Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Κύκλωψ (41-81)


ΠΑΡΟΔΟΣ


ΧΟΡΟΣ
παῖ γενναίων μὲν πατέρων [στρ.]
γενναίων δ᾽ ἐκ τοκάδων,
πᾶι δή μοι νίσηι σκοπέλους;
οὐ τᾶιδ᾽ ὑπήνεμος αὔ-
45ρα καὶ ποιηρὰ βοτάνα,
δινᾶέν θ᾽ ὕδωρ ποταμῶν
ἐν πίστραις κεῖται πέλας ἄν-
τρων, οὗ σοι βλαχαὶ τεκέων;

ψύττ᾽· οὐ τᾶιδ᾽, οὔ; [μεσῳδ.]
50οὐ τᾶιδε νεμῆι κλειτὺν δροσεράν;
ὠή, ῥίψω πέτρον τάχα σου·
ὕπαγ᾽ ὦ ὕπαγ᾽ ὦ κεράστα
‹πρὸς› μηλοβότα στασιωρὸν
Κύκλωπος ἀγροβάτα.

55σπαργῶντας μαστοὺς χάλασον· [ἀντ.]
δέξαι θηλὰς πορίσασ᾽
οὓς λείπεις ἀρνῶν θαλάμοις.
ποθοῦσί σ᾽ ἁμερόκοι-
τοι βλαχαὶ σμικρῶν τεκέων.
60εἰς αὐλὰν πότ᾽ †ἀμφιβαίνεις†
ποιηροὺς λιποῦσα νομοὺς
Αἰτναίων εἴσω σκοπελῶν;

οὐ τάδε Βρόμιος, οὐ τάδε χοροὶ [ἐπῳδ.]
Βάκχαι τε θυρσοφόροι,
65οὐ τυμπάνων ἀλαλαγμοί,
67οὐκ οἴνου χλωραὶ σταγόνες
66κρήναις παρ᾽ ὑδροχύτοις·
68οὐδ᾽ ἐν Νύσαι μετὰ Νυμ-
φᾶν ἴακχον ἴακχον ὠι-
70δὰν μέλπω πρὸς τὰν Ἀφροδί-
ταν, ἃν θηρεύων πετόμαν
Βάκχαις σὺν λευκόποσιν.
†ὦ φίλος ὦ φίλε Βακχεῖε
ποῖ οἰοπολεῖς
75ξανθὰν χαίταν σείεις;†
ἐγὼ δ᾽ ὁ σὸς πρόπολος
Κύκλωπι θητεύω
τῶι μονοδέρκται δοῦλος ἀλαίνων
80σὺν τᾶιδε τράγου χλαίναι μελέαι
σᾶς χωρὶς φιλίας.


ΠΑΡΟΔΟΣ ΧΟΡΟΥ


ΧΟΡΟΣ ΣΑΤΥΡΩΝ
(Οι Σάτυροι μιλούν στα πρόβατα, που τα φέρνουν πίσω στο μαντρί τους.)
Για πού το ᾽βαλες εσύ; [Στροφή]
Ο πατέρας σου από σόι, από σόι κι η μαμά σου·
κι εσύ το ᾽βαλες για πού; Στα κατσάβραχα γραμμή;
Μη δεν έχει εδωπέρα
45αγεράκι ανάλαφρο, χορταράκι δροσερό,
κι οι ποτίστρες σου γεμάτες με νεράκι ποταμίσιο,
στρουφιχτό, δίπλα στη στάνη, στη σπηλιά, όπου βελάζουν
προβατάκια — τα μωρά σου;

Πρρρρρρ! Ψιτ ψιτ! Έλα δω, βρε, εδώ, εδώ! [Μεσωδός]
50Έλα βρε δω και βόσκησε στη δροσερή ραχούλα.
Όι όι όι! Χόι χόι χόι! Θενα σού ᾽ρθει καμιά πέτρα!
Άιντε, βρε χοντροκέρατε, προχώρα για τη στάνη
του Κύκλωπα του τσέλιγκα, που λείπει στο κυνήγι.

55Σπαργωμένο το μαστάρι, [Αντιστροφή]
δώσ᾽ το για να ξαλαφρώσει, να βυζάξουνε τ᾽ αρνάκια
π᾽ άφησες μες στον κοιτώνα· βάλε τα στο ρωγοβύζι.
Σε προσμένουν όλη μέρα
τα μικρά σου τα παιδάκια· ξύπνησαν και σου βελάζουν.
60Έλα, έμπα πια στη στάνη,
κι άφησε τα βοσκοτόπια με το δροσερό χορτάρι
που᾽ ναι στη σκιά της Αίτνας.

Αχ! [Επωδός]
65Πού᾽ ναι οι Βάκχες με τον θύρσο —τύμπανα κι αλαλαγμοί—
67του κρασιού οι σταλαματιές
66κι οι βρυσούλες που κυλούσε το νεράκι; Πάνε πια!
68Ούτε με τις Νύμφες τώρα στου Διόνυσου τα μέρη
το τραγούδι πια δεν ψάλλω —«Ίακχέ μου, Ίακχέ μου»—,
70που ᾽λεγα της Αφροδίτης, κι ύστερα την κυνηγούσα,
φτερωτός, δίπλα στις Βάκχες που ᾽χουν πόδια κάτασπρα.
Βάκχε, λατρευτέ μου φίλε,
τάχα πού βακχεύεις τώρα, μοναχός; Πού ν᾽ ανεμίζεις
75την ολόξανθή σου χαίτη;
Κι ο θεράποντάς σου εγώ
του μονόφθαλμου είμαι τώρα του Πολύφημου υπηρέτης·
80και φορώ τούτην την έρμη, τούτη την τραγίσια χλαίνα,
και πλανιέμ᾽ εξορισμένος, δίχως πια τη συντροφιά σου.