Την ώραν οπού προμηνά το φως ο Εωσφόρος
και η χρυσή προβαίν᾽ Ηώς απ᾽ τα θαλάσσια βάθη,
η πυρκαϊά μαραίνονταν και έπαυσεν η φλόγα.
Οι άνεμοι στον τόπον τους εγύρισαν και ο πόντος
230ο Θράκιος ολοφούσκωτος στο διάβα τους βογγούσε.
Και ανάμερ᾽ από την πυράν κατάκοπος εσύρθη
ο Αχιλλεύς κι επλάγιασε, κι ύπνος γλυκός τον πήρε·
και στον Ατρείδη ολόγυρα συνάζονταν οι άλλοι,
και ως έρχονταν ο κτύπος των τον έγειρε απ᾽ τον ύπνον.
235Σηκώθη ορθός ο Αχιλλεύς και προς εκείνους είπε:
«Ατρείδη, των Παναχαιών και σεις οι πολεμάρχοι,
την πυρκαϊάν με το λαμπρό κρασί θα σβήσετ᾽ όλην
όσο που εβόσκησ᾽ η φωτιά· κατόπιν του Πατρόκλου
τα κόκαλ᾽ ας συνάξομε, καλά ξεχωρισμένα.
240Και είν᾽ ευκολογνώριστα, που στης πυράς την μέσην
εκείτονταν και ανάμερα στες άκρες γύρω οι άλλοι
ανάμικτα όλοι εκαίονταν άνδρες ομού και ίπποι·
κι εκείνα εις στάμνα ολόχρυσην, και διπλωτό κνισάρι
θα θέσομεν ώσπου κι εγώ να κατεβώ στον Άδην·
245και τάφος να του σηκωθεί πολύ τρανός δεν θέλω,
αλλά σωστός ως συνηθούν· κατόπιν μέγαν άλλον
και υψηλόν θα κάμετε όσοι Αχαιοί στα πλοία
θα ευρεθείτε ζωντανοί κατόπιν από εμένα».
Είπε κι εκείνοι εδέχθηκαν τους λόγους του Πηλείδη·
250την πυρκαϊά με το λαμπρό κρασί εσβήσαν όλην,
όσον εβόσκησε η φωτιά, και βαθιά στάκτη εγίνη·
και κλαίοντας τα κόκαλα του αγαπημένου φίλου
εις χρυσήν στάμνα εσύναζαν με διπλωτό κνισάρι,
και εις την σκηνήν τα εσκέπασαν μ᾽ ένα λεπτό σινδόνι.
255Και στην πυράν ολόγυρα του τάφου εσύραν κύκλον,
θεμέλια κτίσαν και σωρό τα χώματα εσηκώσαν.
Και άμα τελειώσαν, τον λαόν εκράτησε ο Πηλείδης
και εις πλατύν γύρον έκαμε τα πλήθη να καθίσουν,
κι έβγαλε απ᾽ τα καράβια του του αγώνος τα βραβεία,
260ίππους, μουλάρια, βόδια και καλόζωνες γυναίκες
και λέβητες και τρίποδες και σίδερο εργασμένο.
Έθεσε πρώτα στους ταχείς ιππείς λαμπρό βραβείο
να πάρει ο πρώτος άξιαν, σ΄ έργα λαμπρά, γυναίκα
και με τ᾽ αυτιά του τρίποδα, που μέτρα εικοσιδύο
265χωρούσε· και στον δεύτερον μιαν άστρωτην φοράδα
εξάχρονην, που έμελλε μουλάρι να γεννήσει·
του τρίτου λέβητ᾽ άκαφτον, όλον λευκόν ακόμη,
λαμπρόν, που μέτρα τέσσερα χωρούσε, κάτω βάζει·
και του τετάρτου έστησε δυο τάλαντα χρυσάφι·
270του πέμπτου ένα διχέρουλον αφλόγιστο ποτήρι.
Και ορθός εστάθη και άρχισε να λέγει στους Αργείους:
«Ατρείδη, και των Αχαιών οι άλλοι πολεμάρχοι,
αυτά στην μέσην έθεσα για τους ιππείς βραβεία·
αν τον αγώνα εκάναμε δι᾽ άλλον πεθαμένον,
275τα πρώτα εγώ θα έπαιρνα βραβεία στην σκηνήν μου.
Γνωρίζετ᾽ αν οι ίπποι μου πρωτεύουν στην ανδρείαν·
αθάνατ᾽ είναι, ο Ποσειδών τούς έχει δώσει πρώτα
εις τον πατέρα μου και αυτός τους έδωκε σ᾽ εμένα.
Όθεν θα μείνω ανάμερα κι εγώ και τ᾽ άλογά μου·
280ο κυβερνήτης ο αγαθός δεν τους δοξάζει πλέον,
οπού συχνά τους έλουζεν από καθάρια βρύση
και όλες τες χαίτες έραινε μ᾽ ευωδιασμένο λάδι.
Εκείνον τώρ᾽ αυτοί πενθούν, τες χαίτες των κρεμώντας
κάτω ως το χώμα, ακίνητοι στον πόνον της ψυχής των.
285Κι ετοιμασθείτ᾽ οι άλλοι σεις, όσοι στα στερεά σας
αμάξια θάρρος έχετε και στα καλά πουλάρια».
|