ΕΞΟΔΟΣ ΚΥΚ. Οϊμέ!
Το φως μου και τα μάτια μου πάνε, μου γίναν στάχτη!
ΧΟΡ. Ανάσταση! Αχ τί καλά! Για ξαναπές το, Κύκλωψ!
665ΚΥΚ. Αλί και τρισαλί! Με φάγανε! Μ᾽ ήβρε κακό μεγάλο!
Όμως δεν έχει να ξεφύγετε μακριά απ᾽ τον βράχο τούτον,
πλάσματα τιποτένια. Στης σπηλιάς αυτής εδώ τις πύλες
θα ᾽ναι φρουροί τα μπράτσα μου, την είσοδο θα φράξουν.
ΧΟΡ. Τί ουρλιαχτά είν᾽ αυτά, βρε Κύκλωπα; ΚΥΚ. Χάθηκα, πάω, ο μαύρος!
670ΧΟΡ. Πάντως έχεις τα χάλια σου. ΚΥΚ. Κι είμαι δυστυχισμένος.
ΧΟΡ. Βρε, πάνω στο μεθύσι σου έπεσες μες στη θράκα;
ΚΥΚ. Με χάλασε ο Κανένας. ΧΟΡ. Ε! Κανένας δεν σου φταίει.
ΚΥΚ. Με τύφλωσε ο Κανένας, βρε! ΧΟΡ. Τότε τυφλός δεν είσαι.
675ΚΥΚ. Με περιπαίζεις. Όμως πού εκρύφτηκε ο Κανένας;
ΧΟΡ. Ο Κανένας; Πουθενά!
ΚΥΚ. Ο ξένος, να σ᾽ το πω απλά, με χάλασε, με ξέκανε,
πανάθεμά τονα, που μ᾽ έπνιξε με το βρωμοκρασί του.
ΧΟΡ. Τρομερό πράμα το κρασί, κι αντίπαλος βαρβάτος.
ΚΥΚ. Πείτε μου, στον θεό σας, φύγανε γιά είν᾽ ακόμα μέσα;
680ΧΟΡ. Πίσω απ᾽ τον βράχον εκρυφτήκανε· εκεί έχουνε λουφάξει.
ΚΥΚ. Στα δεξιά ή στ᾽ αριστερά; ΧΟΡ. Στα δεξιά σου. ΚΥΚ. Πού ᾽ν᾽ τους;
ΧΟΡ. Στον βράχο εκείνον κολλητά. Τους τσάκωσες, τους βρήκες;
ΚΥΚ. (Σκουντουφλάει πάνω στον βράχο) Κι άλλη με βρήκε συμφορά!
Τσάκισα το κεφάλι μου.
ΧΟΡ. Ακόμα να τους πιάσεις, βρε; ΚΥΚ. Μα… από δω μου είπες;
684Ή από την άλλη μήπως;
ΧΟΡ. Όχι από δω — σου ᾽πα, από κει. ΚΥΚ. Μα… πού μου ᾽πες τέλος πάντων;
ΧΟΡ. Στρίψε από κει, αριστερά. ΚΥΚ. Άχου, με περιπαίζουν.
Γελάτε, κοροϊδεύετε τις μαύρες συμφορές μου.
ΧΟΡ. Όχι, όχι τώρα σοβαρά: νά τους, εδώ μπροστά σου!
|