Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Συμπόσιον (173e-175a)


[173e] ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ. Ὦ φίλτατε, καὶ δῆλόν γε δὴ ὅτι οὕτω διανοούμενος καὶ περὶ ἐμαυτοῦ καὶ περὶ ὑμῶν μαίνομαι καὶ παραπαίω;
ΕΤΑΙΡΟΣ. Οὐκ ἄξιον περὶ τούτων, Ἀπολλόδωρε, νῦν ἐρίζειν· ἀλλ᾽ ὅπερ ἐδεόμεθά σου, μὴ ἄλλως ποιήσῃς, ἀλλὰ διήγησαι τίνες ἦσαν οἱ λόγοι.
ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ. Ἦσαν τοίνυν ἐκεῖνοι τοιοίδε τινές — μᾶλλον δ᾽ [174a] ἐξ ἀρχῆς ὑμῖν ὡς ἐκεῖνος διηγεῖτο καὶ ἐγὼ πειράσομαι διηγήσασθαι.

Ἔφη γάρ οἱ Σωκράτη ἐντυχεῖν λελουμένον τε καὶ τὰς βλαύτας ὑποδεδεμένον, ἃ ἐκεῖνος ὀλιγάκις ἐποίει· καὶ ἐρέσθαι αὐτὸν ὅποι ἴοι οὕτω καλὸς γεγενημένος.
Καὶ τὸν εἰπεῖν ὅτι Ἐπὶ δεῖπνον εἰς Ἀγάθωνος. χθὲς γὰρ αὐτὸν διέφυγον τοῖς ἐπινικίοις, φοβηθεὶς τὸν ὄχλον· ὡμολόγησα δ᾽ εἰς τήμερον παρέσεσθαι. ταῦτα δὴ ἐκαλλωπισάμην, ἵνα καλὸς παρὰ καλὸν ἴω. ἀλλὰ σύ, ἦ δ᾽ ὅς, πῶς [174b] ἔχεις πρὸς τὸ ἐθέλειν ἂν ἰέναι ἄκλητος ἐπὶ δεῖπνον;
Κἀγώ, ἔφη, εἶπον ὅτι Οὕτως ὅπως ἂν σὺ κελεύῃς.
Ἕπου τοίνυν, ἔφη, ἵνα καὶ τὴν παροιμίαν διαφθείρωμεν μεταβαλόντες, ὡς ἄρα καὶ Ἀγάθων᾽ ἐπὶ δαῖτας ἴασιν αὐτόματοι ἀγαθοί. Ὅμηρος μὲν γὰρ κινδυνεύει οὐ μόνον διαφθεῖραι ἀλλὰ καὶ ὑβρίσαι εἰς ταύτην τὴν παροιμίαν· ποιήσας γὰρ τὸν Ἀγαμέμνονα διαφερόντως ἀγαθὸν ἄνδρα [174c] τὰ πολεμικά, τὸν δὲ Μενέλεων «μαλθακὸν αἰχμητήν,» θυσίαν ποιουμένου καὶ ἑστιῶντος τοῦ Ἀγαμέμνονος ἄκλητον ἐποίησεν ἐλθόντα τὸν Μενέλεων ἐπὶ τὴν θοίνην, χείρω ὄντα ἐπὶ τὴν τοῦ ἀμείνονος.
Ταῦτ᾽ ἀκούσας εἰπεῖν ἔφη Ἴσως μέντοι κινδυνεύσω καὶ ἐγὼ οὐχ ὡς σὺ λέγεις, ὦ Σώκρατες, ἀλλὰ καθ᾽ Ὅμηρον φαῦλος ὢν ἐπὶ σοφοῦ ἀνδρὸς ἰέναι θοίνην ἄκλητος. ὅρα οὖν ἄγων με τί ἀπολογήσῃ, ὡς ἐγὼ μὲν οὐχ ὁμολογήσω ἄκλητος [174d] ἥκειν, ἀλλ᾽ ὑπὸ σοῦ κεκλημένος.
«Σύν τε δύ᾽,» ἔφη, «ἐρχομένω πρὸ ὁδοῦ» βουλευσόμεθα ὅτι ἐροῦμεν. ἀλλ᾽ ἴωμεν.
