[173e] ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ. Φίλτατέ μου, έγινε δα φανερό ότι, μια και σχημάτισα μια τέτοια γνώμη και για τον εαυτό μου και για σας, είμαι μανιακός κι αποτρελαμένος; ΕΤΑΙΡΟΣ. Έλα Απολλόδωρε, δεν αξίζει τον κόπο τώρα να λογοφέρνουμε γι᾽ αυτά· [174a] αλλά, άκουσες την παράκλησή μας, αυτό πράξε κι όχι άλλο: διηγήσου μας εκείνες τις ομιλίες. ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ. Λοιπόν, πάνω κάτω νά ποιές ήταν — καλύτερα όμως ας δοκιμάσω, όπως κι εκείνος μου τα διηγήθηκε, να σας τα διηγηθώ κι εγώ απ᾽ την αρχή. Δηλαδή είπε ότι συναντήθηκε με τον Σωκράτη, λουσμένο και ποδεμένο με σαντάλια —κάτι πολύ ασυνήθιστο για εκείνον—, και πως τον ρώτησε για πού το ᾽βαλε με παρουσιαστικό που χαίρεσαι να τον βλέπεις. Κι εκείνος του αποκρίθηκε ότι «Για δείπνο, στου Αγάθωνα. Γιατί χτες δεν του έκανα τη χάρη να παραβρεθώ στις επινίκιες θυσίες του, σκιασμένος απ᾽ την κοσμοχαλασιά· όμως του υποσχέθηκα ότι σήμερα θα δώσω το παρόν. Κι αυτός είναι ο λόγος που βάλθηκα να στολιστώ, ώστε όμορφος τον όμορφο να επισκεφτώ. Αλλά, είπε, εσύ [174b] τί θα ᾽λεγες για το ενδεχόμενο να έρθεις απρόσκλητος σε δείπνο;». «Κι εγώ, είπε, απάντησα ότι θα κάνω καταπώς εσύ ορίζεις». «Λοιπόν, είπε, ακολούθα με, για να παραποιήσουμε και την παροιμία δίνοντάς της άλλη διατύπωση, κάπως έτσι: στα δείπνα των παλικαριών ακάλεστα τραβάνε τα παλικάρια τα καλά. Γιατί ο Όμηρος, ούτε λίγο ούτε πολύ, όχι μόνο αλλοιώνει, αλλά και διαπομπεύει αυτή την παροιμία· συγκεκριμένα, μολονότι εμφάνισε στην ποίησή του τον Αγαμέμνονα εξαιρετικά αντρειωμένο [174c]στα όσα έχουν να κάνουν με τον πόλεμο, ενώ τον Μενέλαο “λιγόψυχο ακοντιστή”, εμφάνισε, την ώρα που ο Αγαμέμνων τελούσε θυσία και παρέθετε τραπέζι, τον Μενέλαο να έρχεται απρόσκλητος στο φαγοπότι, τον δειλότερο στο δείπνο του πιο αντρειωμένου». Ακούοντας αυτά, συνέχισε να μου λέει ο Αριστόδημος, του αποκρίθηκε: «Ίσως όμως, Σωκράτη, βρεθώ κι εγώ, όχι όπως με αποκαλείς εσύ, αλλά όπως λέει ο Όμηρος, ένας ασήμαντος να πηγαίνω ακάλεστος σε δείπνο σοφού ανθρώπου. Κοίταξε λοιπόν πώς θ᾽ απολογηθείς, γιατί εγώ δε θα παραδεχτώ [174d] ότι κατέφτασα ακάλεστος, αλλά καλεσμένος από σένα». «Δύο μαζί βαδίζοντας, όσο είμαστε στο δρόμο», αποκρίθηκε, θα σκεφτούμε τί θα πούμε. Όμως εμπρός, πήγαμε». Ύστερ᾽ από έναν τέτοιο διάλογο, είπε, μπήκαν στο δρόμο. Λοιπόν, ο Σωκράτης βάδιζε σα να ήταν δοσμένος στους στοχασμούς του κι έμενε πίσω στη διαδρομή και κάθε τόσο, καθώς ο Αριστόδημος τον περίμενε, εκείνος του φώναζε «Προχώρα!». Κι όταν αυτός έφτασε στο σπίτι [174e] του Αγάθωνα, βρήκε την πόρτα ανοιχτή και, είπε, πως εκεί βρέθηκε μπροστά σε μια κωμική κατάσταση: δηλαδή, ένας υπηρέτης του σπιτιού τον υποδέχτηκε και τον πήγε εκεί όπου ήταν ξαπλωμένοι οι άλλοι, κι ότι τους βρήκε τη στιγμή που ήταν ν᾽ αρχίσουν το δείπνο· μόλις λοιπόν τον αντίκρισε ο Αγάθων, φώναξε: «Αριστόδημε, είπε, σ᾽ έφερε η καλή ώρα, για να δειπνήσεις μαζί μας· όμως, αν ήρθες για κάτι άλλο, ανάβαλέ το για άλλη φορά, γιατί και χτες σ᾽ αναζητούσα για να σε καλέσω, αλλά δεν μπόρεσα να σε δω. Αλλά πώς έγινε και δε μας φέρνεις και τον Σωκράτη;». Κι εγώ, είπε, γυρίζω πίσω μου, αλλά πουθενά δε βλέπω τον Σωκράτη να έρχεται στο κατόπι μου· λοιπόν, είπα ότι «Μα κι εγώ με τον Σωκράτη ερχόμουνα, καθώς εκείνος με προσκάλεσε εδώ για το δείπνο». «Και πολύ καλά έκανες, είπε· αλλά πού είναι ο άνθρωπός μας;». [175a] «Τώρα δα ερχόταν πίσω από μένα· αλλά κι εγώ τα ᾽χω χαμένα, πού να ᾽ναι». «Παιδί, φώναξε ο Αγάθων, τρέχα να ψάξεις τον Σωκράτη και να τον φέρεις μέσα· κι εσύ, Αριστόδημε, πρόσθεσε, ξάπλωσε δίπλα στον Ερυξίμαχο». Και, μου διηγήθηκε, ο υπηρέτης τού έπλυνε τα πόδια, για να ξαπλώσει· και κατέφτασε ένας άλλος υπηρέτης με την αγγελία ότι «Ο Σωκράτης που λέγατε βγήκε απ᾽ το δρόμο και στέκεται στο πρόθυρο του σπιτιού του γείτονα· και μ᾽ όλες τις φωνές μου, δε λέει να έρθει μέσα». «Πρωτάκουστο αυτό που λες, είπε ο Αγάθων· κάνε μου τη χάρη, φώναξέ τον και μην τον αφήσεις».
|