Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΒΙΩΝ

Ἐπιτάφιος Ἀδώνιδος (29-67)

Ὤλεσε τὸν καλὸν ἄνδρα, σὺν ὤλεσεν ἱερὸν εἶδος.
30Κύπριδι μὲν καλὸν εἶδος ὅτε ζώεσκεν Ἄδωνις·
κάτθανε δ᾽ ἁ μορφὰ σὺν Ἀδώνιδι. «τὰν Κύπριν αἰαῖ»,
ὤρεα πάντα λέγοντι, καὶ αἱ δρύες· «αἲ τὸν Ἄδωνιν»·
καὶ ποταμοὶ κλαίοντι τὰ πένθεα τᾶς Ἀφροδίτας,
καὶ παγαὶ τὸν Ἄδωνιν ἐν ὤρεσι δακρύοντι,
35ἄνθεα δ᾽ ἐξ ὀδύνας ἐρυθαίνεται, ἁ δὲ Κυθήρα
πάντας ἀνὰ κναμώς, ἀνὰ πᾶν νάπος οἰκτρὸν ἀείδει·
«αἰαῖ τὰν Κυθέρειαν, ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις.»
Ἀχὼ δ᾽ ἀντεβόασεν· «ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις.»
Κύπριδος αἰνὸν ἔρωτα τίς οὐκ ἔκλαυσεν ἂν αἰαῖ;
40Ὡς ἴδεν, ὡς ἐνόησεν Ἀδώνιδος ἄσχετον ἕλκος,
ὡς ἴδε φοίνιον αἷμα μαραινομένῳ περὶ μηρῷ,
πάχεας ἀμπετάσασα κινύρετο· «μεῖνον, Ἄδωνι,
δύσποτμε μεῖνον Ἄδωνι, πανύστατον ὥς σε κιχείω,
ὥς σε περιπτύξω καὶ χείλεα χείλεσι μίξω.
45ἔγρεο τυτθόν, Ἄδωνι, τὸ δ᾽ αὖ πύματόν με φίλησον,
τοσσοῦτόν με φίλησον ὅσον ζώει τὸ φίλημα,
ἄχρις ἀποψύχῃς ἐς ἐμὸν στόμα κεἰς ἐμὸν ἧπαρ
πνεῦμα τεὸν ῥεύσῃ, τὸ δέ σευ γλυκὺ φίλτρον ἀμέλξω,
ἐκ δὲ πίω τὸν ἔρωτα. φίλημα δὲ τοῦτο φυλάξω
50ὡς αὐτὸν τὸν Ἄδωνιν, ἐπεὶ σύ με, δύσμορε, φεύγεις,
φεύγεις μακρόν, Ἄδωνι, καὶ ἔρχεαι εἰς Ἀχέροντα
πὰρ στυγνὸν βασιλῆα καὶ ἄγριον, ἁ δὲ τάλαινα
ζώω καὶ θεός ἐμμι καὶ οὐ δύναμαί σε διώκειν.
λάμβανε, Περσεφόνα, τὸν ἐμὸν πόσιν· ἐσσὶ γὰρ αὐτά
55πολλὸν ἐμεῦ κρέσσων, τὸ δὲ πᾶν καλὸν ἐς σὲ καταρρεῖ.
ἐμμὶ δ᾽ ἐγὼ πανάποτμος, ἔχω δ᾽ ἀκόρεστον ἀνίαν
καὶ κλαίω τὸν Ἄδωνιν, ὅ μοι θάνε, καί σε φοβεῦμαι.
θνᾴσκεις, ὦ τριπόθητε, πόθος δέ μοι ὡς ὄναρ ἔπτα,
χήρα δ᾽ ἁ Κυθέρεια, κενοὶ δ᾽ ἀνὰ δώματ᾽ Ἔρωτες.
60σοὶ δ᾽ ἅμα κεστὸς ὄλωλε. τί γάρ, τολμηρέ, κυνάγεις;
καλὸς ἐὼν τί τοσοῦτον ἐμήναο θηρὶ παλαίειν;»
ὧδ᾽ ὀλοφύρατο Κύπρις, ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες·
«αἰαῖ τὰν Κυθέρειαν· ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις.»
Δάκρυον ἁ Παφία τόσσον χέει, ὅσσον Ἄδωνις
65αἷμα χέει· τὰ δὲ πάντα ποτὶ χθονὶ γίνεται ἄνθη.
αἷμα ῥόδον τίκτει, τὰ δὲ δάκρυα τὰν ἀνεμώναν.
αἰάζω τὸν Ἄδωνιν· «ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις.»

