Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Πλοῦτος (726-770)


ΓΥ. ὡς φιλόπολίς τίς ἐσθ᾽ ὁ δαίμων καὶ σοφός.
ΚΑ. μετὰ τοῦτο τῷ Πλούτῳ ᾽τι παρεκαθέζετο,
καὶ πρῶτα μὲν δὴ τῆς κεφαλῆς ἐφήψατο,
ἔπειτα καθαρὸν ἡμιτύβιον λαβὼν
730τὰ βλέφαρα περιέψησεν. ἡ Πανάκεια δὲ
κατεπέτασ᾽ αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν φοινικίδι
καὶ πᾶν τὸ πρόσωπον· εἶθ᾽ ὁ θεὸς ἐπόππυσεν.
ἐξῃξάτην οὖν δύο δράκοντ᾽ ἐκ τοῦ νεὼ
ὑπερφυεῖ τὸ μέγεθος. ΓΥ. ὦ φίλοι θεοί.
735ΚΑ. τούτω δ᾽ ὑπὸ τὴν φοινικίδ᾽ ὑποδύνθ᾽ ἡσυχῇ
τὰ βλέφαρα περιέλειχον, ὥς γέ μοὐδόκει·
καὶ πρίν σε κοτύλας ἐκπιεῖν οἴνου δέκα,
ὁ Πλοῦτος, ὦ δέσποιν᾽, ἀνειστήκει βλέπων·
ἐγὼ δὲ τὼ χεῖρ᾽ ἀνεκρότησ᾽ ὑφ᾽ ἡδονῆς
740τὸν δεσπότην τ᾽ ἤγειρον. ὁ θεὸς δ᾽ εὐθέως
ἠφάνισεν αὐτὸν οἵ τ᾽ ὄφεις εἰς τὸν νεών.
οἱ δ᾽ ἐγκατακείμενοι παρ᾽ αὐτῷ πῶς δοκεῖς
τὸν Πλοῦτον ἠσπάζοντο καὶ τὴν νύχθ᾽ ὅλην
ἐγρηγόρεσαν, ἕως διέλαμψεν ἡμέρα.
745ἐγὼ δ᾽ ἐπῄνουν τὸν θεὸν πάνυ σφόδρα,
ὅτι βλέπειν ἐπόησε τὸν Πλοῦτον ταχύ,
τὸν δὲ Νεοκλείδην μᾶλλον ἐπόησεν τυφλόν.
ΓΥ. ὅσην ἔχεις τὴν δύναμιν, ὦναξ δέσποτα.
ἀτὰρ φράσον μοι, ποῦ ᾽σθ᾽ ὁ Πλοῦτος; ΚΑ. ἔρχεται.
750ἀλλ᾽ ἦν περὶ αὐτὸν ὄχλος ὑπερφυὴς ὅσος.
οἱ γὰρ δίκαιοι πρότερον ὄντες καὶ βίον
ἔχοντες ὀλίγον αὐτὸν ἠσπάζοντο καὶ
ἐδεξιοῦνθ᾽ ἅπαντες ὑπὸ τῆς ἡδονῆς·
ὅσοι δ᾽ ἐπλούτουν οὐσίαν τ᾽ εἶχον συχνὴν
755οὐκ ἐκ δικαίου τὸν βίον κεκτημένοι,
ὀφρῦς ξυνῆγον ἐσκυθρώπαζόν θ᾽ ἅμα.
οἱ δ᾽ ἠκολούθουν κατόπιν ἐστεφανωμένοι
γελῶντες, εὐφημοῦντες· ἐκτυπεῖτο δὲ
ἐμβὰς γερόντων εὐρύθμοις προβήμασιν.
760ἀλλ᾽ εἶ᾽, ἁπαξάπαντες ἐξ ἑνὸς λόγου
ὀρχεῖσθε καὶ σκιρτᾶτε καὶ χορεύετε·
οὐδεὶς γὰρ ὑμῖν εἰσιοῦσιν ἀγγελεῖ,
ὡς ἄλφιτ᾽ οὐκ ἔνεστιν ἐν τῷ θυλάκῳ.
ΓΥ. νὴ τὴν Ἑκάτην, κἀγὼ δ᾽ ἀναδῆσαι βούλομαι
765εὐαγγέλιά σε κριβανιτῶν ὁρμαθῷ
τοιαῦτ᾽ ἀπαγγείλαντα. ΚΑ. μή νυν μέλλ᾽ ἔτι,
ὡς ἅνδρες ἐγγύς εἰσιν ἤδη τῶν θυρῶν.
ΓΥ. φέρε νυν, ἰοῦσ᾽ εἴσω κομίσω καταχύσματα
ὥσπερ νεωνήτοισιν ὀφθαλμοῖς ἐγώ.
770ΚΑ. ἐγὼ δ᾽ ἀπαντῆσαί γ᾽ ἐκείνοις βούλομαι.

