Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ρητορική (1367b-1368a)

Σκοπεῖν δὲ καὶ παρ᾽ οἷς ὁ ἔπαινος· ὥσπερ γὰρ ὁ Σωκράτης ἔλεγεν, οὐ χαλεπὸν Ἀθηναίους ἐν Ἀθηναίοις ἐπαινεῖν. δεῖ δὲ τὸ παρ᾽ ἑκάστοις τίμιον ὂν λέγειν ὡς ὑπάρχει, οἷον ἐν Σκύθαις ἢ Λάκωσιν ἢ φιλοσόφοις. καὶ ὅλως δὲ τὸ τίμιον ἄγειν εἰς τὸ καλόν, ἐπείπερ γε δοκεῖ γειτνιᾶν. καὶ ὅσα κατὰ τὸ προσῆκον, οἷον εἰ ἄξια τῶν προγόνων καὶ τῶν προϋπηργμένων· εὐδαιμονικὸν γὰρ καὶ καλὸν καὶ τὸ προσεπικτᾶσθαι τιμήν. καὶ εἰ παρὰ τὸ προσῆκον ἐπὶ δὲ τὸ βέλτιον καὶ τὸ κάλλιον, οἷον εἰ εὐτυχῶν μὲν μέτριος, ἀτυχῶν δὲ μεγαλόψυχος, ἢ μείζων γιγνόμενος βελτίων καὶ καταλλακτικώτερος. τοιοῦτον δὲ τὸ τοῦ Ἰφικράτους, «ἐξ οἵων εἰς οἷα», καὶ τὸ τοῦ ὀλυμπιονίκου
πρόσθε μὲν ἀμφ᾽ ὤμοισιν ἔχων τραχεῖαν,
καὶ τὸ τοῦ Σιμωνίδου
ἣ πατρός τε καὶ ἀνδρὸς ἀδελφῶν τ᾽ οὖσα τυράννων.
Ἐπεὶ δ᾽ ἐκ τῶν πράξεων ὁ ἔπαινος, ἴδιον δὲ τοῦ σπουδαίου τὸ κατὰ προαίρεσιν, πειρατέον δεικνύναι πράττοντα κατὰ προαίρεσιν, χρήσιμον δὲ τὸ πολλάκις φαίνεσθαι πεπραχότα· διὸ καὶ τὰ συμπτώματα καὶ τὰ ἀπὸ τύχης ὡς ἐν προαιρέσει ληπτέον· ἂν γὰρ πολλὰ καὶ ὅμοια προφέρηται, σημεῖον ἀρετῆς εἶναι δόξει καὶ προαιρέσεως.
Ἔστιν δ᾽ ἔπαινος λόγος ἐμφανίζων μέγεθος ἀρετῆς. δεῖ οὖν τὰς πράξεις ἐπιδεικνύναι ὡς τοιαῦται. τὸ δ᾽ ἐγκώμιον τῶν ἔργων ἐστίν (τὰ δὲ κύκλῳ εἰς πίστιν, οἷον εὐγένεια καὶ παιδεία· εἰκὸς γὰρ ἐξ ἀγαθῶν ἀγαθοὺς καὶ τὸν οὕτω τραφέντα τοιοῦτον εἶναι), διὸ καὶ ἐγκωμιάζομεν πράξαντας. τὰ δ᾽ ἔργα σημεῖα τῆς ἕξεώς ἐστιν, ἐπεὶ ἐπαινοῖμεν ἂν καὶ μὴ πεπραγότα, εἰ πιστεύοιμεν εἶναι τοιοῦτον. μακαρισμὸς δὲ καὶ εὐδαιμονισμὸς αὑτοῖς μὲν ταὐτά, τούτοις δ᾽ οὐ ταὐτά, ἀλλ᾽ ὥσπερ ἡ εὐδαιμονία τὴν ἀρετήν, καὶ ὁ εὐδαιμονισμὸς περιέχει ταῦτα.
