Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (2.1.10-2.1.23)

[2.1.10] Ἔνθα δὴ ἀπεκρίνατο Κλεάνωρ ὁ Ἀρκάς, πρεσβύτατος ὤν, ὅτι πρόσθεν ἂν ἀποθάνοιεν ἢ τὰ ὅπλα παραδοίησαν· Πρόξενος δὲ ὁ Θηβαῖος, Ἀλλ᾽ ἐγώ, ἔφη, ὦ Φαλῖνε, θαυμάζω πότερα ὡς κρατῶν βασιλεὺς αἰτεῖ τὰ ὅπλα ἢ ὡς διὰ φιλίαν δῶρα. εἰ μὲν γὰρ ὡς κρατῶν, τί δεῖ αὐτὸν αἰτεῖν καὶ οὐ λαβεῖν ἐλθόντα; εἰ δὲ πείσας βούλεται λαβεῖν, λεγέτω τί ἔσται τοῖς στρατιώταις, ἐὰν αὐτῷ ταῦτα χαρίσωνται. [2.1.11] πρὸς ταῦτα Φαλῖνος εἶπε· Βασιλεὺς νικᾶν ἡγεῖται, ἐπεὶ Κῦρον ἀπέκτεινε. τίς γὰρ αὐτῷ ἔστιν ὅστις τῆς ἀρχῆς ἀντιποιεῖται; νομίζει δὲ καὶ ὑμᾶς ἑαυτοῦ εἶναι, ἔχων ἐν μέσῃ τῇ ἑαυτοῦ χώρᾳ καὶ ποταμῶν ἐντὸς ἀδιαβάτων καὶ πλῆθος ἀνθρώπων ἐφ᾽ ὑμᾶς δυνάμενος ἀγαγεῖν, ὅσον οὐδ᾽ εἰ παρέχοι ὑμῖν δύναισθε ἂν ἀποκτεῖναι. [2.1.12] μετὰ τοῦτον Θεόπομπος Ἀθηναῖος εἶπεν· Ὦ Φαλῖνε, νῦν, ὡς σὺ ὁρᾷς, ἡμῖν οὐδὲν ἔστιν ἀγαθὸν ἄλλο εἰ μὴ ὅπλα καὶ ἀρετή. ὅπλα μὲν οὖν ἔχοντες οἰόμεθα ἂν καὶ τῇ ἀρετῇ χρῆσθαι, παραδόντες δ᾽ ἂν ταῦτα καὶ τῶν σωμάτων στερηθῆναι. μὴ οὖν οἴου τὰ μόνα ἀγαθὰ ἡμῖν ὄντα ὑμῖν παραδώσειν, ἀλλὰ σὺν τούτοις καὶ περὶ τῶν ὑμετέρων ἀγαθῶν μαχούμεθα. [2.1.13] ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Φαλῖνος ἐγέλασε καὶ εἶπεν· Ἀλλὰ φιλοσόφῳ μὲν ἔοικας, ὦ νεανίσκε, καὶ λέγεις οὐκ ἀχάριστα· ἴσθι μέντοι ἀνόητος ὤν, εἰ οἴει τὴν ὑμετέραν ἀρετὴν περιγενέσθαι ἂν τῆς βασιλέως δυνάμεως. [2.1.14] ἄλλους δέ τινας ἔφασαν λέγειν ὑπομαλακιζομένους, ὡς καὶ Κύρῳ πιστοὶ ἐγένοντο καὶ βασιλεῖ ἂν πολλοῦ ἄξιοι γένοιντο, εἰ βούλοιτο φίλος γενέσθαι· καὶ εἴτε ἄλλο τι θέλοι χρῆσθαι εἴτ᾽ ἐπ᾽ Αἴγυπτον στρατεύειν, συγκαταστρέψαιντ᾽ ἂν αὐτῷ.