Τον ώριον άντρα και μαζί τα θεία της χάνει κάλλη.
30Αχ όσο ζούσε ο Άδωνης, ήταν ωραία η Κύπρη·
χάθηκε αυτός, μαράθηκε μαζί του κι η ομορφιά της.
«Μαύρε Άδωνη» λεν τα δεντρά, «μαύρη Κυθέρεια» τα όρη·
κλαιν για της Κύπρης τον καημό, κλαιν όλα τα ποτάμια,
και για τον Άδωνη οι πηγές στα όρη δάκρυα χύνουν,
35και τ᾽ άνθη από τον πόνο τους σκουραίνουν, η Κυθήρη
παντού σε σιάδια και βουνά λέει θλιβερό τραγούδι:
«Μαύρη Κυθέρεια, χάθηκε, αχ, ο Άδωνης ο ωραίος.»
Κ η Ηχώ αντιβούιξε: «Χάθηκε, αχ, ο Άδωνης ο ωραίος.»
Ποιός για τον πικρό έρωτα δε θα ᾽κλαιγε της Κύπρης;

40Ως βλέπει, ως νιώθει αγιάτρευτη πως ήταν η πληγή του
και στο μηρί, που ζάρωνε, το μαύρο του αίμα ως βλέπει,
απλώνει αυτή τα χέρια της. «Άδωνη,» κράζει «στάσου,
νά ᾽ρθω κοντά σου για στερνή φορά, να σ᾽αγκαλιάσω,
δύστυχε, και τα χείλια μου στα χείλια σου να βάλω.
45Λιγάκι σήκω, για στερνή φορά να με φιλήσεις,
όση είναι του φιλιού η ζωή, για τόσο φίλησέ με,
ώσπου η ψυχή σου να διαβεί στο στόμα μου, η πνοή σου
να τρέξει εντός μου, τη γλυκιά μαγεία σου να ρουφήξω
κι όλο να πιω τον έρωτα. Θα το φυλάξω τούτο,
50σα να ᾽σουν ο ίδιος, το φιλί, μια και μακριά μου φεύγεις·
φεύγεις και στον Αχέροντα πηγαίνεις, Άδωνή μου,
στον κρύο, τον άγριο βασιλιά, κι εγώ θεά ᾽μαι η δόλια
και ζω, και δεν μπορώ να ᾽ρθω μαζί σου. Περσεφόνη,
πάρε τον άντρα μου· είσ᾽ εσύ πιο δυνατή από μένα
55κι ό,τι στον κόσμο είν᾽ όμορφο δικό σου ειναι στο τέλος.
Κι ο πόνος μου είν᾽ αχόρταγος, κι είμαι άμοιρη, και κλαίω
τον Άδωνή μου που έχασα, κι εσένα σε φοβούμαι.
Πας, μυριοπόθητε· όνειρο κι ο πόθος μου, και σβήνει·
έρμη η Κυθέρεια, κι οι Έρωτες στο σπίτι μου άπραγοι είναι.
60Μ᾽ εσένα παν της ζώνης μου τα μάγια. Τα κυνήγια
τί τα ᾽θελες, απόκοτε; Γιατί, με τέτοια κάλλη,
μανία σού μπήκε με θεριό να πας και να τα βάλεις;»
Έτσι τον θρήνησε και κλαιν και οι Έρωτες μαζί της:
«Μαύρη Κυθέρεια, χάθηκε, αχ, ο Άδωνης ο ωραίος.»

Όσο αίμα χύνει ο Άδωνης, τόσα η Παφία δάκρυα·
65κι όπως στο χώμα πέφτουνε, λουλούδια γίνονται όλα.
Απ᾽ το αίμα ρόδο φύτρωσε, απ᾽ τα δάκρυα η ανεμώνη.
Θρηνώ τον Άδωνη: «Έσβησε, αχ, ο Άδωνης ο ωραίος.»