Ἔχει δὲ κοινὸν εἶδος ὁ ἔπαινος καὶ αἱ συμβουλαί. ἃ γὰρ ἐν τῷ συμβουλεύειν ὑπόθοιο ἄν, ταῦτα μετατεθέντα [1368a] τῇ λέξει ἐγκώμια γίγνεται. ἐπεὶ οὖν ἔχομεν ἃ δεῖ πράττειν καὶ ποῖόν τινα εἶναι δεῖ, ταῦτα ὡς ὑποθήκας λέγοντας τῇ λέξει μετατιθέναι δεῖ καὶ στρέφειν, οἷον ὅτι οὐ δεῖ μέγα φρονεῖν ἐπὶ τοῖς διὰ τύχην ἀλλὰ τοῖς δι᾽ αὑτόν. οὕτω μὲν οὖν λεχθὲν ὑποθήκην δύναται, ὡδὶ δ᾽ ἔπαινον «μέγα φρονῶν οὐ τοῖς διὰ τύχην ὑπάρχουσιν ἀλλὰ τοῖς δι᾽ αὑτόν». ὥστε ὅταν ἐπαινεῖν βούλῃ, ὅρα τί ἂν ὑπόθοιο· καὶ ὅταν ὑποθέσθαι, ὅρα τί ἂν ἐπαινέσειας. ἡ δὲ λέξις ἔσται ἀντικειμένη ἐξ ἀνάγκης ὅταν τὸ μὲν κωλῦον τὸ δὲ μὴ κωλῦον μετατεθῇ.
Χρηστέον δὲ καὶ τῶν αὐξητικῶν πολλοῖς, οἷον εἰ μόνος ἢ πρῶτος ἢ μετ᾽ ὀλίγων ἢ καὶ [ὃ] μάλιστα πεποίηκεν· ἅπαντα γὰρ ταῦτα καλά. καὶ τῷ ἐκ τῶν χρόνων καὶ τῶν καιρῶν· τούτῳ δ᾽ εἰ παρὰ τὸ προσῆκον. καὶ εἰ πολλάκις τὸ αὐτὸ κατώρθωκεν· μέγα γὰρ καὶ οὐκ ἀπὸ τύχης ἀλλὰ δι᾽ αὑτοῦ ἂν δόξειεν. καὶ εἰ τὰ προτρέποντα καὶ τιμῶντα διὰ τοῦτον εὕρηται καὶ κατεσκευάσθη, καὶ εἰς τοῦτον πρῶτον ἐγκώμιον ἐποιήθη, οἷον εἰς Ἱππόλοχον, καὶ Ἁρμόδιον καὶ Ἀριστογείτονα τὸ ἐν ἀγορᾷ σταθῆναι· ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ἐναντίων. κἂν μὴ καθ᾽ αὑτὸν εὐπορῇς, πρὸς ἄλλους ἀντιπαραβάλλειν, ὅπερ Ἰσοκράτης ἐποίει διὰ τὴν ἀσυνήθειαν τοῦ δικολογεῖν. δεῖ δὲ πρὸς ἐνδόξους συγκρίνειν· αὐξητικὸν γὰρ καὶ καλόν, εἰ σπουδαίων βελτίων. πίπτει δ᾽ εὐλόγως ἡ αὔξησις εἰς τοὺς ἐπαίνους· ἐν ὑπεροχῇ γάρ ἐστιν, ἡ δ᾽ ὑπεροχὴ τῶν καλῶν· διὸ κἂν μὴ πρὸς τοὺς ἐνδόξους, ἀλλὰ πρὸς τοὺς ἄλλους δεῖ παραβάλλειν, ἐπείπερ ἡ ὑπεροχὴ δοκεῖ μηνύειν ἀρετήν. ὅλως δὲ τῶν κοινῶν εἰδῶν ἅπασι τοῖς λόγοις ἡ μὲν αὔξησις ἐπιτηδειοτάτη τοῖς ἐπιδεικτικοῖς (τὰς γὰρ πράξεις ὁμολογουμένας λαμβάνουσιν, ὥστε λοιπὸν μέγεθος περιθεῖναι καὶ κάλλος)· τὰ δὲ παραδείγματα τοῖς συμβουλευτικοῖς (ἐκ γὰρ τῶν προγεγονότων τὰ μέλλοντα καταμαντευόμενοι κρίνομεν)· τὰ δ᾽ ἐνθυμήματα τοῖς δικανικοῖς (αἰτίαν γὰρ καὶ ἀπόδειξιν μάλιστα δέχεται τὸ γεγονὸς διὰ τὸ ἀσαφές).