[2.1.15] Ἐν τούτῳ Κλέαρχος ἧκε, καὶ ἠρώτησεν εἰ ἤδη ἀποκεκριμένοι εἶεν. Φαλῖνος δὲ ὑπολαβὼν εἶπεν· Οὗτοι μέν, ὦ Κλέαρχε, ἄλλος ἄλλα λέγει· σὺ δ᾽ ἡμῖν εἰπὲ τί λέγεις. [2.1.16] ὁ δ᾽ εἶπεν· Ἐγώ σε, ὦ Φαλῖνε, ἄσμενος ἑόρακα, οἶμαι δὲ καὶ οἱ ἄλλοι πάντες· σύ τε γὰρ Ἕλλην εἶ καὶ ἡμεῖς τοσοῦτοι ὄντες ὅσους σὺ ὁρᾷς· ἐν τοιούτοις δὲ ὄντες πράγμασι συμβουλευόμεθά σοι τί χρὴ ποιεῖν περὶ ὧν λέγεις. [2.1.17] σὺ οὖν πρὸς θεῶν συμβούλευσον ἡμῖν ὅ τι σοι δοκεῖ κάλλιστον καὶ ἄριστον εἶναι, καὶ ὅ σοι τιμὴν οἴσει εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον [ἀνα]λεγόμενον, ὅτι Φαλῖνός ποτε πεμφθεὶς παρὰ βασιλέως κελεύσων τοὺς Ἕλληνας τὰ ὅπλα παραδοῦναι συμβουλευομένοις συνεβούλευσεν αὐτοῖς τάδε. οἶσθα δὲ ὅτι ἀνάγκη λέγεσθαι ἐν τῇ Ἑλλάδι ἃ ἂν συμβουλεύσῃς. [2.1.18] ὁ δὲ Κλέαρχος ταῦτα ὑπήγετο βουλόμενος καὶ αὐτὸν τὸν παρὰ βασιλέως πρεσβεύοντα συμβουλεῦσαι μὴ παραδοῦναι τὰ ὅπλα, ὅπως εὐέλπιδες μᾶλλον εἶεν οἱ Ἕλληνες. Φαλῖνος δὲ ὑποστρέψας παρὰ τὴν δόξαν αὐτοῦ εἶπεν· [2.1.19] Ἐγώ, εἰ μὲν τῶν μυρίων ἐλπίδων μία τις ὑμῖν ἐστι σωθῆναι πολεμοῦντας βασιλεῖ, συμβουλεύω μὴ παραδιδόναι τὰ ὅπλα· εἰ δέ τοι μηδεμία σωτηρίας ἐστὶν ἐλπὶς ἄκοντος βασιλέως, συμβουλεύω σῴζεσθαι ὑμῖν ὅπῃ δυνατόν. [2.1.20] Κλέαρχος δὲ πρὸς ταῦτα εἶπεν· Ἀλλὰ ταῦτα μὲν δὴ σὺ λέγεις· παρ᾽ ἡμῶν δὲ ἀπάγγελλε τάδε, ὅτι ἡμεῖς οἰόμεθα, εἰ μὲν δέοι βασιλεῖ φίλους εἶναι, πλείονος ἂν ἄξιοι εἶναι φίλοι ἔχοντες τὰ ὅπλα ἢ παραδόντες ἄλλῳ, εἰ δὲ δέοι πολεμεῖν, ἄμεινον ἂν πολεμεῖν ἔχοντες τὰ ὅπλα ἢ ἄλλῳ παραδόντες. [2.1.21] ὁ δὲ Φαλῖνος εἶπε· Ταῦτα μὲν δὴ ἀπαγγελοῦμεν· ἀλλὰ καὶ τάδε ὑμῖν εἰπεῖν ἐκέλευσε βασιλεύς, ὅτι μένουσι μὲν ὑμῖν αὐτοῦ σπονδαὶ εἴησαν, προϊοῦσι δὲ καὶ ἀπιοῦσι πόλεμος. εἴπατε οὖν καὶ περὶ τούτου πότερα μενεῖτε καὶ σπονδαί εἰσιν ἢ ὡς πολέμου ὄντος παρ᾽ ὑμῶν ἀπαγγελῶ. [2.1.22] Κλέαρχος δ᾽ ἔλεξεν· Ἀπάγγελλε τοίνυν καὶ περὶ τούτου ὅτι καὶ ἡμῖν ταὐτὰ δοκεῖ ἅπερ καὶ βασιλεῖ. Τί οὖν ταῦτά ἐστιν; ἔφη ὁ Φαλῖνος. ἀπεκρίνατο Κλέαρχος· Ἢν μὲν μένωμεν, σπονδαί, ἀπιοῦσι δὲ καὶ προϊοῦσι πόλεμος. [2.1.23] ὁ δὲ πάλιν ἠρώτησε· Σπονδὰς ἢ πόλεμον ἀπαγγελῶ; Κλέαρχος δὲ ταὐτὰ πάλιν ἀπεκρίνατο· Σπονδαὶ μὲν μένουσιν, ἀπιοῦσι δὲ καὶ προϊοῦσι πόλεμος. ὅ τι δὲ ποιήσοι οὐ διεσήμηνε.

