Μ᾽ από τα σπλάχνα της αγνότατες [στρ. β]
ξεχύνουνται πηγές φωτιάς ακράτης,
που οι ποταμοί της αναδίνουν στρόβιλους καπνού
πυρόξανθου τις μέρες, και τις νύχτες
κυλώντας η άλικη φωτιά ως τη βαθιά την πλάκα
του πόντου βράχους κατεβάζει
25με πάταγο· κι είναι το σερπετόν εκείνο,
που του Ήφαιστου τα τρομερά τα ρέματα ξεβράζει,
θάμασμα τέρας κι ο ίδιος να το δεις,
θάμα κι απ᾽ όσους το είδανε ν᾽ ακούσεις,
πώς, απ᾽ της Αίτνας τις πυκνόφυλλές κορφές [αντ. β]
ως τη γης κάτω, είναι δεμένος
κι όλη τη ράχη του κεντάει χαράζοντας
το στρώμα, που είναι ξαπλωμένος.
Σε σέ ν᾽ αρέσω εύχομαι, Δία, σε σέ
30που έχεις αυτό δικό σου τ᾽ όρος,
της χώρας της καλλίκαρπης το μέτωπο,
που την επώνυμη, στη γειτονιά του, πόλη
ο ξακουσμένος της συνοικιστής τη δόξασε,
όταν στο Πυθικό το στάδιο κάτω
διαλάλησεν ο κήρυκας
Ιέρωνα τον καλλίνικο στο δρόμο των αρμάτων.
Για όσους με πλοίο ξεκινούν [επωδ. β]
πρώτη τους είναι χάρη να τους έρθει
πρίμος αγέρας στην αρχή του ταξιδιού,
γιατί σημάδι ᾽ναι πως θα τους έβρει
35όμοια καλό το τέλος και του γυρισμού.
Και φέρνει ο λόγος, από αυτές τις συντυχιές,
το στοχασμό, πως και στο μέλλον
η πόλη θα ᾽ναι κοσμοξακουστή
για τα στεφάνια που θα παίρνουν τ᾽ άλογά της
και με καλοτραγούδιστες γιορτές ονομαστή.
Λύκιε και που τη Δήλο κυβερνάς
και που του Παρνασσού την Κασταλία την κρήνη,
Φοίβε, αγαπάς,
40άμποτε στην καρδιά σου αυτά να βάλεις
κι αντρών γεννήτρα διαλεχτών
τη χώρ᾽ αυτή να κάμεις.
|