Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Πυθιονίκαις (4.116-4.138)


ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων [στρ. Ϛ]
ἴστε. λευκίππων δὲ δόμους πατέρων, κε-
δνοὶ πολῖται, φράσσατέ μοι σαφέως·
Αἴσονος γὰρ παῖς ἐπιχώριος οὐ ξεί-
ναν ἱκάνω γαῖαν ἄλλων.
φὴρ δέ με θεῖος Ἰάσονα κικλῄσκων προσαύδα.»
120 ὣς φάτο· τὸν μὲν ἐσελθόντ᾽ ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός·
ἐκ δ᾽ ἄρ᾽ αὐτοῦ πομφόλυξαν
δάκρυα γηραλέων γλεφάρων,
ἃν περὶ ψυχὰν ἐπεὶ γάθησεν, ἐξαίρετον
γόνον ἰδὼν κάλλιστον ἀνδρῶν.

καὶ κασίγνητοί σφισιν ἀμφότεροι [αντ. Ϛ]
125 ἤλυθον κείνου γε κατὰ κλέος· ἐγγὺς
μὲν Φέρης κράναν Ὑπερῇδα λιπών,
ἐκ δὲ Μεσσάνας Ἀμυθάν· ταχέως δ᾽ Ἄ-
δματος ἷκεν καὶ Μέλαμπος
εὐμενέοντες ἀνεψιόν. ἐν δαιτὸς δὲ μοίρᾳ
μειλιχίοισι λόγοις αὐτοὺς Ἰάσων δέγμενος
ξείνι᾽ ἁρμόζοντα τεύχων
πᾶσαν ἐυφροσύναν τάνυεν
130 ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ᾽ ἁμέραις
ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον.

ἀλλ᾽ ἐν ἕκτᾳ πάντα λόγον θέμενος σπου- [επωδ. Ϛ]
δαῖον ἐξ ἀρχᾶς ἀνήρ
συγγενέσιν παρεκοινᾶθ᾽·
οἱ δ᾽ ἐπέσποντ᾽. αἶψα δ᾽ ἀπὸ κλισιᾶν
ὦρτο σὺν κείνοισι· καί ῥ᾽ ἦλθον Πελία μέγαρον·
135 ἐσσύμενοι δ᾽ εἴσω κατέσταν· τῶν δ᾽ ἀκού-
σαις αὐτὸς ὑπαντίασεν
Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου γενεά· πραῢν δ᾽ Ἰάσων
μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον
βάλλετο κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων·
«Παῖ Ποσειδᾶνος Πετραίου,


Με λίγα λόγια αυτή είναι η ιστορία της ζωής μου· [στρ. Ϛ]
τη μάθατε· μα δείξτε μου
ξεκάθαρα, καλοί πολίτες, πού των πατέρων μου με τ᾽ άτια τα λευκά,
βρίσκονται τα παλάτια, γιατί του Αίσονα είμαι ο γιος,
ντόπιος, και σε ξένη χώρα άλλων δεν πατάω.
Ο θεϊκός ο Κένταυρος, σαν μου μιλούσε, Ιάσονα με φώναζε.»
120Έτσι είπε και, καθώς προχώρησε, τα μάτια του πατέρα
τον γνωρίσαν, και δάκρυα πλημμύρισαν τα γέρικα βλέφαρά του,
γιατί εκαταχάρηκε η καρδιά του
τον γόνο τον εξαίρετο αντικρίζοντας και τον πανώριο άντρα.

Κι ήρθαν και οι δυο του αδερφοί, [αντ. Ϛ]
125καθώς το νέο ακούσαν·
ο Φέρης που δεν έμενε μακριά,
την Υπέρεια αφήνοντας κρήνη,
και ο Αμυθάων απ᾽ τη Μεσσήνη.
Και δεν αργήσανε να ᾽ρθουν
ο Άδμητος κι ο Μέλαμπος
γεμάτοι αγάπη για το ξαδέρφι τους.
Και στο συμπόσιο ο Ιάσων με λόγια γλυκομίλητα
τους καλωσόρισε, προσφέροντας σωστή φιλοξενία·
και κάθε λογής απόλαυση εξάντλησε,
130καθώς για πέντε ολόκληρα μερόνυχτα
έδρεψε της ευζωίας τον ιερό ανθό.

Την έκτη μέρα όμως άρχισε ν᾽ ανακοινώνει [επωδ. Ϛ]
στους συγγενείς του σχέδια σημαντικά·
κι εκείνοι συμφωνήσαν.
Σηκώθηκαν ευθύς μαζί του απ᾽ τα θρονιά
και για το μέγαρο κινήσαν του Πελία.
135Μπήκανε μέσα ορμητικά και πήρανε τη θέση τους,
κι εκείνος, ως τους άκουσε,
ξεκίνησε να τους προϋπαντήσει,
ο γόνος της ωριόμαλλης Τυρώς.
Και τότε με πραότητα ο Ιάσων,
με απαλή φωνή σταλάζοντας τις λέξεις,
των σοφών λόγων έθεσε τη βάση:
«Παιδί του Ποσειδώνα του Πετραίου,