[2.1.10] Τότε λοιπόν αποκρίθηκε ο Κλεάνορας από την Αρκαδία, πολύ ηλικιωμένος πια, πως πρώτα θα πεθάνουν κι ύστερα θα παραδώσουν τα όπλα. Ο Πρόξενος ο Θηβαίος είπε κατόπι: «Εγώ, Φαλίνε, έχω μιαν απορία: για ποιόν λόγο μάς ζητάει τα όπλα ο βασιλιάς· επειδή τάχα είναι νικητής ή μήπως τα θέλει για δώρα που θα δείχνουν τη φιλία μας. Γιατί, αν τα θέλει σα νικητής, ποιά η ανάγκη να τα ζητάει και δεν έρχεται να τα πάρει; Αν πάλι θέλει να μας καταφέρει να του τα δώσουμε, ας μας πει τί θα έχουν να κερδίσουν οι στρατιώτες, αν του κάμουν αυτήν τη χάρη; [2.1.11] Ο Φαλίνος έδωσε τούτη την απάντηση: «Ο βασιλιάς νομίζει πως είναι νικητής, αφού έχει σκοτώσει τον Κύρο. Γιατί τώρα ποιός θα βρεθεί να διεκδικήσει απ᾽ αυτόν την εξουσία; Έχει ακόμα τη γνώμη πως κι εσείς είστε δικοί του, αφού σας κρατάει στη μέση της χώρας του και γύρω σας υπάρχουν ποτάμια αδιάβατα. Έπειτα μπορεί να φέρει αμέτρητους ανθρώπους να σας πολεμήσουν· τόσους, που δεν θα μπορούσατε να τους σκοτώσετε κι αν σας τους έδινε». [2.1.12] Ύστερα απ᾽ αυτόν μίλησε ο Θεόπομπος ο Αθηναίος: «Τώρα όπως βλέπεις, Φαλίνε, δεν μας έμεινε κανένα άλλο αγαθό, παρά μονάχα τα όπλα και η ανδρεία. Αν κρατάμε λοιπόν τα όπλα, νομίζουμε πως μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και την παλικαριά μας· αν όμως τα παραδώσουμε, υπάρχει κίνδυνος να χάσουμε και τη ζωή μας. Μη βάζεις λοιπόν στο μυαλό σου πως θα σας παραδώσουμε τα μόνα καλά που έχουμε· αντίθετα, με αυτά θα πολεμήσουμε να πάρουμε και τα δικά σας». [2.1.13] Όταν τ᾽ άκουσε αυτά ο Φαλίνος, γέλασε και είπε: «Εσύ, νεαρέ μου, μοιάζεις με φιλόσοφο και λες χαριτωμένα πράγματα. Να ξέρεις όμως πως είσαι άμυαλος, αν έχεις τη γνώμη πως η παλικαριά σας θα φανεί ανώτερη από τη δύναμη του βασιλιά». [2.1.14] Μερικοί άλλοι δείλιασαν κάπως και, καθώς μου είπαν, έλεγαν ότι όπως ήταν αφοσιωμένοι στον Κύρο, το ίδιο θα μπορούσαν να προσφέρουν υπηρεσίες και στο βασιλιά, αν δεχόταν να γίνει φίλος τους. Και ότι, είτε ήθελε να τους χρησιμοποιήσει κάπου αλλού είτε για να κάμουν εκστρατεία στην Αίγυπτο, θα τον βοηθούσαν να την υποτάξει.
