ΘΗ. Τί ταραχή κι αυτή; Ποιός φόβος σας μ᾽ ανάγκασε
μπρος στον βωμό του ενάλιου Ποσειδώνα, θεού
προστάτη μας στον Κολωνό, να κόψω τη θυσία στη μέση;
Πείτε να μάθω πώς και τί μ᾽ έφερε εδώ πιο γρήγορα
890απ᾽ ό,τι ανέχονται τα πόδια μου.
ΟΙ. Φίλε ακριβέ, απ᾽ τη φωνή σου σ᾽ αναγνώρισα·
έπαθα πάθη φοβερά πριν από λίγο, απ᾽ αυτόν.
ΘΗ. Ποιά; ποιός σ᾽ έχει βλάψει; Μίλησε.
895ΟΙ. Ο Κρέων που τον βλέπεις, πήρε τα δυο στηρίγματά μου.
ΘΗ. Πώς είπες;
ΟΙ. Άκουσες ακριβώς τα πάθη μου.
ΘΗ. Κάποιος ακόλουθος αμέσως να τρέξει στους βωμούς,
τον κόσμο όλο ν᾽ αναγκάσει, έφιππους και πεζούς,
900αφήνοντας τα σφάγια, να σπεύσουν μ᾽ αχαλίνωτα άλογα
στο σταυροδρόμι, εκεί που σμίγουν οι δυο δρόμοι,
όπου οι διαβάτες πάνε κι έρχονται.
Να μην αφήσουν να προσπεράσουν οι δυο κόρες,
και γίνω εγώ περίγελος σ᾽ αυτόν τον ξένο, αν θα φανώ
υποχείριος της βίας του.
Τράβα, λοιπόν, άκου την προσταγή μου, φύγε.
905Όσο γι᾽ αυτόν, αν την οργή μου άφηνα προσώρας να ξεσπάσει,
άτρωτος απ᾽ τα χέρια μου δεν θα ᾽βγαινε.
Προς το παρόν, αφού στην πόλη εισέβαλε με νόμους
αλλοπρόσαλλους, μ᾽ αυτούς, κι όχι με άλλους, θα κριθεί.
Το λέω κι άκουσε· δεν πρόκειται να βγεις από τη χώρα αυτή,
910προτού να φέρεις πίσω τις δυο κόρες, εδώ μπροστά
στα μάτια όλων μας. Γιατί επιχείρησες πράξεις ανάξιες
σ᾽ εμένα, στους γονείς που σ᾽ έσπειραν, στην ίδια σου τη χώρα.
Που καταπάτησες μια πόλη, όπου το δίκιο βασιλεύει
και τίποτε παράνομο δεν γίνεται. Όμως εσύ,
915περιφρονώντας τις αρχές του τόπου, όρμησες πάνω της
κι αυθαίρετα άρπαξες ό,τι σου αρέσει, μόνο και μόνο
για να γίνει το δικό σου.
Πίστεψες μήπως πως στην πόλη μας λείπουν οι άντρες;
υπόδουλη την έχεις; κι εμένα με περνάς για τίποτα;
Όμως η Θήβα δεν σ᾽ ανάθρεψε κακόν, δεν συνηθίζουν
920οι Θηβαίοι άδικους άντρες ν᾽ ανατρέφουν. Κι αν τώρα
μάθαιναν πως σπίλωσες το δίκιο μου και των θεών τα θέσφατα,
πως θέλησες ν᾽ αρπάξεις δύστυχους ικέτες,
σίγουρα δεν θα σε παινούσαν.
Εγώ στη χώρα σου ποτέ δεν θα πατούσα,
925ακόμη κι αν όλο το δίκιο είχα με το μέρος μου,
δίχως του βασιλιά της τη συναίνεση, όποιος κι αν ήταν,
δεν θα ᾽σερνα κάποιον μαζί μου με τη βία, έχοντας γνώση
του πώς πρέπει ο ξένος να συμπεριφέρεται σε ξένη πόλη.
Όμως εσύ ντροπιάζεις, ανάξιά της,
930την ίδια σου την πόλη, οπότε τα πολλά σου χρόνια
σε κάνουν γέρο κι άμυαλο συνάμα.
Το δήλωσα και πριν, το λέω και τώρα·
κάποιος να πάει να φέρει το ταχύτερο εδώ τις κόρες,
αλλιώς θα γίνεις μέτοικος αυτής της πόλης με το στανιό,
935δίχως τη συγκατάθεσή σου. Τέλος, να ξέρεις, αυτά που λέω
τα εννοώ.
ΧΟ. Το βλέπεις, ξένε, ξέπεσες χαμηλά. Κι αν η καταγωγή σου
δίκαιο σ᾽ έδειξε, οι πράξεις σ᾽ αποδείχνουν άδικο.
|