(Βγαίν᾽ η Λυσιστράτη)
ΛΥΣ. Ε! ε! Τρεχάτ᾽ εδώ, καλοκυράδες!
ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ
830Τί συμβαίνει; Γιατί φωνάζεις έτσι;
ΛΥΣ. Άντρας! Άντρα αγναντεύω λυσσασμένον
για γυναίκα! Αχ! αφέντρα εσύ της Κύπρου,
της Πάφου, του Τσιρίγου, βόηθα, βόηθα
να μη χάσει το δρόμο! ΓΥΝ. Δεν τον βλέπω.
ΛΥΣ. Νά! πέρα, στο ιερό της Χλόης! ΓΥΝ. Τον είδα!
Μα ποιός να ᾽ναι; ΛΥΣ. Τον γνώρισε καμιά σας;
ΜΥΡ. Εγώ, καλή μου. Ο Κινησίας ο άντρας μου!
ΛΥΣ. Δουλειά σου τώρα να τον ξεροψήσεις,
840να τον γυρνάς στη σούβλα· μια να στέκεις,
μια να τραβιέσαι κι όλα να τα δίνεις
εξόν εκείνο, πὄχουμε ορκιστεί!
ΜΥΡ. Μη σε νοιάζει και θα τον κανονίσω!
ΛΥΣ. Θα μείνω εγώ να σε παρασταθώ.
Σε σιγανή φωτιά να τονε ψήσεις.
Οι άλλες δρόμο!
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Αλιά μου!... Τί τεζάρισμα είναι τούτο!
Τέτανος! Λες στη ρόδα τανυσμένον
με γυροφέρνουν. ΛΥΣ. Ε! Ποιός είναι τούτος
που πέρασε απ᾽ τους φύλακες ανάμεσα;
ΚΙΝ. Εγώ! ΛΥΣ. Άντρας; ΚΙΝ. Ολάκερος! ΛΥΣ. Τσακίσου
γρήγορ᾽ από δω πέρα! ΚΙΝ. Μα κι ελόγου σου
ποιά είσαι, που μ᾽ αποδιώχνεις; ΛΥΣ. Ο σκοπός!
ΚΙΝ. Για το θεό, κυρά μου, κάλεσέ μου
850μια στιγμούλα από μέσα τη Μυρρίνη!
ΛΥΣ. Καλά, θα την καλέσω! Και ποιός είσαι;
ΚΙΝ. Άντρας της. Κινησίας, του Πέου ο γιος!
ΛΥΣ. Ρε γεια σου, φιλαράκο! Τ᾽ όνομά σου
το ξέρουν όλοι εδώ. Την πάσα μέρα
στο στόμα το ᾽χει και το πιπιλίζει
η κυρά σου. Ό,τι πιάσει: αβγό, κυδώνι,
λέει: «πού ᾽σαι, Κινησία μου, να το φας»!
ΚΙΝ. Δόξα ο θεός! ΛΥΣ. Ναι, μά την Αφροδίτη!
Κι όταν γίνεται λόγος γι᾽ άντρες, λέει:
860«μπροστά στον Κινησία όλ᾽ είναι μάπες».
ΚΙΝ. Άι! κάλεσέ την. ΛΥΣ. Έτσι; Δίχως λάδωμα;
ΚΙΝ. Ό,τι θέλει η ψυχούλα σου. Νά τούτο
έχω για τώρα. Πάρ᾽ το, χάρισμά σου.
(Κάνει τη σχετική χειρονομία)
ΛΥΣ. Βάστα να την καλέσω. ΚΙΝ. Κάνε γρήγορα!
Άραχλη ζήση που περνώ, από τότες
που κείνη μου ξεπόρτισε. Όταν μπαίνω
στο σπίτι, σφίγγεται η καρδούλα μου. Όλα
μαύρα κι έρμα. Κι ό,τι να φάω, φαρμάκι!
Γιατί θέλω από κείνο και μου λείπει.
|