Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΞΕΝΟΦΩΝ
Κύρου Ἀνάβασις (3.3.6-3.3.20)
[3.3.6] Μετὰ ταῦτα ἀριστήσαντες καὶ διαβάντες τὸν Ζαπάταν ποταμὸν ἐπορεύοντο τεταγμένοι τὰ ὑποζύγια καὶ τὸν ὄχλον ἐν μέσῳ ἔχοντες. οὐ πολὺ δὲ προεληλυθότων αὐτῶν ἐπιφαίνεται πάλιν ὁ Μιθραδάτης, ἱππέας ἔχων ὡς διακοσίους καὶ τοξότας καὶ σφενδονήτας εἰς τετρακοσίους μάλα ἐλαφροὺς καὶ εὐζώνους. [3.3.7] καὶ προσῄει μὲν ὡς φίλος ὢν πρὸς τοὺς Ἕλληνας· ἐπεὶ δ᾽ ἐγγὺς ἐγένοντο, ἐξαπίνης οἱ μὲν αὐτῶν ἐτόξευον καὶ ἱππεῖς καὶ πεζοί, οἱ δ᾽ ἐσφενδόνων καὶ ἐτίτρωσκον. οἱ δὲ ὀπισθοφύλακες τῶν Ἑλλήνων ἔπασχον μὲν κακῶς, ἀντεποίουν δ᾽ οὐδέν· οἵ τε γὰρ Κρῆτες βραχύτερα τῶν Περσῶν ἐτόξευον καὶ ἅμα ψιλοὶ ὄντες εἴσω τῶν ὅπλων κατεκέκλειντο, οἱ δὲ ἀκοντισταὶ βραχύτερα ἠκόντιζον ἢ ὡς ἐξικνεῖσθαι τῶν σφενδονητῶν. [3.3.8] ἐκ τούτου Ξενοφῶντι ἐδόκει διωκτέον εἶναι· καὶ ἐδίωκον τῶν ὁπλιτῶν καὶ τῶν πελταστῶν οἳ ἔτυχον σὺν αὐτῷ ὀπισθοφυλακοῦντες· διώκοντες δὲ οὐδένα κατελάμβανον τῶν πολεμίων. [3.3.9] οὔτε γὰρ ἱππεῖς ἦσαν τοῖς Ἕλλησιν οὔτε οἱ πεζοὶ τοὺς πεζοὺς ἐκ πολλοῦ φεύγοντας ἐδύναντο καταλαμβάνειν ἐν ὀλίγῳ χωρίῳ· πολὺ γὰρ οὐχ οἷόν τε ἦν ἀπὸ τοῦ ἄλλου στρατεύματος διώκειν· [3.3.10] οἱ δὲ βάρβαροι ἱππεῖς καὶ φεύγοντες ἅμα ἐτίτρωσκον εἰς τοὔπισθεν τοξεύοντες ἀπὸ τῶν ἵππων, ὁπόσον δὲ διώξειαν οἱ Ἕλληνες, τοσοῦτον πάλιν ἐπαναχωρεῖν μαχομένους ἔδει. [3.3.11] ὥστε τῆς ἡμέρας ὅλης διῆλθον οὐ πλέον πέντε καὶ εἴκοσι σταδίων, ἀλλὰ δείλης ἀφίκοντο εἰς τὰς κώμας. |
[3.3.6] Όταν τέλειωσαν το φαγητό, πέρασαν το Ζαπάτα ποταμό και προχωρούσαν συνταγμένοι, έχοντας στη μέση τα υποζύγια και τους άμαχους. Δεν είχαν προχωρήσει πολύ και ξαναπαρουσιάζεται ο Μιθραδάτης με διακόσιους περίπου ιππείς και με τετρακόσιους τοξότες και σφεντονήτες, ελαφρότατα οπλισμένους και ευκίνητους. [3.3.7] Ζύγωνε τους Έλληνες σαν φίλος. Όταν όμως πήγαν κοντά, ξαφνικά άλλοι απ᾽ αυτούς, και ιππείς και πεζοί, άρχισαν να ρίχνουν βέλη με τα τόξα, άλλοι πέτρες με τις σφεντόνες, και πλήγωσαν μερικούς. Στο μεταξύ οι Έλληνες στρατιώτες που ήταν στην οπισθοφυλακή κακοπαθούσαν, χωρίς να μπορούν να ανταποδώσουν τα χτυπήματα. Γιατί οι Κρητικοί έριχναν τα βέλη σε κοντινότερη απόσταση από τους Πέρσες· και ακόμα, επειδή ήταν ελαφρά οπλισμένοι, είχαν κλειστεί μέσα στο τετράπλευρο των βαριά οπλισμένων στρατιωτών. Οι ακοντιστές πάλι έριχναν τα ακόντια σε απόσταση μικρότερη από κείνη που χρειαζόταν για να πετύχουν τους σφεντονήτες. [3.3.8] Γι᾽ αυτό νόμισε ο Ξενοφώντας πως έπρεπε να τους κυνηγήσουν. Τους πήραν λοιπόν κυνήγι εκείνοι από τους οπλίτες και τους πελταστές, που έτυχε να βρίσκονται μαζί του στην οπισθοφυλακή. Κυνηγώντας τους όμως δεν μπόρεσαν να φτάσουν κανέναν από τους εχθρούς. [3.3.9] Γιατί ούτε ιππικό είχαν οι Έλληνες, ούτε οι πεζοί μπορούσαν να προλαβαίνουν σε λίγο διάστημα τους πεζούς, που έφευγαν από μακρινή απόσταση. Και τούτο επειδή δεν ήταν δυνατό να τους κυνηγούν απομακρυσμένοι πολύ από το άλλο στράτευμα. [3.3.10] Οι βάρβαροι ιππείς πάλι και την ώρα που έφευγαν, πλήγωναν τους Έλληνες, χτυπώντας από τ᾽ άλογά τους προς τα πίσω με τα βέλη, ενώ οι Έλληνες όσο δρόμο έκαναν καταδιώκοντας, άλλον τόσο έπρεπε να γυρίσουν πίσω πολεμώντας. [3.3.11] Έτσι ολόκληρη την ημέρα δεν προχώρησαν παραπάνω από είκοσι πέντε στάδια, κι έφτασαν κατά το βράδυ στα χωριά. |