ΓΥΝ. Πόσο αγαπάει την πόλη μας και πόσο
μυαλωμένος θεός! ΚΑΡ. Ύστερα πήγε
και κάθισε κοντά στον Πλούτο. Πρώτα
την κεφαλή του χάιδεψε, κατόπι
τα ματόφυλλα πήρε και τα σκούπισε
με καθαρή πετσέτα κι η Πανάκεια730
του σκέπασε με κόκκινο πανί
την κεφαλή του και το πρόσωπό του.
Έπειτα σφύριξε ο θεός και βγήκαν
απ᾽ το ιερό δυο φίδια, μπόι αφάνταστο.
ΓΥΝ. Θεούλη μου, πωπώ! ΚΑΡ. Σιγά τα φίδια
στο κόκκινο τρυπώσανε πανί,
κι όπως μου εφάνη, τα ματόφυλλά του
τα γλείφανε, κι όσο να πιεις, κυρά μου,
εφτά κανάτια μπρούσικον, ο Πλούτος
σηκώθη απάνου κι έβλεπε! Κι αμέσως740
θεός και φίδια απ᾽ το ναό χαθήκαν.
Και να ᾽βλεπες πώς τον φιλούσαν όλοι
τον Πλούτο, όσοι κοιμόντανε κοντά του!
Και δεν κλείσαμε μάτι όλη τη νύχτα,
όσο που η μέρα φώτισε. Κι εγώ
βλογούσα το θεό, που τόσο γρήγορα
τον Πλούτο μας τον έκανε να βλέπει
και το Νεοκλείδη πιότερο τον στράβωσε!
ΓΥΝ. Πόσο μεγαλοδύναμος, αφέντη
Ασκληπιέ μου! Και τώρα πού ᾽ναι ο Πλούτος;
ΚΑΡ. Έρχεται! Μέγα πλήθος ολόγυρα750
τον έζωσεν. Οι τίμιοι, που είχαν λίγο
ως τώρα βιος, τον αγκαλιάζαν κι όλοι
του σφίγγανε χαρούμενοι το χέρι.
Κι οι πλούσιοι με τα πλούτη τα μεγάλα,
που τα ᾽χαν αποχτήσει μ᾽ αδικίες,
κατσούφιαζαν και ζάρωναν τα φρύδια.
Στεφανωμένοι οι πρώτοι ακολουθούσαν
γελώντας και δοξάζοντας τον Πλούτο,
και των γερόντων το παπούτσι εχτύπα
με ρυθμικό περπάτημα το χώμα.
Αλλ᾽ άιντε, με μια κίνηση όλοι αντάμα760
πηδάτε και χορεύετε. Κανένας
δε θα σας πει, όταν μπαίνετε στο σπίτι:
«δεν υπάρχει καρβέλι στο πανέρι».
ΓΥΝ. Κι εγώ για το καλό σου το μαντάτο
με μιαν αρμάθα φουρνιστά κουλούρια,
μά την Εκάτη, θα σε στεφανώσω.
ΚΑΡ. Όχι ακόμα γιατί ζυγώνει τώρα
στην πόρτα μας το πλήθος. ΓΥΝ. Τρέχω μέσα,
να φέρω τα καλούδια να τα ρίξω
των ματιών, που τη μέρα πρωτοβλέπουν.
ΚΑΡ. Κι εγώ τρέχω να τους καλωσορίσω.770
(φεύγουν οι άλλοι και μπαίνει ο Πλούτος)
|