Κι εκεί που μίλαγαν και τέτοια λόγια αλλάζαν, [στρ. ε]
νά κι ο Πελίας που κατέφτασε γοργά
95πάνω στο καλοδουλεμένο αμάξι του, που το ᾽σερναν μουλάρια.
Πάγωσε, ξεκάθαρα σαν είδε πως μόνο
στο πόδι το δεξί ο ξένος φόραγε σαντάλι.
Και, στην καρδιά του κρύβοντας την ταραχή, του λέει:
«Από ποιά χώρα, ξένε μου, παινεύεσαι πως είσαι;
Και ποιά από τις γυναίκες που γεννήθηκαν στη γη
σ᾽ έβγαλε από τη σεβαστή κοιλιά της;
100Πες τη γενιά σου και μ᾽ αισχρές ψευτιές μην τη μιάνεις».
Κι αυτός, με θάρρος και με λόγια ευγενικά, απεκρίθη: [αντ. ε]
«Θα δείξω πως δάσκαλός μου ήταν ο Χίρωνας.
Τώρα από τη σπηλιά του έρχομαι,
από τη Χαρικλώ και τη Φιλύρα·
εκεί μ᾽ ανάθρεψαν οι αγνές οι κόρες του Κενταύρου.
Τα είκοσί μου χρόνια έκλεισα κοντά τους και ποτέ μου
105κάτι άδικο δεν έπραξα, λόγο κακόν δεν είπα.
Τώρα να πάρω του πατρός μου το αρχαίο αξίωμα γύρισα στην πατρίδα,
που πια δεν κυβερνιέται καταπώς πρέπει,
εκείνο το αξίωμα που ο Δίας κάποτε έδωσε
στον αρχηγό του λαού, τον Αίολο, και τους γιους του.
Γιατί μαθαίνω πως αυτός ο άνομος Πελίας, [επωδ. ε]
την κρυερή υπακούοντας καρδιά του,
110στέρησε απ᾽ τους γονιούς μου με τη βία
την εξουσία που απ᾽ την αρχή και με το δίκιο τους κατείχαν·
αυτοί, σαν πρωταντίκρισα το φως του κόσμου,
τρέμοντας του υπερφίαλου ηγεμόνα την αγριάδα,
κάναν τάχα πως πέθανα κι απλώσαν μαύρο πένθος
μες στο παλάτι, ανάμιχτο με γυναικείο θρήνο,
και τυλιγμένο σε γεννοφάσκια πορφυρά
115κρυφά με στείλανε —η νύχτα μόνο το ᾽ξερε— ταξίδι
και μ᾽ έδωσαν στον Χίρωνα, τον γιο του Κρόνου,
να με αναθρέψει.
|