ἐκεῖνον τῶν πολεμίων. [33.3] διὸ καὶ πρὶν ἐμβαλεῖν εἰς τὴν Ἀττικὴν τὸν Ἀρχίδαμον ἔχοντα τοὺς Πελοποννησίους προεῖπε τοῖς Ἀθηναίοις, ἂν ἄρα τἆλλα δῃῶν ὁ Ἀρχίδαμος ἀπέχηται τῶν ἐκείνου διὰ τὴν ξενίαν τὴν οὖσαν αὐτοῖς ἢ διαβολῆς τοῖς ἐχθροῖς ἐνδιδοὺς ἀφορμάς, ὅτι τῇ πόλει καὶ τὴν χώραν καὶ τὰς ἐπαύλεις ἐπιδίδωσιν.
[33.4] Ἐμβάλλουσιν οὖν εἰς τὴν Ἀττικὴν στρατῷ μεγάλῳ Λακεδαιμόνιοι μετὰ τῶν συμμάχων, Ἀρχιδάμου τοῦ βασιλέως ἡγουμένου, καὶ δῃοῦντες τὴν χώραν προῆλθον εἰς Ἀχαρνὰς καὶ κατεστρατοπέδευσαν, ὡς τῶν Ἀθηναίων οὐκ ἀνεξομένων, ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ὀργῆς καὶ φρονήματος διαμαχουμένων πρὸς αὐτούς. [33.5] τῷ δὲ Περικλεῖ δεινὸν ἐφαίνετο πρὸς τοὺς ἑξακισμυρίους Πελοποννησίων καὶ Βοιωτῶν ὁπλίτας —τοσοῦτοι γὰρ ἦσαν οἱ τὸ πρῶτον ἐμβαλόντες— ὑπὲρ αὐτῆς τῆς πόλεως μάχην συνάψαι· τοὺς δὲ βουλομένους μάχεσθαι καὶ δυσπαθοῦντας πρὸς τὰ γιγνόμενα κατεπράυνε, λέγων ὡς δένδρα μὲν τμηθέντα καὶ κοπέντα φύεται ταχέως, ἀνδρῶν δὲ διαφθαρέντων αὖθις τυχεῖν οὐ ῥᾴδιόν ἐστι. [33.6] τὸν δὲ δῆμον εἰς ἐκκλησίαν οὐ συνῆγε, δεδιὼς βιασθῆναι παρὰ γνώμην, ἀλλ᾽ ὥσπερ νεὼς κυβερνήτης ἀνέμου κατιόντος ἐν πελάγει θέμενος εὖ πάντα καὶ κατατείνας τὰ ὅπλα χρῆται τῇ τέχνῃ, δάκρυα καὶ δεήσεις ἐπιβατῶν ναυτιώντων καὶ φοβουμένων ἐάσας, οὕτως ἐκεῖνος τό τ᾽ ἄστυ συγκλείσας καὶ καταλαβὼν πάντα φυλακαῖς πρὸς ἀσφάλειαν, ἐχρῆτο τοῖς αὑτοῦ λογισμοῖς, βραχέα φροντίζων τῶν καταβοώντων καὶ δυσχεραινόντων. [33.7] καίτοι πολλοὶ μὲν αὐτῷ τῶν φίλων δεόμενοι προσέκειντο, πολλοὶ δὲ τῶν ἐχθρῶν ἀπειλοῦντες καὶ κατηγοροῦντες, χοροὶ δ᾽ ᾖδον ᾄσματα καὶ σκώμματα πρὸς αἰσχύνην, ἐφυβρίζοντες αὐτοῦ τὴν στρατηγίαν ὡς ἄνανδρον καὶ προϊεμένην τὰ πράγματα τοῖς πολεμίοις. [33.8] ἐπεφύετο δὲ καὶ Κλέων ἤδη, διὰ τῆς πρὸς ἐκεῖνον ὀργῆς τῶν πολιτῶν πορευόμενος ἐπὶ τὴν δημαγωγίαν, ὡς τὰ ἀνάπαιστα ταῦτα δηλοῖ ποιήσαντος Ἑρμίππου·
βασιλεῦ σατύρων, τί ποτ᾽ οὐκ ἐθέλεις
δόρυ βαστάζειν, ἀλλὰ λόγους μὲν
περὶ τοῦ πολέμου δεινοὺς παρέχεις,
ψυχὴ δὲ Τέλητος ὕπεστιν;

κἀγχειριδίου δ᾽ ἀκόνῃ σκληρᾷ
παραθηγομένης βρύχεις κοπίδος,
δηχθεὶς αἴθωνι Κλέωνι.