Ἐκ τίνων μὲν οὖν οἱ ἔπαινοι καὶ οἱ ψόγοι λέγονται σχεδὸν πάντες, καὶ πρὸς ποῖα δεῖ βλέποντας ἐπαινεῖν καὶ ψέγειν, καὶ ἐκ τίνων τὰ ἐγκώμια γίγνεται καὶ τὰ ὀνείδη, ταῦτ᾽ ἐστίν· ἐχομένων γὰρ τούτων τὰ ἐναντία τούτοις φανερά· ὁ γὰρ ψόγος ἐκ τῶν ἐναντίων ἐστίν.

Πρέπει επίσης να λαμβάνουμε υπόψη μας μπροστά σε ποιό ακροατήριο εκφωνούμε τον έπαινό μας· γιατί όπως έλεγε ο Σωκράτης, δεν είναι κανένα δύσκολο πράγμα να επαινείς τους Αθηναίους μπροστά στους Αθηναίους. Πρέπει λοιπόν ο ρήτορας να λέει ότι υπάρχει πράγματι αυτό που εκτιμάται από το συγκεκριμένο ακροατήριο, π.χ. από ένα ακροατήριο Σκυθών, από ένα ακροατήριο Λακώνων ή από ένα ακροατήριο φιλοσόφων. Και, γενικά, αυτό που εκτιμάται πρέπει να ανάγεται στην κατηγορία του ωραίου, δεδομένου ότι κατά την κρατούσα άποψη τα δύο αυτά βρίσκονται πολύ κοντά το ένα στο άλλο. Επίσης όλες οι πράξεις που είναι σύμφωνες με το αρμόζον· επί παραδείγματι, ο ρήτορας πρέπει να εξετάζει αν οι πράξεις ενός ανθρώπου είναι άξιες των προγόνων του ή των παλαιότερων πράξεων του· γιατί η απόκτηση και άλλης, πρόσθετης τιμής οδηγεί στην ευτυχία και είναι κάτι το ωραίο. Επίσης αν η (επαινούμενη) πράξη είναι πέρα από το κανονικό και το αναμενόμενο, είναι όμως προς την κατεύθυνση του καλύτερου και του πιο ωραίου· αν π.χ. το άτομο είναι συγκρατημένο μέσα στην καλή του τύχη και μεγαλόψυχο μέσα στις ατυχίες του, ή αν, ενώ ανέρχεται στον κοινωνικό χώρο, γίνεται καλύτερο και πιο διαλλακτικό. Τέτοια ήταν η φράση του Ιφικράτη «Από πού ξεκίνησα και πού έφτασα!», η φράση του ολυμπιονίκη
πρώτα με τραχύ πάνω στους ώμους μου κοντάρι,
καθώς και η φράση του Σιμωνίδη
που μολονότι είχε πατέρα, άντρα κι αδελφούς τυράννους.