Τοιαῦτ᾽ ἄττα σφᾶς ἔφη διαλεχθέντας ἰέναι. τὸν οὖν Σωκράτη ἑαυτῷ πως προσέχοντα τὸν νοῦν κατὰ τὴν ὁδὸν πορεύεσθαι ὑπολειπόμενον, καὶ περιμένοντος οὗ κελεύειν προϊέναι εἰς τὸ πρόσθεν. ἐπειδὴ δὲ γενέσθαι ἐπὶ τῇ οἰκίᾳ [174e] τῇ Ἀγάθωνος, ἀνεῳγμένην καταλαμβάνειν τὴν θύραν, καί τι ἔφη αὐτόθι γελοῖον παθεῖν. οἷ μὲν γὰρ εὐθὺς παῖδά τινα τῶν ἔνδοθεν ἀπαντήσαντα ἄγειν οὗ κατέκειντο οἱ ἄλλοι, καὶ καταλαμβάνειν ἤδη μέλλοντας δειπνεῖν· εὐθὺς δ᾽ οὖν ὡς ἰδεῖν τὸν Ἀγάθωνα, Ὦ, φάναι, Ἀριστόδημε, εἰς καλὸν ἥκεις ὅπως συνδειπνήσῃς· εἰ δ᾽ ἄλλου τινὸς ἕνεκα ἦλθες, εἰς αὖθις ἀναβαλοῦ, ὡς καὶ χθὲς ζητῶν σε ἵνα καλέσαιμι, οὐχ οἷός τ᾽ ἦ ἰδεῖν. ἀλλὰ Σωκράτη ἡμῖν πῶς οὐκ ἄγεις;
Καὶ ἐγώ, ἔφη, μεταστρεφόμενος οὐδαμοῦ ὁρῶ Σωκράτη ἑπόμενον· εἶπον οὖν ὅτι καὶ αὐτὸς μετὰ Σωκράτους ἥκοιμι, κληθεὶς ὑπ᾽ ἐκείνου δεῦρ᾽ ἐπὶ δεῖπνον.
Καλῶς γ᾽, ἔφη, ποιῶν σύ· ἀλλὰ ποῦ ἔστιν οὗτος;
[175a] Ὄπισθεν ἐμοῦ ἄρτι εἰσῄει· ἀλλὰ θαυμάζω καὶ αὐτὸς ποῦ ἂν εἴη.
Οὐ σκέψῃ, ἔφη, παῖ, φάναι τὸν Ἀγάθωνα, καὶ εἰσάξεις Σωκράτη; σὺ δ᾽, ἦ δ᾽ ὅς, Ἀριστόδημε, παρ᾽ Ἐρυξίμαχον κατακλίνου.
Καὶ ἓ μὲν ἔφη ἀπονίζειν τὸν παῖδα ἵνα κατακέοιτο· ἄλλον δέ τινα τῶν παίδων ἥκειν ἀγγέλλοντα ὅτι «Σωκράτης οὗτος ἀναχωρήσας ἐν τῷ τῶν γειτόνων προθύρῳ ἕστηκεν, κἀμοῦ καλοῦντος οὐκ ἐθέλει εἰσιέναι.»
Ἄτοπόν γ᾽, ἔφη, λέγεις· οὔκουν καλεῖς αὐτὸν καὶ μὴ ἀφήσεις;


[173e] ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ. Φίλτατέ μου, έγινε δα φανερό ότι, μια και σχημάτισα μια τέτοια γνώμη και για τον εαυτό μου και για σας, είμαι μανιακός κι αποτρελαμένος;
ΕΤΑΙΡΟΣ. Έλα Απολλόδωρε, δεν αξίζει τον κόπο τώρα να λογοφέρνουμε γι᾽ αυτά· [174a] αλλά, άκουσες την παράκλησή μας, αυτό πράξε κι όχι άλλο: διηγήσου μας εκείνες τις ομιλίες.
ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ. Λοιπόν, πάνω κάτω νά ποιές ήταν — καλύτερα όμως ας δοκιμάσω, όπως κι εκείνος μου τα διηγήθηκε, να σας τα διηγηθώ κι εγώ απ᾽ την αρχή.
Δηλαδή είπε ότι συναντήθηκε με τον Σωκράτη, λουσμένο και ποδεμένο με σαντάλια —κάτι πολύ ασυνήθιστο για εκείνον—, και πως τον ρώτησε για πού το ᾽βαλε με παρουσιαστικό που χαίρεσαι να τον βλέπεις. Κι εκείνος του αποκρίθηκε ότι «Για δείπνο, στου Αγάθωνα. Γιατί χτες δεν του έκανα τη χάρη να παραβρεθώ στις επινίκιες θυσίες του, σκιασμένος απ᾽ την κοσμοχαλασιά· όμως του υποσχέθηκα ότι σήμερα θα δώσω το παρόν. Κι αυτός είναι ο λόγος που βάλθηκα να στολιστώ, ώστε όμορφος τον όμορφο να επισκεφτώ. Αλλά, είπε, εσύ [174b] τί θα ᾽λεγες για το ενδεχόμενο να έρθεις απρόσκλητος σε δείπνο;».
«Κι εγώ, είπε, απάντησα ότι θα κάνω καταπώς εσύ ορίζεις».