[2.1.15] Στο μεταξύ ήρθε ο Κλέαρχος και ρώτησε αν του είχαν δώσει απάντηση. Ο Φαλίνος τότε πήρε το λόγο και είπε: «Απ᾽ αυτούς, Κλέαρχε, ο καθένας λέει τα δικά του. Να μας πεις λοιπόν εσύ τη γνώμη σου». [2.1.16] Κι εκείνος αποκρίθηκε: «Εγώ, Φαλίνε, σε είδα με χαρά, όπως, νομίζω, και όλοι οι άλλοι. Γιατί κι εσύ είσαι Έλληνας κι εμείς, όσους βλέπεις εδώ. Τώρα βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη περίσταση και γι᾽ αυτό σου ζητούμε τη συμβουλή σου, τί πρέπει να κάμουμε γι᾽ αυτά που μας λες. [2.1.17] Συμβούλεψέ μας λοιπόν, για όνομα των θεών, εκείνο που σου φαίνεται πως είναι καλύτερο και ωφελιμότερο και θα σε τιμά στις μελλούμενες εποχές. Γιατί ποτέ δεν θα πάψουν να λένε πως κάποτε έστειλε ο βασιλιάς το Φαλίνο με διαταγή στους Έλληνες να παραδώσουν τα όπλα τους κι όταν αυτοί του ζήτησαν τη γνώμη του, τους έδωσε τούτη δω τη συμβουλή. Και ξέρεις ότι αναγκαστικά θα διαδοθούν στην Ελλάδα οι συμβουλές που θα μας δώσεις». [2.1.18] Ο Κλέαρχος μ᾽ αυτά προσπαθούσε να τον φέρει στη δική του γνώμη, γιατί ήθελε κι ο ίδιος ο απεσταλμένος του βασιλιά να τους συμβουλέψει να μην παραδώσουν τα όπλα, για να έχουν περισσότερο θάρρος οι Έλληνες. Ο Φαλίνος όμως ξέφυγε με τρόπο και, αναπάντεχα για τον Κλέαρχο, είπε: [2.1.19] «Αν στις άπειρες ελπίδες υπάρχει για σας μια να σωθείτε πολεμώντας το βασιλιά, τότε σας συμβουλεύω να μην παραδώσετε τα όπλα. Αν όμως δεν υπάρχει καμιά ελπίδα σωτηρίας χωρίς τη θέληση του βασιλιά, τότε σας συμβουλεύω να προσπαθήσετε να γλιτώσετε με όποιο τρόπο μπορέσετε». [2.1.20] Ο Κλέαρχος απάντησε σ᾽ αυτά: «Αυτά λες εσύ. Πες του όμως από μας πως έχουμε τη γνώμη ότι, αν είναι ανάγκη να είμαστε φίλοι με το βασιλιά, θα είμαστε πιο αξιόλογοι φίλοι αν έχουμε όπλα παρά αν τα παραδώσουμε σε άλλον. Αν πάλι χρειαστεί να πολεμήσουμε, καλύτερα θα πολεμούμε έχοντας τα όπλα παρά αν τα παραδώσουμε σε άλλον». [2.1.21] Και ο Φαλίνος είπε: «Αυτά, βέβαια, θα του τα ανακοινώσουμε. Αλλά ο βασιλιάς έδωσε διαταγή να σας πούμε και τούτα δω· ότι δηλαδή αν εσείς εξακολουθήσετε να μένετε σ᾽ αυτό το μέρος, θα έχετε ειρήνη, αν όμως προχωρήσετε ή οπισθοχωρήσετε, θα έχετε πόλεμο. Πέστε μου λοιπόν και γι᾽ αυτό τί θα γίνει· θα μείνετε, οπότε υπάρχει ειρήνη, ή να του ανακοινώσω ότι προτιμάτε πόλεμο;» [2.1.22] Ο Κλέαρχος αποκρίθηκε: «Ανάφερέ του, λοιπόν και γι᾽ αυτό το ζήτημα, ότι κι εμείς έχουμε την ίδια γνώμη με το βασιλιά». «Τί σημαίνει αυτό;» ρώτησε ο Φαλίνος. Κι ο Κλέαρχος απάντησε: «Αν μείνουμε εδώ, υπάρχει ειρήνη, αν πάλι προχωρήσουμε ή οπισθοχωρήσουμε, πόλεμος». [2.1.23] Εκείνος ξαναρώτησε: «Ειρήνη ή πόλεμο να του ανακοινώσω;» Κι ο Κλέαρχος αποκρίθηκε τα ίδια: «Ειρήνη αν μείνουμε, και πόλεμο αν προχωρήσουμε ή οπισθοχωρήσουμε». Δεν εφανέρωσε, όμως, καθαρά τί επρόκειτο να κάμει.
[2.2.7] Από κει, όταν σκοτείνιασε, αυτομόλησε προς το βασιλιά ο Μιλτοκύθης, που καταγόταν από τη Θράκη, με τους σαράντα ιππείς του και με τρακόσιους περίπου Θράκες πεζούς.