Δεδομένου όμως ότι ο έπαινος βασίζεται στις πράξεις του ανθρώπου και, ακόμη, δεδομένου ότι αποτελεί γνώρισμα του ηθικά αξιόλογου ανθρώπου το να ενεργεί σύμφωνα με τις επιλογές του, ο ρήτορας πρέπει να προσπαθεί να δείξει ότι το συγκεκριμένο άτομο ενήργησε σύμφωνα με τις επιλογές του· είναι μάλιστα χρήσιμο να φανεί ότι το άτομο αυτό ενήργησε επανειλημμένα με αυτόν τον τρόπο· γι᾽ αυτό και ο ρήτορας πρέπει να εκλαμβάνει ως επιλογές ακόμη και τις συμπτώσεις και τα τυχαία πράγματα· γιατί αν παρουσιαστούν πολλές παρόμοιες πράξεις, θα θεωρηθούν σημάδια αρετής και προσωπικής επιλογής.
Έπαινος είναι ο λόγος που κάνει φανερό το μέγεθος της αρετής — επομένως ο ρήτορας πρέπει να δείχνει ότι οι πράξεις του συγκεκριμένου ατόμου είχαν αυτόν τον χαρακτήρα. Το εγκώμιο, αντίθετα, μιλάει για τις πράξεις (κάθε άλλο πρόσθετο στοιχείο, όπως η ευγενική καταγωγή και η παιδεία, κάνει τον λόγο πιο πειστικό· είναι, πράγματι, πιθανό από καλούς γονείς να γεννιούνται καλά παιδιά, και ένας άνθρωπος που ανατράφηκε με έναν συγκεκριμένο τρόπο είναι πιθανό να έχει τον αντίστοιχο χαρακτήρα)· αυτός είναι και ο λόγος που εγκωμιάζουμε ανθρώπους που έχουν κάνει κάτι. Οι πράξεις δείχνουν τα σταθερά ηθικά χαρακτηριστικά του ατόμου, αφού θα επαινούσαμε ακόμη και έναν άνθρωπο που δεν έκανε τίποτε, αν είχαμε την πεποίθηση ότι είναι από χαρακτήρα τέτοιος που θα μπορούσε να κάνει. Ο μακαρισμός και ο ευδαιμονισμός είναι ίδια μεταξύ τους, διαφορετικά όμως από τα προηγούμενα, και όπως η ευδαιμονία περιέχει την αρετή, έτσι και ο ευδαιμονισμός περιέχει εκείνα.
Ο έπαινος και οι συμβουλές ανήκουν σε ένα κοινό είδος: αν, σε ό,τι θα πρότεινες στις συμβουλές σου, άλλαζες [1368a] τη μορφή της διατύπωσής τους, το αποτέλεσμα θα ήταν ένα εγκώμιο. Αφού λοιπόν ξέρουμε τί θα έπρεπε να κάνει κανείς και ποιές ιδιότητες θα έπρεπε να έχει, όταν θα τα παρουσιάζουμε ως συμβουλές θα χρειαστεί να αλλάξουμε τη διατύπωσή τους και να τα μετατρέψουμε· π.χ. ότι δεν πρέπει να περηφανευόμαστε για πράγματα που τα οφείλουμε στην τύχη, αλλά γι᾽ αυτά που τα κερδίσαμε οι ίδιοι: αν το διατυπώσουμε έτσι, έχουμε συμβουλή· έχουμε όμως έπαινο, αν το διατυπώσουμε ως εξής: «περηφανευόταν όχι για ό,τι καλό είχε χάρη στην τύχη, αλλά για ό,τι κέρδισε μόνος του». Συμπέρασμα: Όταν θέλεις να επαινέσεις, κοίτα τί θα συμβούλευες, και όταν θέλεις να συμβουλέψεις, κοίτα τί θα επαινούσες. Η διατύπωση θα είναι υποχρεωτικά αντίθετη όταν μετατραπεί μια απαγορευτική και μια μη απαγορευτική πρόταση.
