Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Πυθιονίκαις (1.21-1.40)


τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται [στρ. β]
ἐκ μυχῶν παγαί· ποταμοὶ δ᾽ ἁμέραισιν
μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ
αἴθων᾽· ἀλλ᾽ ἐν ὄρφναισιν πέτρας
φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖ-
αν φέρει πόντου πλάκα σὺν πατάγῳ.
25 κεῖνο δ᾽ Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἑρπετόν
δεινοτάτους ἀναπέμπει· τέρας μὲν
θαυμάσιον προσιδέσθαι,
θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι,

οἷον Αἴτνας ἐν μελαμφύλλοις δέδεται κορυφαῖς [αντ. β]
καὶ πέδῳ, στρωμνὰ δὲ χαράσσοισ᾽ ἅπαν νῶ-
τον ποτικεκλιμένον κεντεῖ.
εἴη, Ζεῦ, τὶν εἴη ἁνδάνειν,
30 ὃς τοῦτ᾽ ἐφέπεις ὄρος, εὐκάρποιο γαί-
ας μέτωπον, τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν
κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν
γείτονα, Πυθιάδος δ᾽ ἐν δρόμῳ κά-
ρυξ ἀνέειπέ νιν ἀγγέλ-
λων Ἱέρωνος ὑπὲρ καλλινίκου

ἅρμασι. ναυσιφορήτοις δ᾽ ἀνδράσι πρώτα χάρις [επωδ. β]
ἐς πλόον ἀρχομένοις πομπαῖον ἐλθεῖν
οὖρον· ἐοικότα γάρ
35 καὶ τελευτᾷ φερτέρου νόστου τυχεῖν, ὁ δὲ λόγος
ταύταις ἐπὶ συντυχίαις δόξαν φέρει
λοιπὸν ἔσσεσθαι στεφάνοισί ν‹ιν› ἵπποις τε κλυτάν
καὶ σὺν εὐφώνοις θαλίαις ὀνυμαστάν.
Λύκιε καὶ Δάλοι᾽ ἀνάσσων
Φοῖβε Παρνασσοῦ τε κράναν Κασταλίαν φιλέων,
40 ἐθελήσαις ταῦτα νόῳ τιθέμεν εὔανδρόν τε χώραν.


Μέσ᾽ από τα έγκατά της ξεπηδούν [στρ. β]
πηγές αγνότατες φωτιάς αζύγωτης·
τη μέρα ποτάμια χύνονται ροές καυτές καπνού,
και μες στη νύχτα καταπόρφυρη η φλόγα κυλάει
κι ώς του βαθιού πελάου την απλωσιά κατρακυλάει
με πάταγο τα βράχια.
25Και τους τρομαχτικούς κρουνούς του Ηφαίστου
εκείνο το θεριό ψηλά τινάζει·
θέαμα αλλόκοτο να το αντικρίσεις,
φριχτό και μόνο απ᾽ όσους έτυχαν εκεί ν᾽ ακούσεις:

πώς είναι το θεριό δεμένο ανάμεσα στις βαθύσκιωτες [αντ. β]
κορφές της Αίτνας και στον κάμπο,
και όλη του τη ράχη την κεντάει οργώνοντάς την
το στρώμα, όπου είναι πλαγιασμένη.
Άμποτε, Δία, ω άμποτε να ᾽μαστε αρεστοί σε σένα
30που προστατεύεις, τούτο το βουνό, μέτωπο χώρας καρπερής·
τ᾽ όνομά του το ᾽χει πάρει κι η πόλη του η γειτονική,
που ο ξακουστός τη δόξασε ιδρυτής της,
γιατί ο κήρυκας τ᾽ όνομά της στον πυθικό τον στίβο διαλάλησε,
αγγέλλοντας τη λαμπρή νίκη του Ιέρωνα στην αρματοδρομία.

Όσοι με πλοία γυρνούν τα πέλαγα ζητούν για πρώτη χάρη, [επωδ. β]
σαν ξεκινούν, άνεμος ούριος να τους προπέμψει·
35έτσι θαρρούν πως θα ᾽χουνε και πιο ωραίο γυρισμό στο τέλος.
Κι η νίκη η σημερινή μοιάζει να δίνει υπόσχεση
πως και στο μέλλον η πόλη τούτη θα δοξαστεί για τ᾽ άλογά της
που θα στεφανωθούν, κι ονομαστή θα γίνει
για τα γλυκόφωνα τραγούδια στις γιορτές της.
Άνακτα Φοίβε, Λύκιε και Δήλιε,
εσύ που αγαπάς του Παρνασσού την Κασταλία κρήνη,
40άμποτε αυτά μέσα στον νου σου καλόγνωμα να βάλεις
και χάρισε στη χώρα αυτή άντρες γενναίους.


Μ᾽ από τα σπλάχνα της αγνότατες [στρ. β]
ξεχύνουνται πηγές φωτιάς ακράτης,
που οι ποταμοί της αναδίνουν στρόβιλους καπνού
πυρόξανθου τις μέρες, και τις νύχτες
κυλώντας η άλικη φωτιά ως τη βαθιά την πλάκα
του πόντου βράχους κατεβάζει
25με πάταγο· κι είναι το σερπετόν εκείνο,
που του Ήφαιστου τα τρομερά τα ρέματα ξεβράζει,
θάμασμα τέρας κι ο ίδιος να το δεις,
θάμα κι απ᾽ όσους το είδανε ν᾽ ακούσεις,

πώς, απ᾽ της Αίτνας τις πυκνόφυλλές κορφές [αντ. β]
ως τη γης κάτω, είναι δεμένος
κι όλη τη ράχη του κεντάει χαράζοντας
το στρώμα, που είναι ξαπλωμένος.
Σε σέ ν᾽ αρέσω εύχομαι, Δία, σε σέ
30που έχεις αυτό δικό σου τ᾽ όρος,
της χώρας της καλλίκαρπης το μέτωπο,
που την επώνυμη, στη γειτονιά του, πόλη
ο ξακουσμένος της συνοικιστής τη δόξασε,
όταν στο Πυθικό το στάδιο κάτω
διαλάλησεν ο κήρυκας
Ιέρωνα τον καλλίνικο στο δρόμο των αρμάτων.

Για όσους με πλοίο ξεκινούν [επωδ. β]
πρώτη τους είναι χάρη να τους έρθει
πρίμος αγέρας στην αρχή του ταξιδιού,
γιατί σημάδι ᾽ναι πως θα τους έβρει
35όμοια καλό το τέλος και του γυρισμού.
Και φέρνει ο λόγος, από αυτές τις συντυχιές,
το στοχασμό, πως και στο μέλλον
η πόλη θα ᾽ναι κοσμοξακουστή
για τα στεφάνια που θα παίρνουν τ᾽ άλογά της
και με καλοτραγούδιστες γιορτές ονομαστή.
Λύκιε και που τη Δήλο κυβερνάς
και που του Παρνασσού την Κασταλία την κρήνη,
Φοίβε, αγαπάς,
40άμποτε στην καρδιά σου αυτά να βάλεις
κι αντρών γεννήτρα διαλεχτών
τη χώρ᾽ αυτή να κάμεις.