ΓΥΝ. Άθλιε! Και το θεό δεν τον φοβήθηκες;
ΚΑΡ. Φοβήθηκα, μά τους θεούς, μην πάει
και με προλάβει ο ίδιος στο τσουκάλι
στεφανοφορεμένος. Του παπά
το φέρσιμο μου στάθηκε παράδειγμα.
Μα η γριούλα σαν ένιωσε το θόρυβο
που ᾽κανα, στο τσουκάλι απλώνει. Τότες
σφύριξα σαν το φίδι και το χέρι690
της δάγκωσα, κι εκείνη ευτύς το τράβηξε
και το ᾽κρυψε από κάτου απ᾽ τη βελέντζα
και ζάρωσεν εκεί, κι απ᾽ την τρομάρα
βρόμισε πιο χειρότερα από γάτα.
Και τότε εγώ στη χύτρα πέφτω κι άμα
την τύλωσα γερά, πλάγιασα πάλι.
ΓΥΝ. Καλά, ο Θεός δεν ήρθεν; ΚΑΡ. Όχι ως τότες.
Σαν ήρθ᾽ έκανα κάτι να γελάς.
Καθώς ζύγωνε, αμόλησα έναν φόρτσο,
γιατί η κοιλιά μου πήγαινε να σκάσει.
ΓΥΝ. Και βέβαια σε σιχάθηκε ο Θεός.700
ΚΑΡ. Μπα! Μονάχα η Ιασώ ξεροκοκκίνισε,
η κόρη του, που ερχότανε από πίσω,
και βούλωσε η Πανάκεια, η άλλη κόρη του,
τα ρουθούνια και γύρισε τα μούτρα.
Καθώς ξέρεις, δεν ξεφυσάω λιβάνι!
ΓΥΝ. Κι ο Θεός; ΚΑΡ. Μπα. Δε γνοιάστηκε καθόλου.
ΓΥΝ. Λες να ᾽ναι τόσο αναίσθητος; ΚΑΡ. Καθόλου.
Μονάχα κοπροφάγος! ΓΥΝ. Σουτ, βρομιάρη!
ΚΑΡ. Ύστερα κουκουλώθηκα σκιαγμένος
κι εκείνος τους αρρώστους πήρε βόλτα
και σοβαρά τους ξέταζ᾽ έναν έναν.
Και το παιδί τού φέρνει ένα πετρένιο710
γουδί και γουδοχέρι — και κουτί.
ΓΥΝ. Πετρένιο; ΚΑΡ. Βέβαια όχι το κουτί.
ΓΥΝ. Και πώς τα ᾽δες, οπού νταμπλάς να σού ᾽ρθει;
Ήσουνα, καθώς λες, κουκουλωμένος.
ΚΑΡ. Απ᾽ το τριβώνιο μέσα — είναι όλο τρύπες!
Κι άρχισε πρώτα για το Νεοκλείδη
να τρίβει ένα κατάπλασμα: τρία σκόρδα
ντηνιακά, σκυλοκρόμμυδο, βορβούς
και γάλα, ξίδι σπατανέικο — κι όλα
τα δούλεψε καλά μες στο γουδί
κι ύστερα του ξεστρέφει τα ματόφυλλα720
και του τ᾽ αλείφει να πονάει αβάσταγα.
Κι ως ξεπετάχτη εκείνος ξεφωνώντας
και σκούζοντας να φύγει, ο θεός γελώντας:
«Κάτσε αυτού μπλαστρωμένος να σου μάθω
να παίρνεις ψεύτικο όρκο στη λαοσύναξη!»
|