Κι εγώ του είπα, Ιπποθάλη, δεν θέλω να ακούσω ούτε στίχους από τα ποιήματα [205b] ούτε καμιά ωδή που ίσως να έχεις γράψει για τον νέο, αλλά μόνο το νόημά τους, για να δω πώς τον πλησιάζεις. «Υποθέτω, θα σου τα πει αυτός εδώ», είπε· «γιατί τα ξέρει καλά και τα θυμάται, αφού, καθώς λέει, έχει ξεκουφαθεί ακούγοντάς τα συνεχώς». «Μά το θεό, πάρα πολύ», είπε ο Κτήσιππος. «Κι είναι πραγματικά να γελάς, Σωκράτη. Γιατί πώς δεν είναι για γέλια που ενώ είναι εραστής και έχει το νου του στο αγόρι πιο πολύ από κάθε άλλον, ωστόσο [205c] δεν βρίσκει να του πει τίποτε ιδιαίτερο, που θα μπορούσε ακόμη κι ένα μικρό παιδί να το έλεγε; Αυτά που τραγουδάει ολόκληρη η πόλη για το Δημοκράτη και το Λύσι, τον παππού του νέου, και για όλους τους προγόνους, για τα πλούτη τους, τα άλογά τους, τις νίκες στους Δελφούς, στον Ισθμό και στη Νεμέα, στις αρματοδρομίες και στους ιππικούς αγώνες, αυτά τα ίδια γράφει και λέει κι ο Ιπποθάλης και εκτός απ᾽ αυτά μερικά ακόμη πιο παμπάλαια πράγματα. Για να καταλάβεις Σωκράτη, πριν λίγες μέρες μάς περιέγραφε σε κάποιο ποίημά του τη φιλοξενία του Ηρακλή: πώς ο πρόγονός τους [205d] που ήταν συγγενής με τον Ηρακλή υποδέχτηκε τον Ηρακλή έχοντας ο ίδιος γεννηθεί από το Δία και τη θυγατέρα του ιδρυτή του δήμου τους, δηλαδή ό,τι ακριβώς ψέλνουν οι γριές κι άλλα πολλά παρόμοια, Σωκράτη. Νά τί λέει και τραγουδάει αναγκάζοντάς μας να τον ακούμε». Κι εγώ, όταν τα άκουσα αυτά, είπα: Καταγέλαστε Ιπποθάλη, προτού νικήσεις, φτιάχνεις και ψέλνεις εγκώμιο στον εαυτό σου; «Για τον εαυτό μου, Σωκράτη» είπε εκείνος, «ούτε ποιήματα γράφω ούτε ύμνους ψέλνω». Νομίζεις ότι δεν το κάνεις, είπα εγώ. «Αλλά τότε λοιπόν τί κάνω;» ρώτησε εκείνος. [205e] Οι ύμνοι αυτοί, είπα, απευθύνονται προπάντων σ᾽ εσένα. Γιατί, αν κερδίσεις τον αγαπημένο σου που είναι τόσο σπουδαίος, όλα όσα είπες κι έψαλλες γι᾽ αυτόν θα γίνουν, στ᾽ αλήθεια, τιμή δική σου και εγκώμια νικητήρια, αφού κέρδισες τέτοιο φίλο. Αν όμως σου ξεφύγει, όσο μεγαλύτερα εγκώμια είχες πει για το αγαπημένο σου πρόσωπο, [206a] τόσο πιο καταγέλαστος θα γίνεις, αφού θα έχεις στερηθεί τέτοια πολύτιμα αγαθά. Όποιος λοιπόν, φίλε, έχει πείρα στον έρωτα δεν παινεύει τον αγαπημένο προτού τον κατακτήσει, γιατί σκέπτεται και την κατάληξη που μπορεί να έχει αυτή η ιστορία. Κι έπειτα, βλέπεις, αυτά τα όμορφα αγόρια, όταν τα παινεύεις και τα εκθειάζεις, γίνονται αλαζονικά και περήφανα. Ή μήπως δεν είναι έτσι; «Βέβαια», είπε. Και όσο πιο περήφανα είναι, τόσο πιο δύσκολα μπορεί κανείς να τα κατακτήσει. «Φυσικά». Τί κυνηγός, λοιπόν, νομίζεις ότι είναι αυτός που στο κυνήγι απάνω ερεθίζει το θήραμα και το κάνει πιο δύσκολο; [206b] «Ασφαλώς πολύ κακός». «Επομένως είναι χοντρό λάθος να αγριεύεις κάποιον με λόγια και ωδές, αντί να τον σαγηνεύεις. «Νομίζω». Πρόσεχε λοιπόν, Ιπποθάλη, μήπως με όλα αυτά πάθεις κι εσύ το ίδιο· παρόλο που πραγματικά πιστεύω ότι έναν άνθρωπο που με τα ποιήματά του βλάπτει τον εαυτό του δεν θα τον παραδεχόσουν για καλό ποιητή, αφού μόνος του κάνει ζημιά στον εαυτό του. «Όχι, μα το Δία», είπε. «Θα ήταν πολύ παράλογο. Αλλά [206c] γι᾽ αυτό ακριβώς, Σωκράτη, σου φανερώνω τα αισθήματά μου και σου ζητώ να μου δώσεις οποιαδήποτε συμβουλή έχεις, πώς πρέπει να μιλάει κανείς με τον αγαπημένο του ή τί πρέπει να κάνει για να του γίνει αρεστός». Δεν είναι εύκολο να το εκφράσω, απάντησα· αν όμως μου τον έφερνες εδώ να κουβεντιάσουμε, ίσως τότε μπορούσα να σου δείξω τί πρέπει να του λες, αντί για όσα αυτοί ισχυρίζονται ότι λες και τραγουδάς τώρα.
|