Εισβολή στην Αττική. Η φρόνηση του Περικλή
[33.1] Οι Λακεδαιμόνιοι, επειδή είχαν τη γνώμη πως, αν ο Περικλής πέσει από την εξουσία, οι Αθηναίοι θα ήταν πιο διαλλαχτικοί σ᾽ αυτούς, τους ζητούσαν να διώξουν από την Αθήνα τους ανθρώπους που τους βαραίνει το «κυλώνειον άγος», κληρονομημένο από το μητρικό γένος του Περικλή, όπως λέει ο Θουκυδίδης. [33.2] Αλλά η απόπειρα αυτή των Λακεδαιμονίων έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα γι᾽ αυτούς. Γιατί, αντί να γεννήσει υποψία και να συκοφαντηθεί ο Περικλής, κέρδισε ακόμη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη καί εκτίμηση από τους συμπολίτες του, αφού έβλεπαν ότι κυρίως εκείνον μισούν και φοβούνται οι εχθροί. [33.3] Γι᾽ αυτό, και πριν ακόμη εισβάλει στην Αττική ο Αρχίδαμος με τους Πελοποννησίους, ο Περικλής είπε στους Αθηναίους ότι, αν τυχόν ο Αρχίδαμος λεηλατήσει όλα τα άλλα και αφήσει απείραχτα τα δικά του κτήματα εξαιτίας της φιλίας που υπήρχε μεταξύ τους ή για να δώσει στους εχθρούς του αφορμές διαβολής, αυτός χαρίζει στην πόλη τα κτήματά του και τα σπίτια του.
[33.4] Οι Λακεδαιμόνιοι λοιπόν και οι σύμμαχοί τους εισβάλλουν στην Αττική με μεγάλο στρατό και με αρχηγό το βασιλιά Αρχίδαμο. Λεηλάτησαν τη χώρα και προχώρησαν ώς τις Αχαρνές, όπου έστησαν το στρατόπεδό τους, με τη σκέψη πως οι Αθηναίοι δε θα συγκρατηθούν, αλλ᾽ από την οργή και την περηφάνια τους θα βγουν να τους αντιμετωπίσουν. [33.5] Αλλά ο Περικλής έκρινε πως θα ήταν επικίνδυνο να αναμετρηθεί με εξήντα χιλιάδες Πελοποννησίους και Βοιωτούς οπλίτες ―γιατί τόσοι ήταν αυτοί που έκαμαν την πρώτη εισβολή― και να πολεμήσει θέτοντας σε άμεσο κίνδυνο και την ίδια την πόλη. Για να καταπραΰνη εκείνους που ήθελαν να δώσουν μάχη και αγαναχτούσαν για την αδράνειά του, έλεγε πως τα δέντρα και αν κουτσουρευτούν και αν κοπούν, γρήγορα ξαναγίνονται, ενώ, αν χάσουμε τους ανθρώπους μας, δεν τους ξαναβρίσκουμε εύκολα. [33.6] Και την εκκλησία του δήμου δεν την συγκαλούσε, γιατί φοβόταν μήπως τον αναγκάσουν να κάμει όσα δεν ήταν σύμφωνα με τη γνώμη του. Όπως ένας καραβοκύρης, όταν ξεσπάει ανεμοθύελλα στο πέλαγος, τα βάζει όλα σε τάξη, σφίγγει τα σκοινιά και κάνει τη δουλειά του, χωρίς να λογαριάζει τα δάκρυα και τις παρακλήσεις των επιβατών που κυριεύονται από ναυτία και φόβο, έτσι και εκείνος έκλεισε την πόλη, έβαλε παντού φρουρές για την ασφάλειά της, έκανε ό,τι του υπαγόρευε η δική του σκέψη, χωρίς να γνοιάζεται πολύ για τις κατακραυγές και τις διαμαρτυρίες. [33.7] Και όμως πολλοί φίλοι του τον επίεζαν με τις παρακλήσεις τους, πολλοί από τους εχθρούς του τον φοβέριζαν και τον κατηγορούσαν, οι χοροί στις κωμωδίες τραγουδούσαν πειραχτικά και χλευαστικά τραγούδια για να τον ταπεινώσουν και τον έβριζαν, λέγοντας πως είναι δειλός στρατηγός και παραδίνει τα πάντα στους εχθρούς.
[33.8] Τότε άρχισε την επίθεσή του και ο Κλέων, που βρήκε την ευκαιρία από την οργή των πολιτών εναντίον εκείνου να ανοίξει για τον εαυτό του δρόμο προς την αρχηγία, όπως δείχνουν οι παρακάτω αναπαιστικοί στίχοι του ποιητή Έρμιππου :
«Βασιλιά των σατύρων, για πες μου: γιατί
να βαστάξεις το δόρυ δε θέλεις, παρά
λόγια μόνο πολέμου φωνάζεις δεινά,
μα ψυχή σαν του Τέλητα κρύβεις;

Σα σπαθί που τροχίζει κανείς
σε μια πέτρα, τα δόντια σου τρίζεις,
τι ο λαμπρός Κλέωνας σ᾽ έχει δαγκώσει».