Πρέπει επίσης οι (επιδεικτικοί) ρήτορες να χρησιμοποιούν πολλά από τα μέσα με τα οποία πετυχαίνουμε να προσδώσουμε μέγεθος, π.χ. αν έκανε την πράξη μόνος αυτός, ή πρώτος αυτός, ή ως ένας από τους λίγους που την έκαναν, ή —επίσης— κατά κύριο λόγο αυτός· γιατί όλα αυτά είναι ωραία. Πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη και τα στοιχεία που προκύπτουν από τις χρονικές στιγμές και από τις (συγκυριακές) ευκαιρίες, ιδίως αν οι πράξεις ήταν πέρα από τις προβλέψεις. Επίσης αν έκανε πολλές φορές το ίδιο πράγμα με επιτυχία — κάτι, βέβαια, πολύ σημαντικό, αφού έτσι θα φαινόταν ότι η πράξη δεν οφειλόταν στην τύχη, αλλά στο ίδιο το άτομο που την έπραξε. Επίσης αν το συγκεκριμένο άτομο υπήρξε η αφορμή για την εύρεση και την καθιέρωση των ενθαρρύνσεων και των τιμών, και αν ο συγκεκριμένος άνθρωπος υπήρξε ο πρώτος για τον οποίο έγινε εγκώμιο (παράδειγμα ο Ιππόλοχος) ή στήθηκε προτομή του στην αγορά (παράδειγμα ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων)· το ίδιο επίσης και στις αντίθετες περιπτώσεις. Στην περίπτωση που το άτομο δεν σου προσφέρει αρκετό υλικό, σύγκρινέ το με άλλους: έτσι δεν συνήθιζε να κάνει και ο Ισοκράτης, που δεν ήταν μαθημένος να μιλάει στα δικαστήρια; Μόνο που η σύγκριση πρέπει να γίνεται με γνωστά και φημισμένα πρόσωπα· γιατί προσδίδει μέγεθος —και είναι και ωραίο— να είναι κανείς καλύτερος από άλλα αξιόλογα πρόσωπα. Είναι φυσικό η μεγέθυνση και η διόγκωση να εμπίπτει στην κατηγορία των επαίνων, καθώς στοχεύει στο να κάνει φανερή την υπεροχή — και η υπεροχή είναι ένα από τα ωραία πράγματα. Γι᾽ αυτό, αν δεν μπορούμε να συγκρίνουμε τον επαινούμενο με γνωστά και φημισμένα πρόσωπα, πρέπει τουλάχιστο να τον συγκρίνουμε με τους πολλούς, δεδομένου ότι η υπεροχή θεωρείται ότι δείχνει αρετή.
Γενικά, από τις τεχνικές που είναι κοινές σε όλα τα είδη των ρητορικών λόγων η μεγέθυνση ταιριάζει κυρίως στους επιδεικτικούς λόγους (ο λόγος είναι ότι οι επιδεικτικοί ρήτορες ασχολούνται με πράξεις κοινής παραδοχής, και επομένως το μόνο που τους μένει είναι να προσδώσουν σ᾽ αυτές μέγεθος και ομορφιά)· τα παραδείγματα ταιριάζουν κυρίως στους συμβουλευτικούς λόγους (ο λόγος είναι ότι βασισμένοι στο παρελθόν εικάζουμε και κρίνουμε το μέλλον)· τέλος, τα ενθυμήματα ταιριάζουν κυρίως στους δικανικούς λόγους (ο λόγος είναι ότι αυτού του είδους εξήγηση και απόδειξη επιδέχονται κατά κύριο λόγο οι πράξεις του παρελθόντος, λόγω της ασάφειάς τους).
Ιδού λοιπόν ποιοί είναι οι τόποι όλων σχεδόν των επαίνων και των ψόγων και πού πρέπει να αποβλέπουν οι επιδεικτικοί ρήτορες όταν επαινούν ή ψέγουν· επίσης ποιοί είναι οι τόποι του εγκωμίου και του ονείδους· αν τα ξέρουμε αυτά, τα αντίθετά τους είναι φανερά: ο ψόγος γίνεται με τα αντίθετα επιχειρήματα.