ΧΟΡΟΥ


ΓΥΝ. Πόσο αγαπάει την πόλη μας και πόσο
μυαλωμένος θεός! ΚΑΡ. Ύστερα πήγε
και κάθισε κοντά στον Πλούτο. Πρώτα
την κεφαλή του χάιδεψε, κατόπι
τα ματόφυλλα πήρε και τα σκούπισε
με καθαρή πετσέτα κι η Πανάκεια730
του σκέπασε με κόκκινο πανί
την κεφαλή του και το πρόσωπό του.
Έπειτα σφύριξε ο θεός και βγήκαν
απ᾽ το ιερό δυο φίδια, μπόι αφάνταστο.
ΓΥΝ. Θεούλη μου, πωπώ! ΚΑΡ. Σιγά τα φίδια
στο κόκκινο τρυπώσανε πανί,
κι όπως μου εφάνη, τα ματόφυλλά του
τα γλείφανε, κι όσο να πιεις, κυρά μου,
εφτά κανάτια μπρούσικον, ο Πλούτος
σηκώθη απάνου κι έβλεπε! Κι αμέσως740
θεός και φίδια απ᾽ το ναό χαθήκαν.
Και να ᾽βλεπες πώς τον φιλούσαν όλοι
τον Πλούτο, όσοι κοιμόντανε κοντά του!
Και δεν κλείσαμε μάτι όλη τη νύχτα,
όσο που η μέρα φώτισε. Κι εγώ
βλογούσα το θεό, που τόσο γρήγορα
τον Πλούτο μας τον έκανε να βλέπει
και το Νεοκλείδη πιότερο τον στράβωσε!
ΓΥΝ. Πόσο μεγαλοδύναμος, αφέντη
Ασκληπιέ μου! Και τώρα πού ᾽ναι ο Πλούτος;
ΚΑΡ. Έρχεται! Μέγα πλήθος ολόγυρα750
τον έζωσεν. Οι τίμιοι, που είχαν λίγο
ως τώρα βιος, τον αγκαλιάζαν κι όλοι
του σφίγγανε χαρούμενοι το χέρι.
Κι οι πλούσιοι με τα πλούτη τα μεγάλα,
που τα ᾽χαν αποχτήσει μ᾽ αδικίες,
κατσούφιαζαν και ζάρωναν τα φρύδια.
Στεφανωμένοι οι πρώτοι ακολουθούσαν
γελώντας και δοξάζοντας τον Πλούτο,
και των γερόντων το παπούτσι εχτύπα
με ρυθμικό περπάτημα το χώμα.
Αλλ᾽ άιντε, με μια κίνηση όλοι αντάμα760
πηδάτε και χορεύετε. Κανένας
δε θα σας πει, όταν μπαίνετε στο σπίτι:
«δεν υπάρχει καρβέλι στο πανέρι».
ΓΥΝ. Κι εγώ για το καλό σου το μαντάτο
με μιαν αρμάθα φουρνιστά κουλούρια,
μά την Εκάτη, θα σε στεφανώσω.
ΚΑΡ. Όχι ακόμα γιατί ζυγώνει τώρα
στην πόρτα μας το πλήθος. ΓΥΝ. Τρέχω μέσα,
να φέρω τα καλούδια να τα ρίξω
των ματιών, που τη μέρα πρωτοβλέπουν.
ΚΑΡ. Κι εγώ τρέχω να τους καλωσορίσω.770
(φεύγουν οι άλλοι και μπαίνει ο Πλούτος)