Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Λυσιστράτη (37-68)


ΛΥ. περὶ τῶν Ἀθηνῶν δ᾽ οὐκ ἐπιγλωττήσομαι
τοιοῦτον οὐδέν, ἀλλ᾽ ὑπονόησον σύ μοι.
ἢν δὲ ξυνέλθωσ᾽ αἱ γυναῖκες ἐνθάδε,
40αἵ τ᾽ ἐκ Βοιωτῶν αἵ τε Πελοποννησίων
ἡμεῖς τε, κοινῇ σώσομεν τὴν Ἑλλάδα.
ΚΛ. τί δ᾽ ἂν γυναῖκες φρόνιμον ἐργασαίατο
ἢ λαμπρόν, αἳ καθήμεθ᾽ ἐξηνθισμέναι,
κροκωτοφοροῦσαι καὶ κεκαλλωπισμέναι
45καὶ Κιμβερίκ᾽ ὀρθοστάδια καὶ περιβαρίδας;
ΛΥ. ταῦτ᾽ αὐτὰ γάρ τοι κἄσθ᾽ ἃ σώσειν προσδοκῶ,
τὰ κροκωτίδια καὶ τὰ μύρα χαἰ περιβαρίδες
χἤγχουσα καὶ τὰ διαφανῆ χιτώνια.
ΚΛ. τίνα δὴ τρόπον ποθ᾽; ΛΥ. ὥστε τῶν νῦν μηδένας
50ἀνδρῶν ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν αἴρεσθαι δόρυ—
ΚΛ. κροκωτὸν ἄρα νὴ τὼ θεὼ ᾽γὼ βάψομαι.
ΛΥ. μηδ᾽ ἀσπίδα λαβεῖν— ΚΛ. Κιμβερικὸν ἐνδύσομαι.
ΛΥ. μηδὲ ξιφίδιον. ΚΛ. κτήσομαι περιβαρίδας.
ΛΥ. ἆρ᾽ οὐ παρεῖναι τὰς γυναῖκας δῆτ᾽ ἐχρῆν;
55ΚΛ. οὐ γὰρ μὰ Δί᾽ ἀλλὰ πετομένας ἥκειν πάλαι.
ΛΥ. ἀλλ᾽, ὦ μέλ᾽, ὄψει τοι σφόδρ᾽ αὐτὰς Ἀττικάς,
ἅπαντα δρώσας τοῦ δέοντος ὕστερον.
ἀλλ᾽ οὐδὲ Παράλων οὐδεμία γυνὴ πάρα,
οὐδ᾽ ἐκ Σαλαμῖνος. ΚΛ. ἀλλ᾽ ἐκεῖναί γ᾽ οἶδ᾽ ὅτι
60ἐπὶ τῶν κελήτων διαβεβήκασ᾽ ὄρθριαι.
ΛΥ. οὐδ᾽ ἃς προσεδόκων κἀλογιζόμην ἐγὼ
πρώτας παρέσεσθαι δεῦρο τὰς Ἀχαρνέων
γυναῖκας, οὐχ ἥκουσιν. ΚΛ. ἡ γοῦν Θεογένους
ὡς δεῦρ᾽ ἰοῦσα τἀκάτειον ᾔρετο.
65ἀτὰρ αἵδε καὶ δή σοι προσέρχονταί τινες.
ΛΥ. αἵδ᾽ αὖθ᾽ ἕτεραι χωροῦσί τινες. ΚΛ. ἰοὺ ἰού,
πόθεν εἰσίν; ΛΥ. Ἀναγυρουντόθεν. ΚΛ. νὴ τὸν Δία·
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ.


ΛΥΣ. Για την Αθήνα δε βαστάει η γλώσσα μου
να πει κακό. Φαντάσου το μονάχη!…
Αν του Μοριά οι γυναίκες μαζευτούνε
40και της Ρούμελης σήμερον εδώ
κι ενωθούνε μ᾽ εμάς τις Αθηνιώτισσες,
θα σώσουμε, όλες ένα, την Ελλάδα.
ΚΛΕ. Και τί μπορούμε γνωστικό κι αξιόλογο
να κάνουμε οι γυναίκες, που ᾽μαστε όλο
καθισιό και πομάδες και φουστάνια
κροκωτά, ρόμπες ξώπλατες, πασούμια!…
ΛΥΣ. Αυτά ακριβώς θα σώσουν την Ελλάδα!
Αυτά ᾽ναι τ᾽ άρματά μας: οι πομάδες,
τα κροκωτά, τα ξώπλατα, τα διάφανα…
ΚΛΕ. Αυτά; Και πώς; Ξηγήσου! ΛΥΣ. Δω και πέρα
άντρας δε θα σηκώνει ενάντια σ᾽ άλλον
50το κοντάρι. ΚΛΕ. Μα τότε θα φορέσω
διάφανο μπούστο. ΛΥΣ. Μήτε και θα πιάνει
στο χέρι ασπίδα. ΚΛΕ. Τότε θα φορέσω
ξώπλατη ρόμπα! ΛΥΣ. Μήτε και σπαθί!
ΚΛΕ. Πάω χρυσά ν᾽ αγοράσω πασουμάκια.
ΛΥΣ. Λοιπόν δεν έπρεπε όλες να ᾽ν᾽ εδώ;
ΚΛΕ. Μονάχα; Έπρεπε να ᾽ρθουνε πετώντας.
ΛΥΣ. Μα, καημένη μου, βλέπεις, οι Αθηνιώτισσες
καμιά δουλειά δεν κάνουνε στην ώρα της.
Και μήτε απ᾽ τα παράλια ήρθε καμιά
μηδέ απ᾽ τη Σαλαμίνα. ΚΛΕ. Μα το ξέρω
πως έχουν ξεκινήσει απ᾽ τα χαράματα
60κατά δω, στα καΐκια τους καβάλα!
ΛΥΣ. Και μάιδε οι Μενιδιάτισσες φανήκαν,
που ᾽λεγα πως θα φτάσουν απ᾽ τις πρώτες.
ΚΛΕ. Δεν το κουνά η γυναίκα του Θεαγένη,
αν πρώτα δεν αδειάσει την κανάτα.
Νά! βλέπω και ζυγώνουν μερικές.
ΛΥΣ. Κι άλλες έρχονται πίσω τους. ΚΛΕ. Πουφ! πουφ!
Ποιές είν᾽ αυτές; ΛΥΣ. Από τη βρομο-Βάρη.
ΚΛΕ. Θαρρείς κι ανακατώθηκε λαγούμι.