ΠΑΡΟΔΟΣ ΧΟΡΟΣ
Έρχομαι από τη γη της Ασίας,
65άφησα τον ιερό Τμώλο και τρέχω για τον Διόνυσο,
γλυκός ο κόπος, ευλογημένος ο κάματος,
για τον Βάκχιο αλαλάζω ευοί ευάν.
Ποιός στο δρόμο;
Ποιός στο δρόμο;
Ποιός στα μέλαθρα;
Εδώ να έλθει
και ας αφήσει ο καθένας ευλαβικά
70την ιερή σιγή να σφραγίσει το στόμα του.
Τον πανάρχαιο ύμνο θα ψάλλω στον Διόνυσο.
Μακάριος εκείνος
που η καλή του μοίρα τον αξίωσε
να γνωρίσει τις τελετές των θεών,
που εξαγνίζει το βίο του
75και αφήνει την ψυχή του να γίνει ένα με τον θίασο
βακχεύοντας πάνω στα όρη με ιερούς καθαρμούς,
που σέβεται τα όργια της Μεγάλης Μητέρας Κυβέλης,
80που υψώνει το θύρσο στεφανωμένος με κισσό
και δοξάζει τον Διόνυσο.
Ίτε βάκχες!
Ίτε βάκχες!
τον Διόνυσο,
τον υιό του θεού,
τον θεό,
από τα όρη της Φρυγίας
85οδηγήστε τον στης Ελλάδας τους διάπλατους δρόμους
τον Διόνυσο.
Εκείνον τότε
η μητέρα του τον είχε στα σπλάχνα της,
όταν πέταξε η βροντή του Διός,
και μέσα στους πόνους της βίαιης γέννας
90γέννησε τον άγουρο καρπό της κοιλίας της,
αφήνοντας την πνοή της ζωής με το χτύπημα του κεραυνού.
95Αμέσως ο Ζευς ο Κρονίδης
τον εδέχθη σε κρύπτη άλλης κυοφορίας,
στον μηρό του τον βύθισε
και τον έραψε με πόρπες χρυσές,
να τον κρύψει από την Ήρα.
Όταν όρισαν οι Μοίρες,
100γέννησε θεό με κέρατα ταύρου
και τον στεφάνωσε με φίδια.
Γι᾽ αυτό και οι μαινάδες
πλέκουν με τους βοστρύχους της κόμης φίδια,
τη λεία τους που τρέφεται με αγρίμια.
|