«Λοιπόν, είπε, ακολούθα με, για να παραποιήσουμε και την παροιμία δίνοντάς της άλλη διατύπωση, κάπως έτσι:
στα δείπνα των παλικαριών ακάλεστα τραβάνε
τα παλικάρια τα καλά.
Γιατί ο Όμηρος, ούτε λίγο ούτε πολύ, όχι μόνο αλλοιώνει, αλλά και διαπομπεύει αυτή την παροιμία· συγκεκριμένα, μολονότι εμφάνισε στην ποίησή του τον Αγαμέμνονα εξαιρετικά αντρειωμένο [174c]στα όσα έχουν να κάνουν με τον πόλεμο, ενώ τον Μενέλαο “λιγόψυχο ακοντιστή”, εμφάνισε, την ώρα που ο Αγαμέμνων τελούσε θυσία και παρέθετε τραπέζι, τον Μενέλαο να έρχεται απρόσκλητος στο φαγοπότι, τον δειλότερο στο δείπνο του πιο αντρειωμένου».
Ακούοντας αυτά, συνέχισε να μου λέει ο Αριστόδημος, του αποκρίθηκε: «Ίσως όμως, Σωκράτη, βρεθώ κι εγώ, όχι όπως με αποκαλείς εσύ, αλλά όπως λέει ο Όμηρος, ένας ασήμαντος να πηγαίνω ακάλεστος σε δείπνο σοφού ανθρώπου. Κοίταξε λοιπόν πώς θ᾽ απολογηθείς, γιατί εγώ δε θα παραδεχτώ [174d] ότι κατέφτασα ακάλεστος, αλλά καλεσμένος από σένα». «Δύο μαζί βαδίζοντας, όσο είμαστε στο δρόμο», αποκρίθηκε, θα σκεφτούμε τί θα πούμε. Όμως εμπρός, πήγαμε».
Ύστερ᾽ από έναν τέτοιο διάλογο, είπε, μπήκαν στο δρόμο. Λοιπόν, ο Σωκράτης βάδιζε σα να ήταν δοσμένος στους στοχασμούς του κι έμενε πίσω στη διαδρομή και κάθε τόσο, καθώς ο Αριστόδημος τον περίμενε, εκείνος του φώναζε «Προχώρα!». Κι όταν αυτός έφτασε στο σπίτι [174e] του Αγάθωνα, βρήκε την πόρτα ανοιχτή και, είπε, πως εκεί βρέθηκε μπροστά σε μια κωμική κατάσταση: δηλαδή, ένας υπηρέτης του σπιτιού τον υποδέχτηκε και τον πήγε εκεί όπου ήταν ξαπλωμένοι οι άλλοι, κι ότι τους βρήκε τη στιγμή που ήταν ν᾽ αρχίσουν το δείπνο· μόλις λοιπόν τον αντίκρισε ο Αγάθων, φώναξε: «Αριστόδημε, είπε, σ᾽ έφερε η καλή ώρα, για να δειπνήσεις μαζί μας· όμως, αν ήρθες για κάτι άλλο, ανάβαλέ το για άλλη φορά, γιατί και χτες σ᾽ αναζητούσα για να σε καλέσω, αλλά δεν μπόρεσα να σε δω. Αλλά πώς έγινε και δε μας φέρνεις και τον Σωκράτη;».
Κι εγώ, είπε, γυρίζω πίσω μου, αλλά πουθενά δε βλέπω τον Σωκράτη να έρχεται στο κατόπι μου· λοιπόν, είπα ότι «Μα κι εγώ με τον Σωκράτη ερχόμουνα, καθώς εκείνος με προσκάλεσε εδώ για το δείπνο».
«Και πολύ καλά έκανες, είπε· αλλά πού είναι ο άνθρωπός μας;».
[175a] «Τώρα δα ερχόταν πίσω από μένα· αλλά κι εγώ τα ᾽χω χαμένα, πού να ᾽ναι».
«Παιδί, φώναξε ο Αγάθων, τρέχα να ψάξεις τον Σωκράτη και να τον φέρεις μέσα· κι εσύ, Αριστόδημε, πρόσθεσε, ξάπλωσε δίπλα στον Ερυξίμαχο».
Και, μου διηγήθηκε, ο υπηρέτης τού έπλυνε τα πόδια, για να ξαπλώσει· και κατέφτασε ένας άλλος υπηρέτης με την αγγελία ότι «Ο Σωκράτης που λέγατε βγήκε απ᾽ το δρόμο και στέκεται στο πρόθυρο του σπιτιού του γείτονα· και μ᾽ όλες τις φωνές μου, δε λέει να έρθει μέσα». «Πρωτάκουστο αυτό που λες, είπε ο Αγάθων· κάνε μου τη χάρη, φώναξέ τον και μην τον αφήσεις».