Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΥΣΙΑΣ

Κατὰ Θεομνήστου (10) (4-5)


[4] Ἐμοὶ γάρ, ὦ ἄνδρες δικασταί, ἔτη ἐστὶ ‹δύο καὶ› τριάκοντα, ἐξ ὅτου ‹δ᾽› ὑμεῖς κατεληλύθατε, εἰκοστὸν τουτί. φαίνομαι οὖν τρισκαιδεκέτης ὢν ὅτε ὁ πατὴρ ὑπὸ τῶν τριάκοντα ἀπέθνῃσκε. ταύτην δὲ ἔχων τὴν ἡλικίαν οὔτε τί ἐστιν ὀλιγαρχία ἠπιστάμην, οὔτε [ἂν] ἐκείνῳ ἀδικουμένῳ ἐδυνάμην βοηθῆσαι. [5] καὶ μὲν δὴ οὐκ ‹ἂν› ὀρθῶς τῶν χρημάτων ἕνεκα ἐπεβούλευσα αὐτῷ· ὁ γὰρ πρεσβύτερος ἀδελφὸς Πανταλέων ἅπαντα παρέλαβε, καὶ ἐπιτροπεύσας ἡμᾶς τῶν πατρῴων ἀπεστέρησεν, ὥστε πολλῶν ἕνεκα, ὦ ἄνδρες δικασταί, προσῆκέ μοι αὐτὸν βούλεσθαι ζῆν. ἀνάγκη μὲν οὖν περὶ αὐτῶν μνησθῆναι, οὐδὲν δὲ δεῖ πολλῶν λόγων· σχεδὸν ‹γὰρ› ἐπίστασθε ἅπαντες ὅτι ἀληθῆ λέγω. ὅμως δὲ μάρτυρας αὐτῶν παρέξομαι.
ΜΑΡΤΥΡΕΣ


[4] Εγώ, άνδρες δικαστές, είμαι τριάντα δύο ετών, και τούτο είναι το εικοστό έτος από τότε που εσείς επανήλθατε από την εξορία. Προκύπτει λοιπόν ότι ήμουν δεκατριών ετών, όταν θανατώθηκε ο πατέρας μου από τους Τριάκοντα. Σε αυτή την ηλικία ούτε ήξερα τί εστί ολιγαρχία ούτε ήμουν σε θέση να τον βοηθήσω όταν τον αδικούσαν. [5] Εξάλλου, δεν θα είχε νόημα να επιβουλευτώ τη ζωή του για χρήματα, και τούτο γιατί τα πήρε όλα ο μεγαλύτερος αδελφός μου Πανταλέων, ο οποίος ανέλαβε την επιτροπεία μας και μας στέρησε την πατρική περιουσία. Επομένως, για πολλούς λόγους, άνδρες δικαστές, ήταν λογικό να θέλω να είναι ο πατέρας μου στη ζωή. Είμαι λοιπόν υποχρεωμένος να αναφερθώ σε αυτά, ωστόσο δεν χρειάζεται να μακρηγορήσω, γιατί γνωρίζετε σχεδόν όλοι ότι λέω την αλήθεια. Εν τούτοις θα παρουσιάσω σχετικά με αυτά και μάρτυρες.
ΜΑΡΤΥΡΕΣ